Αυτό υποστηρίζουν στο βιβλίο που μόλις εξέδωσαν οι δημοσιογράφοι Τζέι Μαργκόλις και Ρίτσαρντ Μπάσκιν, οι οποίοι έχουν συλλέξει μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων και άλλων σημαντικών προσώπων.
Σύμφωνα με την εκδοχή τους, στην υπόθεση εμπλέκεται τόσο ο γαμπρός των Κένεντι, ηθοποιός Πήτερ Λόουφορντ, αλλά και ο ψυχίατρος της ντίβας, Ράλφ Γκρήνσον, ο οποίος φέρεται να είναι και ο άνθρωπος που της έκανε στην καρδιά τη θανατηφόρα ένεση με πεντοβαρβιτόλη. Πριν από αυτό, όμως, οι σωματοφύλακες του Μπομπ Κένεντι της είχαν κάνει κλύσμα με τουλάχιστον 13 – 19 τριμμένα χάπια Nembutal
Σύμφωνα με τους συγγραφείς ο Μπόμπι Κένεντι ήταν αποφασισμένος να «κλείσει το στόμα» της Μονρόε, καθώς η ηθοποιός ήξερε «παρά πολλά για την οικογένεια Κένεντι» και απειλούσε να τα δημοσιοποιήσει. Η Μέριλιν, που είχε αρχικά σχέση με τον πρόεδρο Τζον Κένεντι, άρχισε να έχει ερωτική σχέση και με τον αδελφό του Μπόμπι, όταν αυτός την επισκέφτηκε στο σπίτι του γαμπρού τους προκειμένου να την πείσει να πάψει να ασκεί πίεση στον Τζον και να σταματήσει να τηλεφωνεί στο Λευκό Οίκο για να τον εκθέσει, καθώς ο πρόεδρος δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να εγκαταλείψει τη σύζυγό του Τζάκι για να την παντρευτεί.
Η έντονη αρχική συζήτηση του Μπόμπι με την Μέριλιν εξελίχθηκε σε μια καυτή νύχτα το καλοκαίρι του 1962. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, όπως φέρεται να υποστηρίζει ο γαμπρός των αδελφών Κένεντι, ο Μπόμπι συναντούσε πολύ συχνά την Μονρόε στο Λος Άντζελες (το ελικόπτερό του προσγειωνόταν στην αυλή του γαμπρού του). Ο Λόουφορντ, εκ των υστέρων φέρεται να υποστήριξε ότι τα αδέλφια Κένεντι χρησιμοποίησαν την Μονρόε σαν μπάλα ποδοσφαίρου πετώντας την ο ένας στον άλλο και ότι και οι δύο προσπάθησαν με νύχια και με δόντια να την ξεφορτωθούν όταν αυτή έπαθε εμμονή μαζί τους, πρώτα με τον Τζον και ύστερα με τον Μπόμπι, απειλώντας να τινάξει την εικόνα και την καριέρα τους στον αέρα.
Όταν η Μονρόε απείλησε ότι θα δώσει συνέντευξη Τύπου για να γνωστοποιήσει τις σχέσεις της με τα δύο αδέλφια και ό,τι άλλο γνώριζε γι αυτούς και υποστήριξε ότι έχει κρατήσει λεπτομερές ημερολόγιο, ο Μπόμπι φέρεται να έγινε έξαλλος. Τηλεφώνησε στον ψυχίατρό της, Ραλφ Γκρήνσον, ο οποίος επίσης είχε σεξουαλικές σχέσεις με την Μονρόε, παραβαίνοντας κάθε δεοντολογικό κανόνα, και εμμέσως πλην σαφώς άφησε να εννοηθεί ότι η Μονρόε απειλούσε να γνωστοποιήσει και τη σχέσή της με τον Γκρήνσον, κάτι που θα κατέστρεφε ανεπιστρεπτί την καριέρα του και θα τον έβαζε φυλακή. Η Μονρόε ουδέποτε είχε δείξει να έχει τέτοια πρόθεση βέβαια, αλλά ο Γκρήνσον δεν το γνώριζε.
Οι σχέσεις του Γκρήνσον με την Μονρόε ήταν εις γνώση του Μπόμπι γιατί το σπίτι της σταρ είχε «παγιδευτεί» από το FBI μετά από εντολή της οικογένειας για να ελέγχουν τις κινήσεις της και το τι λέει και σε ποιόν. Όπως γίνεται αντιληπτό γνώση της όλης ιστορίας είχε και ο τότε επικεφαλής του FBI Έντγκαρ Χούβερ, ο οποίος φέρεται, σύμφωνα με τους συγγραφείς, να είχε απόλυτη συνείδηση ότι η Μονρόε δολοφονήθηκε καθώς είχε όλο το ακουστικό υλικό που αποδείκνυε τι έγινε την μοιραία βραδιά της 4ης Αυγούστου στο σπίτι της, αλλά δεν προχώρησε σε καμία κίνηση καθώς χρησιμοποίησε το υλικό αυτό για διασφαλίσει την παραμονή του στην ηγεσία του FBI.
Το βράδυ της 4ης Αυγούστου 1962, ο Μπόμπι Κένεντι έφτασε στο σπίτι της Μονρόε συνοδευόμενος από τον Λόουφορντ. Μετά από δέκα λεπτά τσακωμού, κατά τον οποίο ο Μπόμπι επαναλάμβανε ότι πρέπει να διακοπεί κάθε επικοινωνία μεταξύ τους, η Μονρόε άρχισε να ουρλιάζει υστερικά και του επιτέθηκε με ένα μαχαίρι. Παρενέβη ο Λόουφορντ αλλά οι φωνές συνεχίστηκαν. Ο Λόουφορντ υποστηρίζει ότι ο Μπόμπι αποφάσισε να καλέσει τον Γκρήνσον και στη συνέχεια έφυγε για να γυρίσει με τους δύο προσωπικούς του σωματοφύλακες, εκ των οποίων ο ένας έκανε στην Μονρόε μια πρώτη ηρεμιστική ένεση.
Όσο παρέμενε ήρεμη ο Μπόμπι και ο Λόουφορντ έψαξαν όλο το σπίτι αναζητώντας το ημερολόγιο χωρίς, όμως, να το βρουν. Σύντομα η Μονρόε συνήλθε και άρχισε και πάλι να φωνάζει, και τότε οι δύο σωματοφύλακες της έκαναν κλύσμα με 13 – 19 υπνωτικά Nembutal το οποίο την έριξε σε λήθαργο. Σύμφωνα με μαρτυρίες γειτόνων, ο Κένεντι, ο Λόουφορντ και οι δύο σωματοφύλακες έφυγαν από το σπίτι περίπου στις 10.30 το βράδυ, πιθανότατα έχοντας βρει το ημερολόγιο. Το επίμονο γάβγισμα του σκύλου της ανησύχησε την οικονόμο της, η οποία βρήκε την Μονρόε στο κρεβάτι μπρούμυτα με το κεφάλι να γέρνει στο κενό και κάλεσε ασθενοφόρο.
Ο Εντουιν Χαλ είναι ο πρώτος νοσοκόμος διασώστης που φτάνει στη σκηνή τα μεσάνυχτα, πλέον, και άρχισε να της κάνει τεχνητή αναπνοή. Ο Χαλ τονίζει ότι βρήκε τη στάρ εντελώς γυμνή, και ότι ενώ βρήκε άδεια μπουκάλια βαρβιτουρικών, δεν βρήκε ούτε ένα μικρό ποτήρι νερό ή αλκοόλ. Επίσης, επισημαίνει ότι ενώ της έκανε τεχνητή αναπνοή, το στόμα της δεν μύριζε καθόλου αλκοόλ ή φάρμακα, κάτι που συμβαίνει πάντα σε περιπτώσεις απόπειρας αυτοκτονίας με βαρβιτουρικά και αλκοόλ, ούτε φαινόταν καθόλου να έχει κάνει εμετό. Ο ίδιος, επιμένει, ότι από την πρώτη στιγμή, κάτι δεν του πήγε καθόλου καλά με τη σκηνή που αντίκρισε.
Ενώ ο Χαλ διασωλήνωνε την Μονρόε και προσπαθούσε να επαναφέρει την καρδιά της με απινιδωτή, μπήκε στο δωμάτιο ο γιατρό Γκρήνσον, ο οποίος ζήτησε επίμονα να μην χρησιμοποιηθεί ο απινιδωτής. Στη συνέχεια, ετοίμασε μια ένεση πεντοβαρβιτόλης, αδιάλυτης, την οποία κάρφωσε τσαπατσούλικα, όπως καταγγέλλει ο Χαλ, στην καρδιά της Μονρόε, σπάζοντάς της μάλιστα με κρότο το κόκκαλο. Ο Χαλ εκτιμά επίσης ότι η Μονρόε είχε «τοποθετηθεί» στο κρεβάτι προκειμένου να δοθεί η εικόνα της αυτοκτονίας. Και έχει την άποψη ότι ο ιατροδικαστής δήλωσε ότι δεν είδε κανένα σημάδι που να δείχνει τη χρήση βελόνας στο σώμα της Μονρόε, επειδή ήταν στην πτυχή του στήθους της (αν δεχτεί κανείς ότι ο ιατροδικαστής έκανε σωστά τη δουλειά του). Ο δεύτερος νοσοκόμος του ασθενοφόρου, Μιρέι Λάιμποβιτς, αρνήθηκε επισταμένα να μιλήσει στον οποιονδήποτε για το τι είδε εκείνο το βράδυ.
Η κατάθεση του Χαλ θεωρείται εξαιρετικά σημαντική καθώς προέρχεται από οικογένεια γιατρών και νοσοκόμων και ο ίδιος επίσης είχε αρκετή εμπειρία. Την ώρα της ένεσης, στο δωμάτιο φαίνεται ότι βρίσκονταν και ο Λόουφορντ που είχε επιστρέψει μαζί με τον τοπικό διοικητή της αστυνομίας, Μάριν Ιάνον, ο οποίος με εντολή του Μπόμπι βρισκόταν πάντα έξω από το σπίτι της Μονρόε «για λόγους ασφαλείας και ελέγχου». Η παρουσία τους εκεί επιβεβαιώνεται από τις κασέτες των κοριών που είχε βάλει το FBI αλλά και από τις κασέτες των κοριών που είχε βάλει ιδιωτικός ντετέκτιβ κατ’ εντολή του Λόουφορντ, που με τη σειρά του ήθελε να έχει εικόνα του τι γίνεται και επιπλέον του άρεσαν «οι ροζ» κασέτες.
Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν μαρτυρίες ότι η Μονρόε ήταν ακόμη ζωντανή μέχρι την ένεση που της έκανε ο Γκρήνσον αλλά και το ότι μια σειρά από ερωτηματικά προέκυπταν ως προς το πώς έπεσε αναίσθητη, η έρευνα για το περιστατικό ανατέθηκε σε ολιγομελή ομάδα ντετέκτιβς στους οποίους δόθηκε εντολή να ασχοληθούν με την υπόθεση παράλληλα με τις άλλες υποθέσεις τους. Όταν μια δημοσιογράφος, η Μέι Μαν, άρχισε να συλλέγει τότε στοιχεία για την υπόθεση, δέχτηκε τηλεφώνημα από τον επικεφαλής της αστυνομίας του Λος Άντζελες, που την προειδοποίησε ότι η «έρευνά της θα βλάψει σοβαρά την υγεία της αν την συνεχίσει». Μετά από αλλεπάλληλες κωλυσιεργίες, ο θάνατος της Μονρόε χαρακτηρίστηκε αυτοκτονία και η υπόθεση έκλεισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου