Τις χώρες της Ισλαμικής Διάσκεψης φιλοξένησε η Τουρκία, για να συζητήσουν θέματα οικονομικής ανάπτυξης και συνεργασίας των μουσουλμανικών χωρών. Η ώθηση που επιδιώκεται να δώσει στον εν λόγω τομέα η Άγκυρα συνδέεται άμεσα με τις επιδιώξεις της στην περιοχή μας.
Η 25η σύνοδος της Μόνιμης Επιτροπής Οικονομικής και Εμπορικής Συνεργασίας (COMCEC) συνήλθε την εβδομάδα που κύλησε στην Κωνσταντινούπολη. Οι ισλαμικές χώρες, και κυρίως οι όμορες χώρες της Τουρκίας, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον στο γεγονός, όπως προκύπτει και από τη συμμετοχή 54 χωρών. Αρκετές από τις χώρες αυτές μάλιστα εκπροσωπήθηκαν σε πολύ υψηλό επίπεδο: 11 αρχηγοί κρατών, 6 πρωθυπουργοί και 18 υπουργοί.
Στη σύνοδο συζητήθηκαν θέματα που αφορούν τη σύσφιγξη της οικονομικής συνεργασίας και την ανάπτυξη εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των χωρών του ισλαμικού κόσμου. Στο τέλος των εργασιών υιοθετήθηκε κείμενο με γενικές αρχές. Η «Διακήρυξη της Κωνσταντινούπολης», όπως αποκαλείται, παροτρύνει τα κράτη μέλη της Διάσκεψης να καταβάλουν περισσότερες προσπάθειες για τη μείωση της φτώχειας, να αναπτύξουν επιχειρηματικές συνεργασίες μεταξύ τους, να αυξήσουν το επίπεδο των συναλλαγών τους κατά 20% μετά το 2015, να βελτιώσουν την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών τους, να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντολογικών ζητημάτων και να δημιουργήσουν κοινά προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης.
Ο ρόλος της Άγκυρας στην COMCEC ανάγεται στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν η Τουρκία, με τον τότε Πρόεδρό της Κενάν Εβρέν, είχε αναλάβει την προεδρία της Επιτροπής. Έκτοτε, ωστόσο, ο θεσμός αυτός διέγραψε μηδαμινή πρόοδο παραμένοντας σχεδόν στην αφάνεια. Το ενδιαφέρον της Άγκυρας να δραστηριοποιήσει την Επιτροπή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν είναι τυχαίο γεγονός. Εντάσσεται στα ευρύτερα στρατηγικά της σχέδια για την ενίσχυση της πολιτικής και οικονομικής της ανεξαρτησίας. Με άλλα λόγια, η Άγκυρα βρίσκεται σε τροχιά γενικότερης απεξάρτησης από τη Δύση, σχέδιο όμως που απαιτεί αφενός την ανεύρεση τεράστιων οικονομικών πόρων, γεγονός που δυσχεραίνει το εγχείρημα, ιδίως τη στιγμή αυτήν που η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, και αφετέρου ισχυρούς φίλους στον υπόλοιπο κόσμο. Συνεπώς η νέα φιλοσοφία της πάση θυσία αναβάθμισης της διεθνούς θέσης της χώρας, την οποία προωθεί ο ιθύνων νους της τουρκικής διπλωματίας, απαιτεί σύσφιγξη των οικονομικών σχέσεων με τις ισλαμικές χώρες, κυρίως τις όμορες, όπως το Ιράν, η Συρία και το Ιράκ, ούτως ώστε τα αμοιβαία οφέλη που θα προκύψουν να εκμηδενίσουν κάθε πιθανότητα εμφάνισης πολιτικών διαφορών. Το κατάλληλο ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου θα επιδιωχθεί το εγχείρημα προσφέρεται από τον ισλαμικό θεσμό (Ισλαμική Διάσκεψη). Να γιατί η Άγκυρα δεν άφησε να περάσει ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία, όταν παρουσιάστηκαν οι κατάλληλες συγκυρίες, να διεκδικήσει τη θέση του γενικού γραμματέα της Διάσκεψης.
Το θέμα ενδιαφέρει άμεσα τη χώρα μας, καθώς η Άγκυρα χρησιμοποιεί το βήμα της Διάσκεψης όλο και πιο συχνά και επίμονα για να προωθήσει τα συμφέροντά της στο Κυπριακό. Έτσι, η σύνοδος της COMCEC προσφέρθηκε για μία ακόμη διπλωματική εκστρατεία της Άγκυρας. Ο Πρόεδρος Γκιουλ είχε την ευκαιρία να απευθύνει έκκληση στα κράτη-μέλη της Διάσκεψης «να προσφέρουν κάθε δυνατή βοήθεια στους τουρκοκύπριους αδελφούς τους για να αρθούν οι άδικες πιέσεις και αποκλεισμοί». Τα ίδια περίπου είπε και ο τουρκοκύπριος ηγέτης Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, ο οποίος βρέθηκε παρών εκπροσωπώντας το ψευδοκράτος, που συμμετέχει στις εργασίες της Διάσκεψης με το καθεστώς του παρατηρητή. Προφανής στόχος της Άγκυρας είναι να ενθαρρυνθούν οι μουσουλμανικές χώρες να εγκαινιάσουν οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τα κατεχόμενα, γεγονός που θα σήμαινε παγιοποίηση της κατάστασης και de facto αναγνώριση του παράνομου καθεστώτος. Το θέμα, όμως, δεν σταματά εκεί. Ο Γκιουλ επέστησε την προσοχή της Διάσκεψης στη σημασία της ένταξης, στο πλαίσιο συνεργασίας και αλληλοϋποστήριξης που επιδιώκεται να διαμορφωθεί μεταξύ των μελών της Διάσκεψης, και των μουσουλμανικών κοινοτήτων, με ρητή αναφορά σʼ εκείνες των Βαλκανίων!
Το παραπάνω θα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των όσων αποκαλυπτικών σημείωσε σε άρθρο του ο έγκριτος τούρκος δημοσιογράφος Σαμί Κοέν στην ημερήσια «Μιλιέτ» (11/11/2009) αναφορικά με το περιεχόμενο της επιστολής που απηύθυνε ο τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον έλληνα ομόλογό του. Κατʼ αυτόν, τέσσερα είναι τα επίμαχα σημεία της επιστολής: το Κυπριακό, το Αιγαίο, τα μειονοτικά και η παράνομη μετανάστευση. Είναι πασιφανές πλέον ότι η Άγκυρα επιδιώκει να εξασφαλίσει στη μειονότητα της Θράκης το καθεστώς του παρατηρητή στη Διάσκεψη, δρομολογώντας έτσι μια νέα κυπριακή τραγωδία, που θα την υλοποιήσει μόλις θα της προσφερθεί η κατάλληλη ευκαιρία.
Η Ισλαμική Διάσκεψη έχει εξελιχθεί σε όχημα της Άγκυρας, μιας κατά τα άλλα «σεκουλαριστικής» και «δυτικόστροφης» χώρας, για την προώθηση των εθνικών της συμφερόντων. Ουδεμία αντίδραση έχει σημειωθεί, ωστόσο, για το σουρεαλιστικό αυτό πάρε δώσε που παρατηρείται μεταξύ της Τουρκίας και του ισλαμικού κόσμου. Να είναι, άραγε, προνόμιο μόνο της Τουρκίας και των ισλαμικών χωρών να συστήνουν, να συμμετέχουν και να ηγούνται περιφερειακών οργανισμών θρησκευτικού χαρακτήρα; Αν όχι, ίσως τελικά να μην ήταν και τόσο παράλογη ιδέα να συσταθεί κάποτε ένας ανάλογος με τη Διάσκεψη θεσμός από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, που θα έδινε στην Αθήνα την ευκαιρία να ξαναμπεί δυναμικά στη διεθνή πολιτική σκηνή. Αυτό που χρειάζεται είναι υπεύθυνη και σοβαρή δουλειά που θα έχει διάρκεια.
Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος
Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009
Η Άγκυρα, η Ισλαμική Διάσκεψη και τα εθνικά μας ζητήματα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου