Του Άγγελου Αθανασόπουλου
Η πρόσφατη συμφωνία Ερντογάν - Πούτιν ώστε να περάσει ο αγωγός φυσικού αερίου South Stream από τα χωρικά ύδατα της Τουρκίας δεν είναι αρκετή για να παραμερίσει το πέπλο καχυποψίας που εξακολουθεί να αιωρείται πάνω από τις ρωσοτουρκικές σχέσεις.
Οι πρωθυπουργοί της Ρωσίας Βλάντιμιρ Πούτιν και της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν συμφώνησαν να περάσει ο αγωγός South Stream από τα χωρικά ύδατα της Τουρκίας. Οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών έχουν αναπτυχθεί ραγδαία την τελευταία δεκαετία (ο όγκος του διμερούς εμπορίου ανήλθε σε 38 δισεκατομμύρια ευρώ το 2008 με πρόβλεψη να ανέλθει σε 50 δισ. ευρώ το 2009), αλλά ο ανταγωνισμός στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας –ιδιαίτερα για τις οδούς διέλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου προς τη Δύση– ελλοχεύει σε κάθε κίνηση είτε της μίας είτε της άλλης πλευράς.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι τεταμένες πολιτικές σχέσεις Μόσχας – Άγκυρας επισκίαζαν τις οικονομικές σχέσεις. Το κλίμα άλλαξε στη δεκαετία του 1990. Κρίσιμο έτος ήταν το 1997, όταν ο τότε πρωθυπουργός της Ρωσίας Βίκτορ Τσερνομίρντιν επισκέφθηκε την Τουρκία. Από την επίσκεψη αυτή «γεννήθηκε» ο υποθαλάσσιος αγωγός Blue Stream, ο οποίος μεταφέρει φυσικό αέριο από τη Ρωσία στην Τουρκία μέσω Μαύρης Θάλασσας.
Ωστόσο οι διμερείς σχέσεις απέκτησαν έντονη δυναμική μετά την ανάληψη της εξουσίας στην Τουρκία από το ισλαμικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και την εμφάνιση του Βλάντιμιρ Πούτιν στη ρωσική πολιτική σκηνή. Η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 έφερε κοντά τις δύο χώρες σε μία προσπάθεια αντιμετώπισης του ισλαμικού εξτρεμισμού. Μάλιστα, η απόφαση της Άγκυρας να μην επιτρέψει, τον Μάρτιο του 2003, τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων από το έδαφός της στο πλαίσιο της εισβολής στο Ιράκ ενίσχυσε την άποψη του Κρεμλίνου ότι η Τουρκία λειτουργεί πιο ανεξάρτητα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Όσο και αν οι δύο πλευρές επιθυμούν να το κρύψουν, υπάρχει ενδόμυχος ανταγωνισμός για την περιφερειακή πρωτοκαθεδρία σε μία από τις πλέον ευαίσθητες περιοχές του κόσμου. Ο ανταγωνισμός αυτός τροφοδοτείται κατ’ αρχήν από τον ρόλο που και οι δύο χώρες επιδιώκουν να διαδραματίσουν στην ενεργειακή σκακιέρα. Η Άγκυρα αυτοπροβάλλεται ως αναγκαίος κρίκος σε όλα τα ενεργειακά projects που είναι ανοιχτά αυτή τη στιγμή, με πρώτο όλων τον αγωγό φυσικού αερίου Nabucco. Ο συγκεκριμένος αγωγός, τον οποίο επιθυμούν πολύ να δουν να υλοποιείται οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρακάμπτει τη Ρωσία και μεταφέρει φυσικό αέριο στην Ευρώπη σε μία προσπάθεια, όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του σχεδίου, να μειωθεί η ενεργειακή εξάρτηση της Ε.Ε. από τη Ρωσία. Ωστόσο, η κυβέρνηση Ερντογάν δεν επιθυμεί να εξοργίσει τη Μόσχα, όπως είχε συμβεί παλαιότερα με την κατασκευή του αγωγού πετρελαίου Μπακού - Τιφλίδας - Τζεϊχάν (BTC) που επίσης παρέκαμπτε τη Ρωσία.
Άλλωστε, το 2008 εισήγαγε το 63% του φυσικού αερίου και το 29% του πετρελαίου που κατανάλωσε από τους Ρώσους. Για τον λόγο αυτό συμφώνησε να επιτρέψει το πέρασμα του South Stream από τα χωρικά της ύδατα, τάσσεται υπέρ της συμμετοχής της Ρωσίας ακόμη και στον Nabucco και εξετάζει το ενδεχόμενο κατασκευής νέου αγωγού πετρελαίου από τη Σαμψούντα στο Τζεϊχάν (ο οποίος, σημειωτέον, είναι ευθέως ανταγωνιστικός του Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη).
Πέραν της ενέργειας όμως, υπάρχουν και γεωπολιτικοί λόγοι που τροφοδοτούν μία υπόγεια καχυποψία. Το Κρεμλίνο θεωρεί ότι ο Καύκασος και η Κεντρική Ασία αποτελούν περιοχές που εντάσσονται στη μετασοβιετική σφαίρα επιρροής της. Επομένως παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή τη δραστηριοποίηση της Άγκυρας στην περιοχή, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η τελευταία αξιοποιεί τον «υβριδικό» της ρόλο (ως
ευρωπαϊκός αλλά και ευρασιατικός δρων) για να διευρύνει την επιρροή της.
Ο ιδιόμορφος προσανατολισμός της Άγκυρας δοκιμάστηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης του Αυγούστου 2008 με τον πόλεμο Ρωσίας - Γεωργίας για τη Νότια Οσετία. Η Τουρκία τήρησε χαμηλό προφίλ για να αποφύγει να πάρει θέση σε μία πιθανή αντιπαράθεση Ρωσίας - Δύσης. Έμεινε προσκολλημένη στο γράμμα της Σύμβασης του Μοντρέ, η οποία ρυθμίζει την πρόσβαση πολεμικών πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα. Παράλληλα κατέθεσε πρόταση για μία Πλατφόρμα Σταθερότητας για τον Καύκασο με τη συμμετοχή και των δύο κρατών.
Η πρωτοβουλία αυτή της Άγκυρας έγινε δεκτή με ικανοποίηση από τη Μόσχα και κατά κάποιον τρόπο διευκόλυνε και την προσέγγιση της Τουρκίας με την Αρμενία. Η Μόσχα, η οποία είναι ο στενότερος σύμμαχος του Ερεβάν, δεν αντιτάχθηκε στην προσέγγισή του με την Άγκυρα. Επιχείρησε μάλιστα να συνδράμει στην επίλυση του ζητήματος του Ναγκόρνο -Καραμπάχ που αποτελεί το αγκάθι στις σχέσεις Αρμενίας - Αζερμπαϊτζάν. Η στάση του Κρεμλίνου όμως είχε έναν παράλληλο στόχο που ίσως να μην έγινε αρχικά αντιληπτός από την Τουρκία. Η κίνηση των Τούρκων να πλησιάσουν τους Αρμενίους έστρεψε το Μπακού προς τη Μόσχα, χωρίς όμως την ίδια στιγμή να πλήξει τις ρωσοαρμενικές σχέσεις.
Οι ρωσοτουρκικές σχέσεις είναι πολυδιάστατες, αλλά δεν θα πάψουν να είναι ανταγωνιστικές. Άλλωστε, η στενή συνεργασία της Άγκυρας με την Ουάσινγκτον σε σειρά θεμάτων δεν περνά απαρατήρητη στο Κρεμλίνο. Κορυφαίοι αναλυτές αμερικανικών ινστιτούτων δεν διστάζουν μάλιστα να επισημάνουν ότι οι σχεδιαστές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής «καλοβλέπουν» την ανάδυση της Τουρκίας ως αντίβαρο στη ρωσική επιρροή στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία. Η Άγκυρα δεν πρόκειται φυσικά να αποδεχθεί δημοσίως τέτοιου είδους σχεδιασμούς, καθώς δεν επιθυμεί να θέσει εν κινδύνω τις οικονομικές και ενεργειακές της σχέσεις με τη Μόσχα. Τα προσεχή χρόνια όμως προμηνύονται πολύ ενδιαφέροντα στο τρίγωνο ΗΠΑ - Τουρκίας - Ρωσίας.
Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009
Ο αγωγός της... καχυποψίας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου