Η Μεσόγειος φλέγεται από την αντινομία της πιο μορφωμένης γενιάς στην πιο περιορισμένη αγορά εργασίας στην ιστορία της.
Δεν συμβαίνει λοιπόν μόνο στην Ελλάδα. Όμως τώρα το αντικρίζουμε κι εμείς έντρομοι λόγω της οικονομικής κρίσης
Όσο η ευρεία ελληνική οικογένεια και οικογενειακή επιχείρηση άντεχαν τους ψευτο-υποαπασχολούσαν.
Όσο το ευρύ δημόσιο μπορούσε, παρανόμως τους συμβασιο-εκμεταλλευόταν.
Είναι η γενιά των πρώην 700 Ευρώ.
Έκαναν ότι τους ζητήθηκε. Σπούδασαν, πέτυχαν, ειδικεύθηκαν. Γιατί, για ποιον; Τώρα και εκείνοι και όλοι οι υπόλοιποι συνειδητοποιούν πως αυτή η γενιά υφίσταται- περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη- το κόστος της μετάβασης. Από την εθνική αγορά στην παγκοσμιοποίηση.
Όταν ήταν έφηβοι και προγραμμάτιζαν τα βήματά τους, κανείς από όσους τους συμβούλευε δεν φανταζόταν τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στις εθνικές αγορές εργασίας.
Το διαβατήριο των σπουδών για εργασία και κοινωνική κινητικότητα αποδεικνύεται άκυρο παλιόχαρτο.
Ήταν σχεδιασμός του παρελθόντος για ζωή του μέλλοντος. Όμως στις στιγμές ασυνέχειας, στην καμπή της μετάβασης η συνταγή της γραμμικής εξέλιξης έχει μόνο θύματα.
Έτσι έγινε και με τη γενιά του 40 , του μεγάλου πολέμου. Όσο σκληρό κι αν είναι να το σκέφτεσαι, πάντως συμβαίνει. Υπάρχουν και άτυχες γενιές.
Η αγορά εργασίας είναι κλειστή, όχι…μόνο λόγω οικονομικής κρίσης αλλά κυρίως γιατί κυριαρχείται από κανόνες και δομές των μεταπολεμικών παιδιών, της μεγάλης, μαζικής γενιάς των baby boomers.
Κατά κάποιο τρόπο οι ίδιοι οι γονείς αποκλείουν τα παιδιά τους. Πολύ περισσότερο που οι συρρικνωμένες δαπάνες του κράτους για τις κοινωνικές παροχές στην ουσία διχάζονται ανταγωνιστικά ανάμεσα στην επιδότηση της νεανικής ανεργίας και στην περίθαλψη ή την σύνταξη του ηλικιωμένου γονιού.
Δεν είναι λοιπόν μόνο η πράγματι κάκιστη ποιότητα των ελληνικών πτυχίων, ο πληθωρισμός των πανεπιστημιακών αποφοίτων και τα υπόλοιπα.
Είναι δυστυχώς μια οργάνωση της κοινωνίας εντελώς ασύμβατη με την κοσμογονία της τεχνολογίας και των συνεπειών της στις επικοινωνίες και την οικονομία.
Το ιδιαίτερο ελληνικό γνώρισμα είναι ότι στην εικοσαετία που διανύσαμε από το 1989, δηλαδή στην εικοσαετία της μετάβασης, του πυρήνα των αλλαγών, χρησιμοποιήσαμε τους Κοινοτικούς πόρους για την ατομική κατανάλωση αλλά και την υπερπροστασία αυτών των ίδιων των παιδιών.
Τίποτε δεν επενδύσαμε για αλλαγή στους κλειστούς κανόνες των επαγγελμάτων, καμία προσαρμογή στην ταχύτητα και ευελιξία που απαιτούν το διαδίκτυο, η ψηφιακή ταχύτητα των συναλλαγών της οικονομίας.
Γεμίσαμε με πτυχία, masters και πίκρα.
Φυσικά και μεταναστεύουν όσοι από τους 30ρηδες μπορούν. Για Αμερική και Βόρεια Ευρώπη και Αυστραλία. Αλλά είναι οι δυνατοί όχι οι πένητες όπως παλιότερα. Είναι οι λίγοι όχι οι πολλοί.
Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Τα παραπάνω έχουν νόημα μόνο για να κατανοούν οι μεγαλύτεροι, που ακόμη σαν γενιά κυβερνούν, πως δεν τα φάγαμε μαζί, τους τα φάγαμε των νεώτερων (Σ.Π. όχι εμείς ,αυτοί που αφήσαμε να κάνουν “κουμάντο”) κι εκείνο που κατ’ ελάχιστο οφείλουμε πριν την αποχώρηση είναι να συμμαζέψουμε τον αμάζευτο.
Πως;
Αποχωρώντας εθελοντικά δηλαδή αποδεχόμενοι ουσιωδώς από το σπίτι μέχρι την επιχείρηση, την κυβέρνηση και την κάθε μορφής διακυβέρνηση πως η άποψη μας, η βαθειά μας συνήθεια, ακόμη κι η ριζωμένη αντίληψη φέρουν το βάρος του χρόνου και έχουν υποστεί τη φθορά της μετάβασης.
Δηλαδή να παραιτηθούμε από την αυθεντία και να ζήσουμε με τη διαφοροποίηση, δηλαδή να διαπραγματευθούμε τις γνώμες μας, να ξαναθυμηθούμε το δικαίωμα της απορίας. Ιδιωτικά και δημόσια.
Και επιτέλους τότε συγκεκριμένα να αλλάξουμε.
Προγραμματίζοντας ένα εκπαιδευτικό σύστημα ανοιχτό, χωρίς ιδεοληψίες, θέσφατα και εθνικές αγκυλώσεις, με έμφαση στις δεξιότητες της οργάνωσης και ταξινόμησης, δηλαδή στην παιδεία της κριτικής σκέψης, όπου δεν χωρούν βεβαιότητες και κλισέ αλλά προωθούνται το κουράγιο της ερώτησης, η εξερεύνηση του αγνώστου, καλλιεργείται η γοητεία του νέου.
Αναθεμελιώνοντας την ανύπαρκτη, με όρους εποχής, δικαιοσύνη που αργεί απελπιστικά και δουλεύει αναχρονιστικά, παράγοντας κοινωνική ανομία. Γιατί στερεί στον πραγματικό ή ιδεατό διάλογο με τη γενιά αυτή το τελευταίο επιχείρημα κοινωνικής συμμόρφωσης και αποδοχής, το περί δικαίου αίσθημα.
Επιβάλλοντας τη δημόσια σιωπή με τη δημόσια αδιαφορία ή και λοιδορία στους πολιτικούς, πολιτειακούς και πνευματικούς ταγούς που θυμοσοφούν άγονα και στα Μέσα που δημοκοπούν ακατάπαυστα. Ούτως ή άλλως εμείς τα διαβάζουμε, τους ακούμε, τα βλέπουμε. Οι νεώτεροι είναι αλλού.
Αποδεχόμενοι πως τα κεκτημένα, εργασιακά, κοινωνικά, νοητικά και νοηματικά έχουν όπως και κάθε τι ημερομηνία λήξης, άρα τίποτα δεν εξαιρείται της εξέλιξης. Η οποία με τίποτα δεν ορίζεται σαν ήττα παρά μόνο από τους ήδη ηττημένους , σάπιους, φοβισμένους και επίφοβους «γέροντες» των κάθε λογής αξιωμάτων.
Τελικά συναισθανόμενοι πως στη μεγάλη περιπέτεια της ζωής, τα τελευταία 60 – αδιατάρακτα ευτυχισμένα χρόνια – που λίγο πολύ μας μεγάλωσαν, έχουν δημιουργήσει για εμάς, όχι μόνο απαιτήσεις σύνταξης αλλά και ευθύνη παράδοσης στα παιδιά μας κάτι καλύτερου από τη συνολικά χρεοκοπημένη, κλεισμένη και ληγμένη σημερινή Ελλάδα.
Δεν συμβαίνει λοιπόν μόνο στην Ελλάδα. Όμως τώρα το αντικρίζουμε κι εμείς έντρομοι λόγω της οικονομικής κρίσης
Όσο η ευρεία ελληνική οικογένεια και οικογενειακή επιχείρηση άντεχαν τους ψευτο-υποαπασχολούσαν.
Όσο το ευρύ δημόσιο μπορούσε, παρανόμως τους συμβασιο-εκμεταλλευόταν.
Είναι η γενιά των πρώην 700 Ευρώ.
Έκαναν ότι τους ζητήθηκε. Σπούδασαν, πέτυχαν, ειδικεύθηκαν. Γιατί, για ποιον; Τώρα και εκείνοι και όλοι οι υπόλοιποι συνειδητοποιούν πως αυτή η γενιά υφίσταται- περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη- το κόστος της μετάβασης. Από την εθνική αγορά στην παγκοσμιοποίηση.
Όταν ήταν έφηβοι και προγραμμάτιζαν τα βήματά τους, κανείς από όσους τους συμβούλευε δεν φανταζόταν τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στις εθνικές αγορές εργασίας.
Το διαβατήριο των σπουδών για εργασία και κοινωνική κινητικότητα αποδεικνύεται άκυρο παλιόχαρτο.
Ήταν σχεδιασμός του παρελθόντος για ζωή του μέλλοντος. Όμως στις στιγμές ασυνέχειας, στην καμπή της μετάβασης η συνταγή της γραμμικής εξέλιξης έχει μόνο θύματα.
Έτσι έγινε και με τη γενιά του 40 , του μεγάλου πολέμου. Όσο σκληρό κι αν είναι να το σκέφτεσαι, πάντως συμβαίνει. Υπάρχουν και άτυχες γενιές.
Η αγορά εργασίας είναι κλειστή, όχι…μόνο λόγω οικονομικής κρίσης αλλά κυρίως γιατί κυριαρχείται από κανόνες και δομές των μεταπολεμικών παιδιών, της μεγάλης, μαζικής γενιάς των baby boomers.
Κατά κάποιο τρόπο οι ίδιοι οι γονείς αποκλείουν τα παιδιά τους. Πολύ περισσότερο που οι συρρικνωμένες δαπάνες του κράτους για τις κοινωνικές παροχές στην ουσία διχάζονται ανταγωνιστικά ανάμεσα στην επιδότηση της νεανικής ανεργίας και στην περίθαλψη ή την σύνταξη του ηλικιωμένου γονιού.
Δεν είναι λοιπόν μόνο η πράγματι κάκιστη ποιότητα των ελληνικών πτυχίων, ο πληθωρισμός των πανεπιστημιακών αποφοίτων και τα υπόλοιπα.
Είναι δυστυχώς μια οργάνωση της κοινωνίας εντελώς ασύμβατη με την κοσμογονία της τεχνολογίας και των συνεπειών της στις επικοινωνίες και την οικονομία.
Το ιδιαίτερο ελληνικό γνώρισμα είναι ότι στην εικοσαετία που διανύσαμε από το 1989, δηλαδή στην εικοσαετία της μετάβασης, του πυρήνα των αλλαγών, χρησιμοποιήσαμε τους Κοινοτικούς πόρους για την ατομική κατανάλωση αλλά και την υπερπροστασία αυτών των ίδιων των παιδιών.
Τίποτε δεν επενδύσαμε για αλλαγή στους κλειστούς κανόνες των επαγγελμάτων, καμία προσαρμογή στην ταχύτητα και ευελιξία που απαιτούν το διαδίκτυο, η ψηφιακή ταχύτητα των συναλλαγών της οικονομίας.
Γεμίσαμε με πτυχία, masters και πίκρα.
Φυσικά και μεταναστεύουν όσοι από τους 30ρηδες μπορούν. Για Αμερική και Βόρεια Ευρώπη και Αυστραλία. Αλλά είναι οι δυνατοί όχι οι πένητες όπως παλιότερα. Είναι οι λίγοι όχι οι πολλοί.
Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Τα παραπάνω έχουν νόημα μόνο για να κατανοούν οι μεγαλύτεροι, που ακόμη σαν γενιά κυβερνούν, πως δεν τα φάγαμε μαζί, τους τα φάγαμε των νεώτερων (Σ.Π. όχι εμείς ,αυτοί που αφήσαμε να κάνουν “κουμάντο”) κι εκείνο που κατ’ ελάχιστο οφείλουμε πριν την αποχώρηση είναι να συμμαζέψουμε τον αμάζευτο.
Πως;
Αποχωρώντας εθελοντικά δηλαδή αποδεχόμενοι ουσιωδώς από το σπίτι μέχρι την επιχείρηση, την κυβέρνηση και την κάθε μορφής διακυβέρνηση πως η άποψη μας, η βαθειά μας συνήθεια, ακόμη κι η ριζωμένη αντίληψη φέρουν το βάρος του χρόνου και έχουν υποστεί τη φθορά της μετάβασης.
Δηλαδή να παραιτηθούμε από την αυθεντία και να ζήσουμε με τη διαφοροποίηση, δηλαδή να διαπραγματευθούμε τις γνώμες μας, να ξαναθυμηθούμε το δικαίωμα της απορίας. Ιδιωτικά και δημόσια.
Και επιτέλους τότε συγκεκριμένα να αλλάξουμε.
Προγραμματίζοντας ένα εκπαιδευτικό σύστημα ανοιχτό, χωρίς ιδεοληψίες, θέσφατα και εθνικές αγκυλώσεις, με έμφαση στις δεξιότητες της οργάνωσης και ταξινόμησης, δηλαδή στην παιδεία της κριτικής σκέψης, όπου δεν χωρούν βεβαιότητες και κλισέ αλλά προωθούνται το κουράγιο της ερώτησης, η εξερεύνηση του αγνώστου, καλλιεργείται η γοητεία του νέου.
Αναθεμελιώνοντας την ανύπαρκτη, με όρους εποχής, δικαιοσύνη που αργεί απελπιστικά και δουλεύει αναχρονιστικά, παράγοντας κοινωνική ανομία. Γιατί στερεί στον πραγματικό ή ιδεατό διάλογο με τη γενιά αυτή το τελευταίο επιχείρημα κοινωνικής συμμόρφωσης και αποδοχής, το περί δικαίου αίσθημα.
Επιβάλλοντας τη δημόσια σιωπή με τη δημόσια αδιαφορία ή και λοιδορία στους πολιτικούς, πολιτειακούς και πνευματικούς ταγούς που θυμοσοφούν άγονα και στα Μέσα που δημοκοπούν ακατάπαυστα. Ούτως ή άλλως εμείς τα διαβάζουμε, τους ακούμε, τα βλέπουμε. Οι νεώτεροι είναι αλλού.
Αποδεχόμενοι πως τα κεκτημένα, εργασιακά, κοινωνικά, νοητικά και νοηματικά έχουν όπως και κάθε τι ημερομηνία λήξης, άρα τίποτα δεν εξαιρείται της εξέλιξης. Η οποία με τίποτα δεν ορίζεται σαν ήττα παρά μόνο από τους ήδη ηττημένους , σάπιους, φοβισμένους και επίφοβους «γέροντες» των κάθε λογής αξιωμάτων.
Τελικά συναισθανόμενοι πως στη μεγάλη περιπέτεια της ζωής, τα τελευταία 60 – αδιατάρακτα ευτυχισμένα χρόνια – που λίγο πολύ μας μεγάλωσαν, έχουν δημιουργήσει για εμάς, όχι μόνο απαιτήσεις σύνταξης αλλά και ευθύνη παράδοσης στα παιδιά μας κάτι καλύτερου από τη συνολικά χρεοκοπημένη, κλεισμένη και ληγμένη σημερινή Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου