Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Η επανάσταση της Τυνησίας και η CIA


Η Ουάσινγκτον αντιμέτωπη με την οργή του λαού της Τυνησίας
Ενώ τα δυτικά ΜΜΕ θριαμβολογούν για την “επανάσταση των γιασεμιών”, ο Τ.Μ. ξεγυμνώνει το αμερικανικό σχέδιο να αποδυναμώσει την οργή του Τυνησιακού λαού και να σώσει την αφανή, ήρεμη βάση της ΣΙΑ και του ΝΑΤΟ.
Σύμφωνα με αυτόν, η διαδικασία της εξέγερσης προχωρεί ακόμα και θα μπορούσε γρήγορα να μετατραπεί σε αληθινή επανάσταση, προς μεγάλη απόγνωση των δυτικών μητροπόλεων.
Οι μεγάλες δυνάμεις σιχαίνονται τις πολιτικές αναταράξεις που ξεφεύγουν από τον έλεγχό τους και εμποδίζουν τα σχέδιά τους και τα γεγονότα τα οποία ηλεκτρίζουν την Τυνησία από τον προηγούμενο μήνα δεν αποτελούν εξαίρεση, αλλά τελείως το αντίθετο.
Είναι, εξαιτίας αυτού, μάλλον περίεργο το ότι τα διεθνή ΜΜΕ, ισχυροί υποστηρικτές του παγκόσμιου συστήματος κυριαρχίας, άρχισαν ξαφνικά να εκθειάζουν την “επανάσταση των γιασεμιών”, ανακοινώνοντας ανταποκρίσεις για την περιούσια της οικογένειας του Μπεν Άλη, για τον οποίο μέχρι τώρα παρίσταναν τους τυφλούς παρ’ όλη την προκλητική του πολυτέλεια.
Οι δυτικές χώρες κυνηγούν μια κατάσταση η οποία ξέφυγε από τα χέρια τους και στην οποία προσπαθούν να επιβληθούν, χρωματίζοντάς την όπως τους βολεύει καλύτερα.
Πριν απ’ όλα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι το καθεστώς του Μπεν Άλη υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, τη Γαλλία και την Ιταλία.
Θεωρούμενη από την Ουάσινγκτον σαν χώρα μικρής σημασίας η Τυνησία εκπλήρωνε περισσότερο κάποιον ρόλο ασφάλειας παρά οικονομικό.
Το 1987, ένα μαλακό πραξικόπημα καθαίρεσε τον πρόεδρο Χαμπάμπ Μπουργίμπα για χάρη του υπουργού του εσωτερικών Μπεν Άλη, έναν πράκτορα της ΣΙΑ εκπαιδευμένο στην σχολή της μυστικής υπηρεσίας του αμερικανικού Στράτου, στο Φορτ Χόλαμπιρντ, στο Μέριλαντ.
Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις που ήρθαν πρόσφατα στο φως, φαίνεται ότι τόσο η Ιταλία όσο και η Αλγερία είχαν συμμετοχή σ’ αυτή την αλλαγή καθεστώτος.
Από την αρχή της εγκατάστασης του στο προεδρικό παλάτι ο Μπεν Άλη δημιούργησε μια στρατιωτική επιτροπή σε συνεργασία με το πεντάγωνο, την οποία συναντούσε κάθε χρόνο τον Μάη.
Φοβούμενος τον Στρατό, τον υποβίβασε σε έναν περιθωριακό ρόλο, με ανεπαρκή εφοδιασμό, με εξαίρεση τις ειδικές δυνάμεις, οι οποίες εκπαιδεύονταν με αμερικανούς στρατιωτικούς και έπαιρναν μέρος στον περιφερειακό “αντιτρομοκρατικό” μηχανισμό.
Τα λιμάνια της Μπιζέρτας, του Σφαξ, του Σούσσε και της Τύνιδας φιλοξενούσαν πλοία του ΝΑΤΟ και το 2004 η Τυνησία μπήκε στην ελεγχόμενη από το ΝΑΤΟ «Μεσογειακή Συμμαχία».
Μη αναμένοντας οικονομικά οφέλη η Ουάσινγκτον επέτρεψε στον Μπεν Άλη να λεηλατήσει συστηματικά τη χώρα του.
Σε κάθε επεκτεινόμενη επιχείρηση απαιτούνταν η παραχώρηση του 50% του κεφαλαίου της συν τις συνοδεύουσες μετοχές.
Πάντως τα πράγματα ξινίσανε το 2009 όταν η κυβερνούσα οικογένεια -η οποία πέρασε από την λαχταρά πλουτισμού στην απληστία- προσπάθησε να επιβάλει εκβιασμούς σε αμερικανικές επιχειρήσεις όποτε από τη μεριά του το αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών άρχισε να προετοιμάζει την αναπόφευκτη πτώση του προέδρου.
Επειδή ο δικτάτορας μεθοδικά είχε εξαφανίσει τους αντίπαλους του και δεν είχε κληρονόμο, έπρεπε να βρεθεί μια λύση κι έτσι περίπου 60 πρόσωπα, ικανά να παίξουν έναν πολιτικό ρόλο στο μέλλον, μπήκανε στον κατάλογο. Και κάθε ένας τους ακολούθησε μια τρίμηνη εκπαίδευση στο Φορτ Μπραγκ και έπαιρνε μηνιαίο μισθό...
Αν και ο Μπεν Άλη παπαγάλιζε την αντισιωνιστική ρητορική που επικρατεί στον μουσουλμανικό κόσμο η Τυνησία παραχωρούσε διάφορες διευκολύνσεις στην εβραϊκή αποικία της Παλαιστίνης.
Ισραηλινοί πολίτες Τυνησιακής καταγωγής έπαιρναν άδεια να ταξιδεύουν και να εμπορεύονται στη χώρα, ενώ ακόμα και ο Αριέλ Σαρόν είχε προσκληθεί στην Τύνιδα.

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ
Η απελπισμένη πράξη, στις 17 Δεκέμβρη 2010, του Μοχάμετ Μπουζάζι, ενός πλανόδιου πωλητή, που αυτοπυρπολήθηκε όταν η αστυνομία κατάσχεσε την πραμάτεια του, ξεκίνησε τις πρώτες διαμαρτυρίες.
Αυτό το προσωπικό δράμα που βρήκε απήχηση μεταξύ των κατοίκων του Σίντι Μπουζίντ, πυροδότησε ένα γενικό ξεσηκωμό.
Οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν σε διάφορες περιοχές πριν να αγκαλιάσουν την πρωτεύουσα, ενώ η γενική συνομοσπονδία εργατών Τυνησίας (UGTT) καθώς και οργανώσεις δικηγορών συμμετείχαν στις διαδηλώσεις, σφραγίζοντας έτσι αυθόρμητα μια συμμαχία λαϊκών και μεσαίων τάξεων γύρω από μια διαμορφωμένη οργάνωση.
Στις 28 του Δεκέμβρη ο πρόεδρος Μπεν Άλη προσπάθησε να ελέγξει την κατάσταση μέσω του νεαρού Μοχάμετ Μπουαζίζι και απευθύνθηκε στον λαό το ίδιο απόγευμα. Αλλά ο τηλεοπτικός του λόγος εξέθεσε την άγνοιά του, αφού φέρθηκε στους διαδηλωτές σαν εξτρεμιστές και πληρωμένα όργανα αναταραχής, απειλώντας τους με αγρία καταστολή, με αποτέλεσμα, αντί να ησυχάσει τον κόσμο η επέμβασή του κατάφερε να μετατρέψει το λαϊκό ξεσήκωμα σε εξέγερση.
Ο Τυνησιακός λαός δεν κινητοποιήθηκε μόνο ενάντια στην κοινωνική αδικία, αλλά άρχισε να αμφισβητεί και το πολιτικό σύστημα.
Έγινε πλέον καθαρό στην Ουάσινγκτον ότι ο “πράκτοράς μας Μπεν Άλη” έχει χάσει τα χαλινάρια και οι σύμβουλοι εθνικής ασφάλειας Τζέφρυ Φέλντμαν και Κόλιν Καχλ συμφώνησαν ότι ήρθε η ώρα να ρίξουν τον φθαρμένο δικτάτορα και να οργανώσουν την διάδοχη του πριν η εξέγερση πάρει μορφή γνήσιας επανάστασης, δηλαδή πρόκλησης προς το σύστημα.
Τα ΜΜΕ στην Τυνησία και στον υπόλοιπο κόσμο πήραν την εντολή να υποστηρίξουν την εξέγερση, αλλά να στρέψουν την προσοχή του Τυνησιακού λαού σε κοινωνικές επισημάνσεις, τη διαφθορά της οικογένειας Μπεν Άλη και τη λογοκρισία του τύπου, οτιδήποτε που να τραβήξει την προσοχή γύρω από τους λόγους που, 23 χρόνια νωρίτερα, είχαν κάνει την Ουάσινγκτον να επένδυση στο δικτάτορα και να τον προστατεύει ενώ λεηλατούσε την οικονομία της χώρας.
Την 30η Δεκέμβρη το ιδιωτικό κανάλι «Νέσσμα» προκάλεσε το καθεστώς μεταδίδοντας δελτία διαδηλώσεων και οργανώνοντας μια συζήτηση για την ανάγκη δημοκρατικής αλλαγής.
Το «Νέσσμα TV» είναι ιδιοκτησία του ιταλο-τυνησιακού γκρουπ των Ταράκ Μπεν Αμμάρ και Σίλβιο Μπερλουσκονι.
Το μήνυμα ακούστηκε δυνατά και καθαρά για εκείνους που ακόμα στέκονταν στον φράκτη: το καθεστώς είχε διαρραγεί.
Ταυτόχρονα, ειδικοί από την Αμερική (καθώς επίσης Σέρβοι και Γερμανοί) στάλθηκαν στην Τυνησία για να καθοδηγήσουν την εξέγερση.
Εκμεταλλευόμενοι το συγκινησιακά φορτισμένο συλλογικό αίσθημα, προσπάθησαν να φυτέψουν τα συνθήματά τους κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων.
Συντονισμένοι στις τεχνικές των αποκαλούμενων «έγχρωμων επαναστάσεων» από το ίδρυμα “’Αλμπερτ Αϊνστάιν” του Τζιν Σαρπ, επικέντρωσαν την προσοχή στον δικτάτορα για να προλάβουν και εμποδίσουν κάθε συζήτηση για το πολιτικό μέλλον της χώρας: «Μπεν Άλη, έξω».
Κρυμμένο πίσω από το ψευδώνυμο “ανώνυμος” το cyber-command της CIA, ήδη σε δράση κατά της Ζιμπάμπουε και του Ιράν, χάκαρε τις επίσημες Τυνησιακές ιστοσελίδες βάζοντας ένα απειλητικό μήνυμα στα Αγγλικά.
Οι Τυνήσιοι συνέχισαν να αντιμετωπίζουν αυθόρμητα το καθεστώς με μαζικές διαδηλώσεις, πυρπολήσεις αστυνομικών σταθμών και καταστημάτων ιδιοκτησίας του Μπεν Άλη, ενώ θαρραλέα μερικοί έδωσαν και το ίδιο τους το αίμα.
Παθητικά και ξεπερασμένος από τα γεγονότα ο δικτάτορας σκλήραινε χωρίς να καταλαβαίνει. Στις 13 Γενάρη διέταξε τον Στράτο να άνοιξη πυρ στο πλήθος, αλλά ο ο επικεφαλής του επιτελείου αρνήθηκε. Έχοντας επαφή με το διοικητή του Άφρικορν, στρατηγό Γουίλιαμ Γουόρντ, ο στρατηγός Ρασίντ Αμμάρ πληροφόρησε τον πρόεδρο ότι η φυγή του θα ευχαριστούσε την Ουάσινγκτον.
Στη Γαλλία, που βρίσκονταν στο σκοτάδι σχετικά με την απόφαση της Ουάσινγκτον, η κυβέρνηση Σαρκοζί απέτυχε να ανάλυση τις διάφορες εναλλαγές. Το υπουργείο εξωτερικών κανόνισε να σώσει το δικτάτορα στέλνοντας ειδικούς αστυνομικούς και εξοπλισμό, βοηθώντας τον να κρατηθεί στην εξουσία χρησιμοποιώντας περισσότερο ορθόδοξα μέσα.
Ένα φορτηγό αεροπλάνο είχε ετοιμαστεί την Παρασκευή 14, αλλά την ώρα που οι τελωνειακές προετοιμασίες είχαν τελειώσει στο Παρίσι ήταν πολύ αργά. Ο Μπεν Άλη δεν χρειάζονταν άλλη βοήθεια, επειδή είχε ήδη πάρει την πτήση του.
Οι πρώην φίλοι του στην Ουάσινγκτον, Τελ-Αβίβ, Παρίσι και ρώμη του αρνήθηκαν άσυλο και κατέληξε στο Ριάντ, όπου λέγεται ότι πήρε μαζί του 1,5 τόνο χρυσό κλεμμένο από το δημόσιο θησαυροφυλάκιο, κάτι το οποίο οι αρχές αρνούνται.

ΕΝΑ ΓΙΑΣΕΜΙ ΓΙΑ ΝΑ ΗΣΥΧΑΣΕΙ ΤΟΥΣ ΤΥΝΗΣΙΟΥΣ
Οι αμερικανική επικοινωνιακή στρατηγική δοκίμασε μετά να σημάνει το τέλος του παιχνιδιού όταν ο παραιτηθείς πρωθυπουργός συμπλήρωνε μια προσωρινή κυβέρνηση.
Σε αυτό το σημείο τα πρακτορεία ειδήσεων εξαπέλυσαν το σλόγκαν της “επανάστασης του γιασεμιού” (στα αγγλικά παρακαλώ!) διαβεβαιώνοντας ότι ο Τυνησιακός λαός είχε ζήσει την δική του “έγχρωμη επανάσταση”, μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας βρίσκονταν στις γραμμές… και όλα είναι καλά όταν τελειώνουν καλά.
Το επίθετο “επανάσταση του γιασεμιού” φέρνει στη μνήμη πικρές αναμνήσεις στους Τυνήσιους των παλαιοτέρων γενεών: είναι το ίδιο που χρησιμοποίησε η ΣΙΑ στις επικοινωνίες της την εποχή του πραξικοπήματος το 1987 το οποίο έφερε τον Μπεν Άλη στην εξουσία...
Ο δυτικός τύπος, καλύτερα ελεγχόμενος από την αυτοκρατορία από τον αντίστοιχό του Τυνησιακό, έστρεψε τα Φώτα του στην αμφισβητούμενη περιούσια του Μπεν Άλη χωρίς να κάνει αναφορά στην έκθεση του διευθυντή του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος Καν που σχολίαζε με λαμπρούς χαρακτηρισμούς τα ισχυρά πρόσωπα που βρίσκονται πίσω από τις λήψεις των αποφάσεων στην Τυνησία ακριβώς λίγους μήνες μετά τις ταραχές της πεινάς το 2008. Αλλά ούτε και καμία αναφορά έγινε για την τελευταία αναφορά διεθνούς διαφάνειας η οποία επεσήμανε ότι η Τυνησία ήταν λιγότερο διεφθαρμένη από μερικά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως, Ιταλία, Ρουμανία και Ελλάδα.
Η πολιτοφυλακή του καθεστώτος, η οποία είχε τρομοκρατήσει τον πληθυσμό κατά την διάρκεια των ταραχών, αναγκάζοντάς τον να δημιουργήσει επιτροπές αυτοάμυνας, εξαφανίστηκε από τη σκηνή σε μια νύχτα.
Οι Τυνήσιοι, θεωρούμενοι απολιτικοί και εύπλαστοι, απέδειξαν ότι είναι εξαιρετικά ώριμοι.
Αντιλήφθηκαν ότι η κυβέρνηση του Μοχάμεντ Γκανούτσι είναι όμοια με την προηγούμενη χωρίς τον Μπεν Άλη και παρ’ όλες τις εμφανισιακές αλλαγές οι επικεφαλείς του μοναδικού κυβερνητικού κόμματος (RCD) κρατάνε τα υπουργεία κλειδιά.
Οι συνδικαλιστές της (UGTT) αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τις αμερικανικές δολοπλοκίες και αποχώρησαν από τον κυβερνητικό συνασπισμό.
Με μια μικρή βοήθεια από τον μεγιστάνα της Νεσσμα TV, Τάρακ Μπεν Αμμάρ, ο σκηνοθέτης Μουφιδά Τλατί ονομάσθηκε υπουργός πολιτισμού, ενώ διακριτικότερα αλλά πολύ περισσότερο σημαντικό, ο Αχμέτ Τσεμπί, ένα πιόνι της National Endowment for Democracy, πήρε το υπουργείο περιφερειακής ανάπτυξης.
Ο σκοτεινός Σλιμ Αμανού, ένας μπλογκερ συνηθισμένος στις μεθόδους του ιδρύματος «Άλμπερτ Αϊνστάιν», συμπλήρωσε τον κερματοδέκτη της γραμματείας νεότητας και αθλητισμού με την ετικέτα του σκιώδους pirate party προσκολλημένου στην αυτοκαλούμενη ομάδα χάκερ «ανώνυμος».
Δεν χρειάζεται βέβαια να λεχθεί ότι η αμερικανική πρεσβεία δεν κάλεσε το κομμουνιστικό κόμμα να γίνει μέρος της αποκαλούμενης κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Από την άλλη γίνονται προετοιμασίες για την επιστροφή του Ρασίντ Γκανούτσι (άσχετος με τον πρωθυπουργό), μια θρυλική προσωπικότητα του κόμματος της αναγέννησης που είχε εξόριστη στο Λονδίνο.
Μουσουλμάνος (της σαλαφιστικής τάσης), είναι υπέρμαχος της συμβίωσης μεταξύ Ισλάμ και δημοκρατίας και προετοιμάζει τη συμφιλίωση με το δημοκρατικό προοδευτικό κόμμα με επικεφαλής το φίλο του Αχμέντ Νετζίμπ Τσεβί.
Στην περίπτωση κατάρρευσης της κυβέρνησης συνασπισμού αυτό το φιλο-αμερικανικό δίδυμο θα μπορούσε να προσφέρει μια ψευδαίσθηση αλλαγής.
Η δύναμη του δρόμου στην Τυνησία είναι ακόμη ζωντανή με το λαό να επεκτείνει το σλόγκαν που του προσφέρθηκε: “RCD, out”.
Στα χωριά και στους τόπους δουλείας καταδιώκουν τους συνεργάτες του παλιού καθεστώτος.

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ;
Αντίθετα με ότι έχει μεταδοθεί από τα δυτικά ΜΜΕ, η εξέγερση δεν έχει τελειώσει ακόμα και η επανάσταση δεν έχει αρχίσει.
Είναι φανερό ότι η Ουάσινγκτον δεν έχει καναλιζάρει τίποτα, εκτός από τους δυτικούς δημοσιογράφους.
Σήμερα, ακόμα περισσότερο από τον περασμένο Δεκέμβρη, η κατάσταση είναι εκτός έλεγχου.


http://kostasxan.blogspot.com/2011/01/blog-post_3718.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου