Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Χαλεποί οι καιροί για τους Ιρλανδούς

Καταλαβαίνεις ότι οι καιροί είναι δύσκολοι, όταν ακούς στο δρόμο ή στο λεωφορείο, ηλικιωμένες γυναίκες να μιλάνε για το «έλλειμμα του προϋπολογισμού». Αυτό συνάντησα πρόσφατα στο Δουβλίνο.
Καταλαβαίνεις ότι οι καιροί είναι πραγματικά δύσκολοι, όταν τις ακούς να γνωρίζουν ακόμη και τα ακριβή οικονομικά στοιχεία, «Θεέ μου,  έπιασε το 30% του…πως το λένε».
Στη πραγματικότητα, το έλλειμμα της Ιρλανδίας για το 2010, έπιασε το 32% του ΑΕΠ, μεγαλύτερο κατά δέκα φορές από αυτό που επιτρέπει η ευρωζώνη. Δύσκολα να βρει κανείς κάτι ανάλογο σε επίπεδο σπατάλης, σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο.
Τα αποτελέσματα της κρίσης τα βλέπει κανείς παντού. Το λεωφορείο είναι σχεδόν άδειο. Πριν από μόλις δυο χρόνια, τέτοια ώρα θα ήταν γεμάτο από Πολωνούς και Λιθουανούς εργάτες που θα κατευθύνονταν στις οικοδομές και στα γιαπιά. Σήμερα όμως, οι περισσότεροι έχουν επιστρέψει στις πατρίδες τους. Οι κατασκευές σταμάτησαν, όπως και οι περισσότερες δουλειές εξάλλου. Τα καλά εστιατόρια έχουν προχωρήσει σε προσφορές, όπως γεύματα τριών πιάτων για μόλις 15 ευρώ. Τα περιοδικά του lifestyle είναι πια γεμάτα από συμβουλές του τύπου «πώς να δείχνετε ωραίοι με λιγότερα», ή πώς να μαγειρεύονται τα φτηνά κομμάτια του κρέατος. Η νέα μόδα λέγεται recession chic, η μόδα της ύφεσης!
Ακόμη και το τοπίο απεικονίζει την οικονομική κατάπτωση. Εκτός του ότι οι Ιρλανδοί χρησιμοποιούν πλέον καθημερινά εξειδικευμένους οικονομικούς όρους, έχουν προσθέσει και έναν νέο όρο στο λεξιλόγιο τους: «ιδιοκτησίες φαντάσματα». Πρόκειται για πανάκριβα οικοδομικά έργα που ξεκίνησαν να χτίζονται όταν πρωτοχτύπησε η κρίση το 2008, και που παραμένουν ατελή, άδεια, χορταριασμένα, γεμάτα από υγρασία και μούχλα. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, υπάρχουν περίπου 2.800 τέτοιες περιπτώσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Παράλληλα, υπάρχουν 120.000 άδειες κατοικίες, ικανές να συγκροτήσουν μια ολόκληρη πόλη.
Οι άνθρωποι είναι «απένταροι». ΟΙ Ιρλανδοί, παραδοσιακά, αντιμετώπιζαν τις δυσκολίες με κινητικότητα. Δεν επαναστατούν, αλλά μεταναστεύουν. Πηγαίνουν στην Αμερική, στο Καναδά, στην Αυστραλία, ή στην Αγγλία. Σήμερα όμως που να πάνε; Παντού στο δυτικό κόσμο, η κατάσταση είναι εξίσου δύσκολη.
Οι Ιρλανδοί αισθάνονται παγιδευμένοι. Στη διάρκεια της πληθωριστικής φούσκας, πολλοί απλοί εργαζόμενοι δανείστηκαν έως και 400.000 ευρώ για να αγοράσουν ένα σπίτι, που σήμερα δεν αξίζει ούτε τα μισά. Περίπου 250.000 ιδιοκτησίες κοστίζουν σήμερα τα μισά από το δάνειο που δόθηκε για να αγοραστούν. Οι ιδιοκτήτες τους δεν έχουν τρόπο να μαζέψουν χρήματα, ώστε να τα ξεπληρώσουν, ή να κάνουν μια νέα αρχή.
Η κατάσταση για τους νέους είναι ακόμη χειρότερη. Οι μεσήλικες μπορούν να βρουν μια παρηγοριά ενθυμούμενοι τις παλιότερες δύσκολες εποχές, που χαρακτήριζαν ανέκαθεν την Ιρλανδία. Ακόμη και αυτοί που αγκάλιασαν με ενθουσιασμό την οικονομική άνθηση, έχουν ξεπεράσει το αρχικό σοκ, ισχυριζόμενοι πως γνώριζαν από την αρχή πως όλα αυτά ήταν μια ψευδαίσθηση. Οι νέοι όμως υποφέρουν, διότι το μόνο που γνώρισαν είναι η ευμάρεια. Δεν έχουν μνήμες προς τις οποίες  να στραφούν  για παρηγοριά, και αισθάνονται αποπροσανατολισμένοι και αποξενωμένοι.
Πάρα πολλοί στο εξωτερικό εκπλήσσονται από την αντίδραση των Ιρλανδών, που τη χαρακτηρίζουν ως μυστήριο. Η παντελής απουσία οργανωμένων διαμαρτυριών εναντίον των περικοπών μισθών και παροχών, και της  μείωσης των δημοσίων δαπανών, τους προκαλεί έκπληξη. Από τη πλευρά της, η κυβέρνηση βασίζεται σε αυτή τη παθητικότητα εκ μέρους του λαού, ώστε να συνεχίσει την αυστηρή λιτότητα για τα επόμενα τέσσερα τουλάχιστον χρόνια.
Παρά όμως τη παθητική τους στάση, οι Ιρλανδοί είναι θυμωμένοι. Μόλις τους αναφέρεις το έλλειμμα ή το ΑΕΠ, ή κάτι παρόμοιο, αρχίζουν να χρησιμοποιούν «γαλλικά». Ο κόσμος κατηγορεί τους τραπεζίτες, ειδικά την επιχείρηση «καζίνο» της Anglo Irish Bank, που μέχρι σήμερα έχει κοστίσει €23 δισ. στους φορολογούμενους, όπως κατηγορούν τους εργολάβους και τη κυβέρνηση που επέτρεψε όλη αυτή τη σπατάλη, εν ονόματι της ελεύθερης αγορά και της απορύθμισης.
Ο θυμός όμως συνοδεύεται και από φόβο. Υπάρχει άγχος σε όλα τα επίπεδα. «Θα μπορέσω να αντεπεξέλθω στα στεγαστικά μου δάνεια; Θα συνεχίσει το κράτος να έχει πρόσβαση στις διεθνείς αγορές ομολόγων; Θα δεχτεί η επόμενη γενιά να πληρώνει τα λάθη και τις σαχλαμάρες της σημερινής;».
Στο νεκροκρέβατό του, ο μεγάλος (και καταχρεωμένος) Ιρλανδός Oscar Wilde, ζήτησε σαμπάνια λέγοντας: «Θα πεθάνω όπως έζησα, πέρα από τις οικονομικές μου δυνατότητες..». Κάτι παρόμοιο φαίνεται να λέει σήμερα κι η Ιρλανδία. Η κυβέρνηση αρέσκεται στο να δείχνει πως ελέγχει τη κατάσταση, επιμένοντας ότι το δημόσιο αλλά και το ιδιωτικό χρέος είναι ακόμη διαχειρίσιμα, ενώ συνεχίζει να δίνει χρήματα για να σωθούν οι τράπεζες. Όταν όμως ακούς τις γριούλες στα λεωφορεία να αναφέρονται στα οικονομικά δεδομένα, είναι πολύ δύσκολο να συνεχίζεις να το παίζεις Oscar Wilde.
S.A.-Newsweek

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου