Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΔΥΣΗ ΣΤΟ ΝΕΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Η πτώση της σοβιετικής αυτοκρατορίας και η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης είχαν ως αναπόφευκτο επακόλουθο την αναζήτηση νέων ισορροπιών μεταξύ Μόσχας και Δυτικού Κόσμου – με τη σχετική διαδικασία να αποδεικνύεται εργώδης, μακρόσυρτη και αβέβαιης ακόμη απόληξης. [i]

Σε μια πρώτη φάση, επί προεδρίας Γέλτσιν, δυτικοί κύκλοι επιχείρησαν να επωφεληθούν της σαθρότητας της αναδυθείσης από τα συντρίμμια της ΕΣΣΔ Ρωσικής Ομοσπονδίας για να τη θέσουν τρόπον τινά υπό οικονομική και πολιτική κηδεμονία.[ii] Εν συνεχεία, επί πρώτης προεδρικής θητείας Πούτιν, διαφάνηκε προς στιγμήν η δυνατότητα μιας στενής, οργανικής συνεργασίας της νέας Ρωσίας με την Ατλαντική Συμμαχία και τις ΗΠΑ ειδικότερα. Πλην όμως, η διάψευση των συναφών εκατέρωθεν προσδοκιών, σε συνδυασμό με τη μερική έστω, αλλά ουσιαστική και σε κάποιο βαθμό θεαματική, ανασυγκρότηση του ρωσικού κράτους κα οικονομίας και με τη συνακόλουθα αυξημένη αυτοπεποίθηση του Κρεμλίνου, οδήγησε σε μια ελεγχόμενη αντιπαράθεση Ρωσίας-Δύσης, που ορισμένοι έσπευσαν να εκλάβουν ως απαρχή ενός «νέου Ψυχρού Πολέμου».[iii] Ανακριβώς, βέβαια, καθώς οι σημερινοί παγκόσμιοι συσχετισμοί ισχύος αποκλείουν την επιστροφή στο διπολικό γεωπολιτικό σχήμα του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.

Η Σοβιετική Ένωση και οι δορυφόροι της, παρά την καίρια οικονομική τους υστέρηση έναντι της Δύσης – βασική αιτία, άλλωστε, και της κατάρρευσής τους – συνιστούσαν πολιτικοστρατιωτική δύναμη συγκρίσιμη με τη δυτική και άρα σε ικανό βαθμό γεωπολιτικά ισότιμο αντίπαλο πόλο. Η σημερινή Ρωσία, αντιθέτως, όχι πλέον μόνο οικονομικώς, αλλά και υπό το συγκεκριμένο πολιτικοστρατιωτικό πρίσμα, υπολείπεται καθοριστικά, των Ηνωμένων Πολιτειών – ήτοι της σπονδυλικής στήλης της δυτικής ισχύος. Ειδικότερα:

Ο ρωσικός πληθυσμός μόλις υπερβαίνει τα 140 εκατομμύρια και, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Υπηρεσίας Πληθυσμού των Ηνωμένων Εθνών, το μεν 2005 θα κυμανθεί μεταξύ 136 και 121 εκατομμυρίων, το δε 2030 ενδεχομένως να έχει μειωθεί στα 115 εκατομμύρια. Αυτά ενώ ο υπερδιπλάσιος αμερικανικός – ξεπέρασε ήδη τα 307 εκατομμύρια – σημειώνει δυναμική αυξητική τάση.

Από την άλλη, η ρωσική παραγωγικότητα φθάνει μόλις το ένα τέταρτο της αμερικανικής. Ενώ υπολογίζεται ότι, το 2008, το ρωσικό ΑΕΠ ανήλθε στα $2.26 τρισεκατομμύρια, έναντι των $14.26 τρις των ΗΠΑ και των $18 τρις περίπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως συνόλου, και το ρωσικό κατά κεφαλήν εισόδημα στα $11,000, έναντι των $47,000 του αμερικανικού και των $44,000 του γαλλικού και γερμανικού.[iv] Με την ρωσική οικονομία, επί πλέον, δέσμια των διακυμάνσεων της τιμής των υδρογονανθράκων.

Τέλος, μολονότι η Μόσχα παραμένει η ετέρα πυρηνική «υπερδύναμη», οι συμβατικές της δυνάμεις – οι μόνες πρακτικώς χρησιμοποιήσιμες υπό τις κρατούσες γεωπολιτικές συνθήκες – πάσχουν από κρίσιμες αδυναμίες. Όπως κατέδειξε και η, κατά τα λοιπά νικηφόρος, ρωσική εκστρατεία κατά της Γεωργίας.[v] Και όπως άλλωστε προκύπτει και από τη σύγκριση των ρωσικών στρατιωτικών δαπανών με εκείνες των μεγάλων δυτικών κρατών και πρωτίστως με τις αμερικανικές. [vi]

***
Παρά ταύτα, η Μόσχα δεν παύει να αποτελεί μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη – εμφορούμενη μάλιστα από το «αυτοκρατορικό σύνδρομο», που της κληροδότησε η ιστορία. Και άρα εννοεί, αφ’ενός, να μεγιστοποιήσει την επιρροή της στον – ευρύτατο – γεωπολιτικό της περίγυρο,[vii] και, αφ’ετέρου, να τυγχάνει από τις μεγάλες δυτικές πρωτεύουσες και δη από την Ουάσιγκτον αντιμετώπισης ανάλογης προς το, όπως το εκτιμά, ειδικό της βάρος.

Δεν εκπλήσσει, συνεπώς, ότι η μεταψυχροπολεμική νατοϊκή διεύρυνση προς καθώς υποστηρίζουν, όχι αβάσιμα, οι Ρώσοι – και, ιδίως, η δεδηλωμένη πρόθεση των Ατλαντικών συμμάχων να την συνεχίσουν με την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας, εισπράχθηκε από ρωσικής πλευράς ως αλαζονική υποτίμηση του ρωσικού παράγοντα, και σε ορισμένους κύκλους, κυρίως στρατιωτικούς, και ως στρατηγική απειλή. Όπως επίσης, την έντονη ρωσική δυσφορία προκάλεσε και η απόφαση του ΝΑΤΟ να εγκαταστήσει στοιχεία του αμερικανικού αντιπυραυλικού συστήματος στους πρώην σοβιετικούς δορυφόρους Πολωνία και Τσεχία.[viii] Ενώ τις σχετικές ρωσικές ανησυχίες και βλέψεις δημοσιοποίησε προ έτους με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος, διεκδικώντας ευθέως για τη χώρα του ζώνη επιρροής εγγύς των συνόρων της και όχι μόνο.[ix]

Και την μεν ρωσική αυτή διεκδίκηση η Δύση ομοθύμως απορρίπτει ως απαράδεκτη. [x] Κατά τα λοιπά, όμως, οι νατοϊκοί σύμμαχοι και κοινοτικοί εταίροι δυσκολεύονται να διαμορφώσουν κοινή πολιτική έναντι της Μόσχας. Με τα κεντροανατολικά μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ να διακατέχονται από μια – ευεξήγητη, υπό το φως των οδυνηρών ιστορικών τους εμπειριών, αλλά αντιπαραγωγική – ρωσοφοβία. Με την «παλαιά Ευρώπη», των Γερμανών προεξαρχόντων, να επικεντρώνει – καθ’ υπερβολήν; – την προσοχή της στην αγορά και τους ενεργειακούς πόρους της Ρωσίας. [xi] Και με τις ΗΠΑ, ακολουθούμενες προσεκτικά από τους Βρετανούς, να υιοθετούν μια περισσότερο ισόρροπη, στρατηγική προσέγγιση των ρωσικών πραγμάτων.

***
Κλειδί για την κατανόηση της, προφανώς καθοριστικής βαρύτητας, αμερικανικής στάσης έναντι της Ρωσίας παρέχουν δύο δημόσιες τοποθετήσεις του σημερινού Αμερικανού αντιπροέδρου. Η μία τονίζει το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα της Ουάσιγκτον έναντι μιας συγκριτικά ασθενούς Ρωσίας.[xii] Η άλλη τη σκοπιμότητα, παρά ταύτα, μιας επιλεκτικής συνεργασίας με τη Μόσχα στην υπηρεσία κοινών συμφερόντων.[xiii] Πρόκειται, σημειωτέον, για μια προσέγγιση που ήδη είχε υιοθετήσει ο πρόεδρος Μπους. Ο οποίος, παρά τις επιφυλάξεις μέρους του πολιτικού και γραφειοκρατικού του περιβάλλοντος και την επικριτική στάση της Ουάσιγκτον έναντι του, σύμφωνα με την αμερικανική ανάγνωση, αυταρχισμού του προέδρου Πούτιν, είχε επιδιώξει και εν μέρει επιτύχει τη συνεργασία του Ρώσου ομολόγου του, σε θέματα όπως οι αμοιβαίες μειώσεις πυρηνικών οπλοστασίων, το Αφγανιστάν, το Βορειοκορεατικό, το Παλαιστινιακό, και, με πιο αμφίβολη ανταπόκριση από ρωσικής πλευράς, το Ιράν – με αποκορύφωμα τη συνυπογραφή τον Απρίλιο 2008 στο Σότσι μιας «Διακήρυξης Στρατηγικού Πλαισίου».

Η αμερικανική αυτή προσπάθεια επιλεκτικής προσέγγισης της Ρωσίας, ανεκόπη μεν λόγω του πολέμου του Καυκάσου, πλην όμως επανελήφθη, και δη με αυξημένο ζήλο και διευρυμένους στόχους, ευθύς ως ο νέος πρόεδρος εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο. Με σύνθημα την «επανεκκίνηση» των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων, η αμερικανική ηγεσία πύκνωσε τις επαφές της με τη ρωσική. Και, με μια κίνηση που, παρά τις διαψεύσεις του Αμερικανού υπουργού άμυνας κ. Γκέιτς, ευρέως ερμηνεύθηκε ως χειρονομία καλής θέλησης προς την Μόσχα, ο πρόεδρος Ομπάμα ματαίωσε την προγραμματισμένη εγκατάσταση στοιχείων της αντιπυραυλικής ασπίδας στην Τσεχία και Πολωνία. [xiv] Ενώ και η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, ήδη αναβληθείσα, κυρίως συνεπεία της ρωσικής αντίθεσης, κατά τη σύνοδο κορυφής της Συμμαχίας στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008, φαίνεται, για τον ίδιο κατά βάσιν λόγο, να παραπέμπεται σιωπηρώς – αν και χωρίς να απεμπολείται η αρχή της «ανοικτής θύρας» – στις νατοϊκές καλένδες.

Η ρωσική πολιτική του σημερινού Αμερικανού προέδρου υπακούει σε κίνητρα κατ’ ουσίαν ταυτόσημα με τα διαμορφώσαντα εκείνη του προκατόχου του. Η Ρωσία, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι χρήσιμη και κατά περίπτωση απαραίτητη για την προώθηση αμερικανικού ενδιαφέροντος αποφάσεις στον παγκόσμιο οργανισμό, αλλά και για την αποτροπή δυσάρεστων για την Ουάσιγκτον εξελίξεων στους κόλπους του. Λόγω γεωγραφικής εγγύτητας και περιφερειακών διασυνδέσεων και επιρροής είναι σε θέση να διευκολύνει – ή να δυσχεράνει – τις αμερικανικές γεωπολιτικές και γεωοικονομικές στοχεύσεις από τον Καύκασο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή έως την Κορεατική Χερσόνησο. Και αποτελεί εκ των πραγμάτων αντίβαρο στην ανερχόμενη Κίνα.
***
Ο μέχρι στιγμής απολογισμός των ρωσικών ανοιγμάτων του προέδρου Ομπάμα εμφανίζεται μικτός – και στα όμματα των επικριτών του ισχνός. Από τη μια, η Μόσχα συνεχίζει πράγματι να διευκολύνει τη μεταφορά νατοϊκού πολεμικού υλικού προς το Αφγανιστάν δια μέσου της επικράτειάς της και να συνεργάζεται στο πλαίσιο των εξαμερών διαπραγματεύσεων για το Κορεατικό. Από την άλλη, όμως, παρά κάποιες ενδείξεις ότι, ανταποκρινόμενη στις αμερικανικές αποφάσεις για την πυραυλική ασπίδα, αντιμετωπίζει θετικότερα ενδεχόμενη επίταση των διεθνών κυρώσεων επί της Τεχεράνης, [xv] οι εν προκειμένω πραγματικές της προθέσεις παραμένουν γριφώδης. Ενώ αρκετοί διεθνείς παρατηρητές εκτιμούν, ότι, αν και λογικώς οι Ρώσοι πρέπει να απεύχονται την πυρηνικοποίηση του Ιρανού γείτονά τους, τις ιρανικές επιλογές τους καθορίζουν κατά κύριο λόγο, αφ’ενός οι προσοδοφόροι ρωσο-ιρανικοί οικονομικοί δεσμοί, και αφ’ετέρου, η επιθυμία τους να εξασθενήσει – και πάντως να μην ενισχυθεί – η θέση των ΗΠΑ στην περιοχή και να φθαρεί το διεθνές αμερικανικό γόητρο γενικότερα.[xvi]

Εν κατακλείδι: Συνειδητοποιώντας πιθανότατα ότι οι ημέρες της συγκυριαρχίας της με τις Ηνωμένες Πολιτείες εντός ενός διπολικού κόσμου έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί, η Μόσχα επενδύει τώρα στον «πολυπολισμό». Και, ενώ αποφεύγει να διαταράξει υπεράγαν τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον, αναζητεί συγχρόνως συσπειρώσεις ικανές να διαβρώσουν την αμερικανική ηγεμονία. Με χαρακτηριστικά παραδείγματα της επιλογής αυτής τη συμμετοχή της στην Οργάνωση Συνεργασίας Σαγκάης (SCO), στην Συνθήκη Οργάνωσης Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO) και στη συνεργασία των τεσσάρων ταχύτερα αναπτυσσόμενων μεγάλων οικονομιών – Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας και Κίνας – γνωστή και υπό το αγγλικό αρκτικόλεξο BRIC, αλλά και την επιδίωξη «στρατηγικής» υφής διμερείς συμπράξεις με μεγάλες μη δυτικές δυνάμεις, όπως η Κίνα ή η Ινδία. Στην ίδια δε αυτή γεωπολιτική γραμμή εξασθένισης της αμερικανικής θέσης στο διεθνές σύστημα εντάσσεται και η πρόταση Μεντβέντεβ για τη δημιουργία «ενιαίου ευρω-ατλαντικού χώρου από το Βανκούβερ έως το Βλαδιβοστόκ» – τυχόν υιοθέτηση της οποίας εκ των πραγμάτων θα οδηγούσε σε αποδυνάμωση, τόσο του ΝΑΤΟ, όσο και της ΕΕ.

Πρόκειται ωστόσο για προσπάθειες χωρίς ουσιαστική προοπτική στο προβλεπτό μέλλον. Και τούτο διότι, όχι μόνο η αμερικανική ισχύς καλά κρατεί και η συνοχή της Δύσης παραμένει βασικώς αδιατάρακτη, αλλά και οι αντιθέσεις μεταξύ των υποψήφιων για αντιαμερικανική συσπείρωση βαρύνουν περισσότερο από τις διαφορές τους με την αμερικανική υπερδύναμη – τη συνεργασία της οποίας, κατά τα λοιπά, όλοι τους, για τους δικούς του έκαστος λόγους, επιδιώκουν.[xvii] Μεταξύ τους και η ίδια η Ρωσία. Για την οποία η εποικοδομητική συνύπαρξη με τη Δύση είναι, σε τελευταία ανάλυση, μονόδρομος. Ενώ προφανές είναι και το συμφέρον του δυτικού κόσμου να καλλιεργήσει κατά το δυνατόν στενότερους δεσμούς – γεωπολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς – με τη μεγάλη αυτή περιφερειακή δύναμη. Η οποία όμως, ακριβώς λόγω μεγέθους, ιστορικών καταβολών και βλέψεων, δεν προσφέρεται για πλήρη ενσωμάτωση στους κόλπους του.

[i] Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση από το τεύχος Αυγούστου-Οκτωβρίου του περιοδικού «Εθνικές Επάλξεις», διμηνιαίας έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης.

[ii] Σύμφωνα με τον George Friedman, επικεφαλής του αμερικανικού κέντρου αναλύσεων STRATFOR, «για τη Μόσχα η μεταψυχροπολεμική περίοδος ήταν περίοδος μαρασμού και χάους, μάλλον παρά περίοδος μεταρρυθμίσεων...Δυτικές τράπεζες έσπευσαν να επωφεληθούν των νέων αποθεμάτων ιδιωτικοποιημένων κεφαλαίων, ενώ δυτικοί σύμβουλοι έσπευσαν να συμβουλεύσουν τους Ρώσους πως να γίνουν Δυτικοί...Η μεταψυχροπολεμική περίοδος δεν ήταν ευχάριστη για τη Ρωσία: ήταν καταστροφική για τη ρωσική ισχύ.» Βλ. The Western View of Russia, STRATFOR, (http://www.stratfor) 31-8-2009.

[iii] Σε άρθρο του στο έγκυρο περιοδικό “Foreign Affairs”, ο Dmitri Trenin, διευθυντής του Κέντρου Carnegie στη Μόσχα, παρατηρεί τα ακόλουθα: «Καθ’όλη τη δεκαετία του 90, η Μόσχα αποπειράθηκε να ενταχθεί και εν συνεχεία να ενσωματωθεί στη Δύση. Οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν, τόσο διότι η Δύση δεν είχε τη θέληση να αποδεχθεί τη Ρωσία ως μέλος της, όσο και διότι οι ρωσικές ελίτ επέλεξαν να εναγκαλισθούν μια συντεχνιακή (corporatist) και συντηρητική πολιτική ατζέντα, εντός και εκτός της χώρας. Συνακόλουθα, κατά τη δεύτερη προεδρική θητεία του Βλαντιμίρ Πούτιν, η Ρωσία εγκατέλειψε τον στόχο της ένταξης στη Δύση και επανήλθε στην εναπομένουσα εναλλακτική λύση της υιοθέτησης στάσης ανεξάρτητης μεγάλης δύναμης.» Βλ. Russia Reborn, Reimagining Moscow’s Foreign Policy, στο φύλλο του Nοεμβρίου/Δεκεμβρίου 2009.

[iv] Βλ. σχετικώς, μεταξύ άλλων: Joseph Joffe, The Default Power, The False Prophesy of America’s Decline, στο τεύχος Νοεμβρίου/Δεκεμβρίου 2009 του περιοδικού «Foreign Affairs». Και CIA World Fact Book στον δικτυακό τόπο της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ.

[v] Βλ. Strategic Survey 2009 (σ. 207), έκδοση του έγκυρου Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών.

[vi] Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (βλ.The Military Balance 2009), το 2008 οι ΗΠΑ αφιέρωσαν στις ένοπλες δυνάμεις τους $693 δισεκατομμύρια, ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας για το 2007 ανήλθαν – ανάλογα με τον τρόπο υπολογισμού – σε μεταξύ $47.6 και $81.5 (Σύμφωνα με τον επίσημο ρωσικό αμυντικό προϋπολογισμό, σε μόλις $32.2.) Συναφώς, ο συνεκδότης του γνωστού γερμανικού περιοδικού “Die Zeit” και έγκυρος αναλυτής Josef Joffe επισημαίνει ότι οι αμερικανικές στρατιωτικές δαπάνες αντιπροσωπεύουν το ήμισυ σχεδόν του παγκόσμιου συνόλου, ότι εκείνες της Κίνας, Ινδίας, Ιαπωνίας και Ρωσίας μαζί ανέρχονται σε μόλις $219 δις και των 27 κρατών της ΕΕ σε $ 288 δις, και ότι «σήμερα η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία και η ΕΕ από κοινού ενεργούσες δεν είναι σε θέση να διεξαγάγουν μείζονα πόλεμο 8,000 μίλια από τις ακτές τους, όπως το έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες δύο φορές στο Ιράκ και μία στο Αφγανιστάν.» Βλ. The Default Power, The False Prophesy of America’s Decline, «Foreign Affairs», τεύχος Νοεμβρίου/Δεκεμβρίου 2009.

[vii] Με έκταση 17,075,400 τ.χ., η ρωσική επικράτεια παραμένει η εκτενέστερη του κόσμου.

[viii] Βλ. σχετικώς, George Friedman, The BMD Decision and the Global System, STRATFOR (http://www.stratfor), 21-9-2009, όπου ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι τους Ρώσους «λίγο απασχολούσε το Σύστημα Βαλλιστικής Πυραυλικής Άμυνας καθ’ εαυτό. Αυτό στο οποίο αντετίθεντο ήταν η παρουσία στρατηγικής ικανότητας των ΗΠΑ στην Πολωνία, καθώς αντιπροσώπευε την αμερικανική διαβεβαίωση ότι η Πολωνία ευρίσκεται υπό την ενεργό προστασία των Ηνωμένων Πολιτειών».

[ix] Μιλώντας στις 31 Αυγούστου 20008 σε τηλεοπτική εκπομπή, ο πρόεδρος Μεντβέντεβ δήλωσε τα εξής: «Η Ρωσία, όπως άλλες χώρες στον κόσμο, έχει περιοχές όπου έχει προνομιακά συμφέροντα. Πρόκειται για περιοχές στις οποίες βρίσκονται χώρες με τις οποίες έχουμε φιλικές σχέσεις.» Ερωτηθείς δε αν αναφέρεται σε όμορες με τη Ρωσία χώρες, απήντησε ότι πρόκειται για «όμορες περιοχές, αλλά όχι μόνο.» Βλ. Andrew E. Kramer, Russia Claims Its Sphere of Influence in the World, “The New York Times”, 1-9-2008.

[x] Την επικρατούσα στη Δύση αντίληψη εξέφρασε, μεταξύ άλλων, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Joseph Biden στην ομιλία του της 7ης Φεβρουαρίου 2009 στην 45η Διάσκεψη Ασφαλείας στο Μόναχο, δηλώνοντας τα εξής: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα αναγνωρίσουν την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία ως ανεξάρτητα κράτη. Δεν θα αναγνωρίσουμε ζώνη επιρροής. Θα παραμείνει άποψή μας ότι τα κυρίαρχα κράτη δικαιούνται να αποφασίζουν από μόνα τους και να επιλέγουν τις συμμαχίες τους.»

[xi] Σε άρθρο τους υπό τον τίτλο The New Ostpolitik και υπό ημερομηνία 25-102009 οι “Financial Times” αναπαράγουν τη διαπίστωση υψηλόβαθμου στελέχους της απελθούσης γερμανικής κυβέρνησης ότι η Γερμανία εισάγει 45% του φυσικού της αερίου και 34% του πετρελαίου της από τη Ρωσία, η οποία από την πλευρά της δεν διαθέτει άλλη ευρωπαϊκή αγορά για το φυσικό της αέριο, καθώς και την εκτίμηση του εν λόγω αξιωματούχου ότι «η αμοιβαία αυτή εξάρτηση αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της έννοιας της στρατηγικής σύμπραξης,» Ενώ, στο ίδιο αυτό άρθρο, αναφέρεται παλαιότερος χαρακτηρισμός από τον σημερινό Πολωνό υπουργό εξωτερικών του ρωσο-γερμανικού υποθαλάσσιου αγωγού – με τον οποίο παρακάμπτεται η Ουκρανία και άλλες χώρες διέλευσης – ως συνέχισης «της παράδοσης του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ».

[xii] Επιστρέφοντας τον περασμένο Ιούλιο από περιοδεία στην Ουκρανία και στη Γεωργία, ο κ..Μπάιντεν δήλωνε τα εξής: «Νομίζω ότι διαιπράττουμε τεράστια υποτίμηση της διαπραγματευτικής μας θέσης...[Οι Ρώσοι] διαθέτουν μια συρρικνούμενη δημογραφική βάση, μια φθίνουσα οικονομία και ένα τραπεζικό τομέα και δομή που είναι απίθανο να αντέξουν τα επόμενα 15 χρόνια, είναι αντιμέτωποι με ένα κόσμο που αλλάζει γρηγορότερα από αυτούς, και προσκολλώνται σε μη διατηρήσιμα στοιχεία του παρελθόντος.» Βλ. Peter Spiegel, Biden Says Weakened Russia Will Bend to U.S., “Wall Street Journal”, 25-7-2009.

[xiii] Στην προαναφερθείσα ομιλία του της 7ης Φεβρουαρίου στο Μόναχο, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος διευκρίνισε ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία μπορούν να διαφωνούν και παρά ταύτα να συνεργάζονται, όπου τα συμφέροντά μας συμπίπτουν».

[xiv] Σε άρθρο του υπό το τίτλο A Better Missile Defense for a Safer Europe στην “New York Times” της 20ης Σεπτεμβρίου 2009, ο κ. Γκέιτς υποστηρίζει ότι «όσοι λένε ότι εγκαταλείπουμε την πυραυλική άμυνα στην Ευρώπη, είτε είναι κακώς πληροφορημένοι, είτε παρουσιάζουν ανακριβώς τα όσα κάνουμε. Μάλιστα, η συντελεσθείσα αλλαγή ερμηνεύθηκε διεστραμμένα ως ένα είδος παραχώρησης στη Ρωσία, οποία σφοδρώς αντετάχθη στο παλαιό σχέδιο. Η στάση και ενδεχόμενη αντίδραση της Ρωσίας ουδόλως επηρέασε την εισήγησή μου στον πρόεδρο για το θέμα αυτό...Θα υπάρξει αμερικανική πυραυλική άμυνα στην Ευρώπη για την προστασία των εκεί στρατευμάτων μας και των ΝΑΤΟϊκών συμμάχων μας…Ενισχύουμε, δεν εγκαταλείπουμε, την πυραυλική άμυνα στην Ευρώπη». Αναλυτική παρουσίαση του νέου αμερικανικού σχεδίου περιέχεται, υπό το τίτλο Obama’s new missile-defence strategy. Eastern European plans shelved as programme is refined, στην έκδοση του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών “IISS Strategic Comments, Volume 15 Issue 8”, του Οκτωβρίου 2009.

[xv] Βλ. Charles Clover και James Blitz, Russia moves on Iran sanctions, “Financial Times”, 13-10-2009. Αλλά και Mark Landler και Clifford J. Levy, Russia Resists U.S. Position on Sanctions for Iran, New York Times, 14-1-2009.

[xvi] Βλ. επί παραδείγματι, Seth Robinson, Putin’s Game. Why Russia won’t cooperate on Iranian sanctions, “The New Republic” (http://www.tnr.com) , 27-10- 2009.

[xvii] Ενδεικτικό αυτής της πραγματικότητας είναι και το ότι , εκ των υποτιθέμενων στρατηγικών εταίρων της Μόσχας, μόνο ο ...πρόεδρος Τσάβες της Βενεζουέλας αναγνώρισε την ανεξαρτοποίηση της Ν.Οσετίας και της Αμπχαζίας. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στις χώρες BRIC βλ. Bric quartet defined by differences, “Financial Times”, 15-6-2009.

Συντάχθηκε απο τον/την Γ.Ε.ΣΕΚΕΡΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου