Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

H εξόντωση του Μπιν Λάντεν και το τέλος του δόγματος Μπους


Η «εξόντωση» του Μπίν Λάντεν σηματοδοτεί με τον πιο κραυγαλέο τρόπο το κλείσιμο του κύκλου που άνοιξε στην αμερικανική εξωτερική πολιτική ο Τζώρτζ Μπούς τζούνιορ. Ο Ομπάμα, με αυτόν τον τρόπο θέλει να κλείσει το κεφάλαιο του δόγματος των «αντιτρομοκρατικών πολέμων» του Μπούς. Ταυτόχρονα, με τους ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς στη Λιβύη, θέλει να προλάβει τις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο, που με καθυστέρηση φαίνεται ότι αντιλήφθηκαν οι ΗΠΑ. Με αυτές τις δύο κινήσεις προσπαθεί να πείσει ότι οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν ως κύριες αξίες της εξωτερικής τους πολιτικής τη «Δημοκρατία» και τα «ανθρώπινα δικαιώματα», και γι’αυτό δεν θα διστάσουν να βομβαρδίσουν τον οποιονδήποτε «δικτάτορα» τύπου Καντάφι, ενώ παράλληλα επιθυμεί διακαώς να δείξει ότι η εποχή των «στραυροφοριών» στο όνομα της καταπολέμησης της ισλαμικής –κυρίως- τρομοκρατίας έχει περάσει.
Πολύ ιδανική, θα έλεγε κανείς, εκδοχή, για να είναι αληθινή. Προφανώς, οι στόχοι των Ηνωμένων Πολιτειών καθορίζονται με βάση τα γεωπολιτικά συμφέροντα της μεγαλύτερης δύναμης στον πλανήτη και όχι, απλά, με θεωρητικά σχήματα περί Δημοκρατίας. Η πανηγυρική ανακοίνωση της «εξόντωσης» του Μπίν Λάντεν –ανεξαρτήτως των σεναρίων συνομωσίας που ισχύουν ή όχι- γίνεται προφανώς για να επωφεληθεί ο αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα, πολιτικά, ιδιαιτέρως σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία για τις ΗΠΑ. Ανεξαρτήτως των προπαγανδιστικών στόχων όμως, έρχεται σε μια κρίσιμη περίοδο για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Όπως και να’χει πάντως, οι αλλαγές που θέλει να επιφέρει ο Ομπάμα στην εξωτερική πολιτική της χώρας του, σε σχέση με αυτή του προκατόχου του, Μπούς, ήταν γνωστές από την πρώτη στιγμή της εκλογής του. Αργησε ωστόσο, να τις κάνει πράξη, όπως σημειώνουν οι αμερικανοί αναλυτές. Και τώρα, υπό την πίεση και των γεγονότων στη Μ.Ανατολή, τρέχει να τις υλοποιήσει.
Τόσο με τις ομιλίες του πρίν και κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών στη Λιβύη, όσο και με την «εξόντωση» του Μπίν Λάντεν, ο Ομπάμα δηλώνει με τον πιο ανοικτό τρόπο ότι:
1.Τελειώνει με το δόγμα του «αντιτρομοκρατικού πολέμου». Έτσι, δημιουργούνται τα περιθώρια για πολύ-πολικές συμμαχίες, όχι μόνο στη Μ.Ανατολή, αλλά σε όλο τον κόσμο.
2.Με την «εκστρατεία» κατά της Λιβύης, δείχνει ότι οι ΗΠΑ θέλουν απαραιτήτως τη συμμαχία και τη συμβολή και άλλων μεγάλων δυνάμεων. Κι’ αυτό, αντίθετα με την πρακτική Μπούς, ο οποίος οδήγησε τις ΗΠΑ μόνες τους σε δύο πολέμους, στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.  Στην περίπτωση του Ιράκ «η αλλαγή του καθεστώτος μας πήρε οκτώ χρόνια, χάθηκαν χιλιάδες ζωές αμερικανών και ιρακινών και πολλά δισεκατομμύρια δολάρια. “Δεν θα επιτρέψουμε να επαναληφθεί το ίδιο στη Λιβύη“, είπε ο Μπάρακ Ομπάμα στο λόγο του, με τον οποίον έδιδε το πράσινο φώς για επίθεση κατά του Καντάφι.
Οι ΗΠΑ λοιπόν, θέλουν να δηλώσουν κατ’αυτό τον τρόπο ότι δεν επιθυμούν να είναι ο μοναδικός «χωροφύλακας» του πλανήτη, αλλά ο επικεφαλής συμμαχιών και ομάδων μεγάλων διεθνών και περιφερειακών δυνάμεων, που, εάν χρειαστεί, θα επεμβαίνει, όχι μόνον στο όνομα των συμφερόντων της Ουάσιγκτον, αλλά στο όνομα των συμφερόντων και των υπολοίπων. Στο πλαίσιο αυτό, εννοείται, ότι οι δυνάμεις αυτές θα μοιράζονται και το οικονομικό κόστος και το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, το οποίο, έως τώρα, πλήρωναν οι ΗΠΑ. Παράλληλα, η συμμετοχή τους θα τους εξασφαλίζει και μερίδιο από τα «λάφυρα». Κάτι που δεν έδωσαν σε άλλες δυνάμεις οι ΗΠΑ στην περίπτωση του Αφγανιστάν και του Ιράκ. Η κοινή δράση, σε πρώτη φάση, θα είναι μαζί με τους συμμάχους των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, και τον πλέον σκληρό πυρήνα του, τη Βρετανία και τη Γαλλία. Με αυτές τις προοπτικές, το ΝΑΤΟ ανοίγει την πόρτα του κατ’αρχήν στη Ρωσία, και –γιατί όχι;- αργότερα, πιθανώς, και στην Κίνα, κ.ο.κ.
Η αλλαγή της τακτικής των ΗΠΑ βέβαια, πρέπει να εξηγηθεί και από τη διαπίστωση ότι οι ίδιες μόνες τους (Ιράκ, Αφγανιστάν) και κάποιοι από τους περιφερειακούς συμμάχους τους, όπως το Ισραήλ (Νότιος Λίβανος 2006 και Γάζα), δεν έχουν απεριόριστες στρατιωτικές ικανότητες για να ανοίγουν συνεχώς μέτωπα. Σήμερα μάλιστα, είναι βέβαιον ότι οι δυό τους είναι αδύνατον να ανοίξουν ένα τέτοιο μέτωπο στο Ιράν.
Στην ομιλία του στη Σχολή Εθνικής Αμύνης, ο Ομπάμα, με αφορμή την απόφαση για επίθεση κατά του Καντάφι, διαχώρισε σαφώς την πολιτική του από αυτή του Μπούς τζούνιορ. Ουσιαστικά ο αμερικανός πρόεδρος ήθελε να αποδείξει ότι η κυβέρνησή του κάνει πλήρη «επανεκκίνηση» (reset) στην εξωτερική πολιτική.
3.Με την αλλαγή του δόγματος, από τους «αντιτρομοκρατικούς πολέμους» στους πολέμους για την «προστασία των πολιτών», όπως έγινε στη Λιβύη, η αμερικανική ηγεσία θέλει να δείξει ότι θα εξακολουθήσει να κάνει και άλλους πολέμους. Γι’αυτό άλλωστε, ο Ομπάμα εστίασε ιδιαίτερα στην ταχύτητα λήψης της απόφασης για την επέμβαση στη Λιβύη. Στην περίπτωση της Βοσνίας, είπε, χρειάστηκε πάνω από ένα έτος, ενώ για την επίθεση στη Λιβύη, μόλις μερικές εβδομάδες.
4.Οι ΗΠΑ επιμένουν να κάνουν εξαγωγή της δύναμής τους στο όνομα των αξιών της «Δημοκρατίας» και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Ωστόσο, στην περίπτωση της Μ.Ανατολής αυτές είναι όχι μόνον ξένες, αλλά και εχθρικές για τα περισσότερα φιλικά καθεστώτα στις ΗΠΑ. Αντίθετα, έχουν υϊοθετηθεί από τους ισλαμιστές, οι οποίοι αυξάνουν διαρκώς τη δύναμή τους. Οι ΗΠΑ τώρα λοιπόν, θέλουν να βάλουν στο παιχνίδι της «κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» και τους ισλαμιστές και γι’αυτό καλλιεργούν το μοντέλο του μετριοπαθούς πολιτικού-κοσμικού Ισλάμ τύπου Τουρκίας και Κατάρ.
Να σημειωθεί πως η Τουρκία ενδυναμώνει τον ρόλο της στη Μ.Ανατολή. Το ίδιο και το μικρό κρατίδιο του Κόλπου, το Κατάρ, που διαθέτει σαν σημαντικό του όπλο τον τηλεοπτικό σταθμό Αλ Τζαζίρα, τον οποίο βλέπουν δορυφορικά σχεδόν όλοι οι άραβες στη Μ.Ανατολή. Το Αλ Τζαζίρα μάλιστα, έχει μετατραπεί τους τελευταίους μήνες στην «φωνή» των απανταχού εξεγερμένων. Έχει παίξει δε, καθοριστικό ρόλο στην εξέγερση στη Λιβύη, καθώς και στην Τυνησία, την Αίγυπτο και τώρα στη Συρία (με την τελευταία –και όχι μόνον- η Τουρκία έχει αναπτύξει στενότατες σχέσεις τα τελευταία χρόνια).
Όλα αυτά τη στιγμή που εδώ και χρόνια οι ΗΠΑ έχουν πέσει στη μεγαλύτερη ανυποληψία που θα μπορούσε να υπάρξει στα μάτια των Αράβων. Ενώ ο πρώην πρόεδρός, Μπους τζούνιορ διεκήρυττε τις δημοκρατικές αξίες και ότι στόχος του ήταν ο εκδημοκρατισμός της Μ. Ανατολής, εισέβαλε στρατιωτικά στο Ιράκ και δεν αναγνώριζε ότι η Χαμάς στη Γάζα το 2006 εξελέγη δημοκρατικά. Τόσο η αποτυχία της ειρηνευτικής διαδικασίας στο Παλαιστινιακό, όσο και η σκληρή στάση απέναντι στη Χαμάς, οδήγησαν σε ακόμα μεγαλύτερη κρίση και ρήξη τις σχέσεις Χαμάς-PLO (Φατάχ), με χαμένη την δεύτερη. Την ίδια στιγμή, το Ιράν, η Συρία, η Χαμάς (την στηρίζει η Δαμασκός) και η Χεζμπολάχ, κέρδιζαν τη συμπάθεια ολοένα μεγαλύτερων λαϊκών στρωμάτων. Το βέβαιον είναι ότι ο Ομπάμα θέλει να αλλάξει αυτή την εικόνα των ΗΠΑ. Το πώς θα το πετύχει, μάλλον αποτελεί τώρα πια μια πολύ δύσκολη εξίσωση.
Νέα δεδομένα
Όλα αυτά γίνονται σε συνθήκες επαναστάσεων στον αραβικό κόσμο, που είναι στην πλειοψηφία τους λαϊκές (συχνά παλλαϊκές). Η Ουάσιγκτον, βέβαια, προσπαθεί να τις ελέγξει και να χρησιμοποιήσει προς όφελος των συμφερόντων της. Εάν το πράξει με επιτυχία ή θα αποτύχει, είναι κάτι που σύντομα θα φανεί. Η Μ.Ανατολή πάντως, κατά κοινή ομολογία, εξελίσσεται γρηγορότερα απ’ότι περίμενε η Δύση και είναι λιγότερο προβλέψιμη. Η αλλαγή των συσχετισμών των δυνάμεων εκεί, των συμμαχιών μεταξύ των περιφερειακών «παικτών», αλλά και το κύμα δυσαρέσκειας των τοπικών κοινωνιών απέναντι στις ηγεσίες τους, έχει δημιουργήσει πρωτοφανή νέα δεδομένα. Διαμορφώνονται επίσης, ευρύτερες διεθνείς συμμαχίες και συνεργασίες, όπως του Ιράν με τη Βραζιλία, την Κίνα, την Τουρκία και τη Ρωσία, που αποτελούν σπαζοκεφαλιά για την Ουάσιγκτον. Οι ΗΠΑ και η Δύση μάλιστα, κινδυνεύουν να δουν να μειώνεται θεαματικά η επιρροή τους στην περιοχή.
Η πολιτική του Ομπάμα, εκτιμούν αμερικανοί αναλυτές, θα υλοποιείτο πολύ ευκολότερα εάν αποτελούσε επιλογή των ΗΠΑ τα χρόνια, κατά τα οποία στην προεδρία των ΗΠΑ ήταν ο Μπούς τζούνιορ. Τώρα για την Ουάσιγκτον πιθανώς να είναι αργά για να διορθωθούν τα λάθη του παρελθόντος. Για παράδειγμα, τονίζουν, ο Ομπάμα παραδέχεται ότι πρέπει να υπάρξει ενδοπαλαιστινιακή συμφιλίωση ανάμεσα στην Φατάχ και τη Χαμάς, αλλά οι διαφορές ανάμεσα στους δύο μεγαλώνουν τόσο πολύ, που σύντομα κάτι τέτοιο θα είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνει. Με την ευκαιρία, πρόσφατα, εν μέσω «εξόντωσης» Μπίν Λάντεν και ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών στη Λιβύη, Φατάχ και Χαμάς συναντήθηκαν και εξήγγειλαν σχέδιο συμφιλίωσης. Παρόλα αυτά, και παρά το γεγονός ότι έχει αυξηθεί στην περιοχή το ειδικό βάρος δυνάμεων όπως η Τουρκία και το Ιράν, κοινή πεποίθηση στις ΗΠΑ είναι ότι, αν και έχουν χάσει αρκετό έδαφος στη Μ.Ανατολή και συνολικότερα στον κόσμο, εξακολουθούν να παίζουν πρωτεύοντα ρόλο παγκοσμίως και χωρίς αυτές είναι αδύνατον να υπάρξουν ουσιαστικές εξελίξεις ειδικά στη Μ.Ανατολή και την Αφρική.
Ανεξαρτήτως αυτών πάντως, εξηγούν οι αναλυτές, οι ΗΠΑ δείχνουν να μην μπορούν να απεμπλακούν οριστικά από το μοντέλο του διαχωρισμού σε φίλους και εχθρούς. Ένα μοντέλο εξωτερικής πολιτικής που ακολουθούσαν οι ΗΠΑ από εποχής ΕΣΣΔ, συνέχισαν με την κατάρρευσή της, και το γενίκευσαν επί Μπούς τζούνιορ, με αποτέλεσμα ολέθριες συνέπειες –για την Ουάσιγκτων- στη Μ.Ανατολή. Σήμερα, όπως επισημαίνει πλειάδα αμερικανών αναλυτών, κάτι τέτοιο δεν περνάει ούτε στη Μ.Ανατολή ούτε γενικότερα σε όλο τον κόσμο. Ως παράδειγμα φέρουν το γεγονός ότι συχνά, ακόμα και παραδοσιακοί φίλοι της Ουάσιγκτων στη Μ.Ανατολή, λειτουργούν εναντίον της. Ενδεικτικά, στην περίπτωση του Ιράκ, δεν είναι μόνο το Ιράν που θέλει να επεκτείνει την επιρροή του στη χώρα, αλλά και η Σαουδική Αραβία. Μάλιστα, ενώ η Ουάσιγκτον θέλει να οικοδομήσει εκεί ένα κοσμικό καθεστώς που να προσομοιάζει με αυτό της Συρίας και της Τουρκίας, οι Σαουδάραβες, όπως άλλωστε και οι «εχθροί» των ΗΠΑ, οι Ιρανοί, επιδιώκουν το αντίθετο για να εξυπηρετήσει βέβαια ο καθένας τους δικούς του στόχους. Ωστόσο, οι ΗΠΑ καταγγέλουν μονομερώς το Ιράν και τη Συρία, ενώ διαρκώς παινεύουν τη Σαουδική Αραβία. Στην περίπτωση του Μπαχρέϊν μάλιστα, για να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των σαουδαράβων, έδωσαν το πράσινο φώς για βίαια καταστολή της εξέγερσης, ενώ το ίδιο πράττουν και στην περίπτωση της Υεμένης.
Τεράστια προβλήματα
Στη δεκαετία του 1990, ο Τζώρτζ Μπούς (μπαμπάς) εξασφαλίζοντας την δραστική υποστήριξη μεγάλων Δυτικών δυνάμεων, αλλά και χωρών της Μ.Ανατολής, εκδίωξε τον Σαντάμ Χουσεϊν από το Κουβέϊτ. Δεν εισέβαλε όμως, στο Ιράκ για να τον ανατρέψει, όπως έκανε ο γιός του. Κι’αυτό, προκειμένου να μην ανατρέψει την ισορροπία υπέρ του Ιράν. Το ίδιο έτος συγκάλεσε ειρηνευτική διάσκεψη για την αραβο-ισραηλινή διένεξη στη Μαδρίτη. Ο Κλίντον συνέχισε στο ίδιο μήκος κύματος. Στο μεταξύ, οι ΗΠΑ έδιδαν το πράσινο φώς για τη διατήρηση της Pax Syriana  στο Λίβανο. Αυτές οι κινήσεις των ΗΠΑ οδήγησαν στη δημιουργία συμμαχιών μεταξύ της Αιγύπτου, της Σαουδικής Αραβίας και της Συρίας, που ενδιαφέρονταν να διατηρηθεί το status quo στην περιοχή, τα συμφέροντά τους, και η ειρηνευτική διαδικασία υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ.
Το 2000 όμως, με την παλαιστινιακή εξέγερση (Ιντιφάντα) η «τάξη» αυτή άρχισε να ανατρέπεται και συνετρίβη οριστικά με την πολιτική του Μπούς νεώτερου. Η πολιτική του απέναντι στη Μ.Ανατολή και η αντίδραση των ΗΠΑ στο γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου, άλλαξε καταλυτικά την αρχιτεκτονική της ασφάλειας στην περιοχή. Εισβάλλοντας στο Αφγανιστάν και ρίχνοντας τον Σαντάμ στο Ιράκ, άνοιξε το δρόμο για την ισχυροποίηση του Ιράν και τη σταδιακή μετατροπή του σε καθοριστική δύναμη στην περιοχή. Ηδη, ασκεί μεγάλη επιρροή ακόμα και στο Ιράκ. Στο μεταξύ τορπιλίστηκαν οι ειρηνευτικές συνομιλίες ανάμεσα σε Ισραήλ και Παλαιστινίους. Την ίδια στιγμή αποχωρούσαν τα συριακά στρατεύματα από το Λίβανο και οι ΗΠΑ σκλήραιναν τη στάση τους απέναντι στη Δαμασκό. Η αποχώρηση της Συρίας από το Λίβανο, εκ των πραγμάτων ωφελούσε την «Χεζμπολάχ», η οποία πλέον παίζει καίριο ρόλο στα εσωτερικά του Λιβάνου, ως σοβαρή εσωτερική πολιτική και στρατιωτική δύναμη. Αίφνης, στη Μ.Ανατολή ξαναβασίλευε το χάος και ο νόμος του ισχυρού. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί ότι οι ΗΠΑ και οι σαουδάραβες σύμμαχοί τους, εξέθρεψαν το «φαινόμενο Μπίν Λάντεν». Επίσης, ότι η Ουάσιγκτων σε αγαστή συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες του –πυρηνικού- Πακιστάν επέβαλαν τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, κ.ο.κ.
Οι ΗΠΑ έσπειραν ανέμους και τώρα θερίζουν θύελλες. Το στοίχημα, όχι μόνον δεν το έχει κερδίσει ακόμα ο Ομπάμα, αλλά απέχει μακράν από το να το κερδίσει.
Le canard

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου