Γράφει ο Δ. Ζαφειρόπουλος
"Οι πολίτες πήραν τον νόμο στα χέρια τους. Αγανακτισμένοι κάτοικοι επιτέθηκαν σε αλλοδαπούς. Ακροδεξιοί διεξάγουν «περιπολίες» στο κέντρο".
Αυτοί είναι μερικοί από τους τίτλους που «παίζουν» μετά τα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Και για τον νεκρό οικογενειάρχη; Σχεδόν τίποτα. Το έγκλημα ξεχάστηκε και έμειναν οι κραυγές από τις θηλυκές και αρσενικές καρακάξες που κρώζουν για τον κίνδυνο του ρατσισμού αλλά και της κατάλυσης του νόμου και του κράτους.
Πόσο γελοίοι και υποκριτές είναι όλοι αυτοί οι δήθεν αγωνιούντες που ενώ μέσα από την φιλελεύθερη ή αριστερίστικη οπτική τους μιλούν για «λιγότερο κράτος» όταν κάτι τους χαλάει την σούπα, αγκυλώνονται σε αυτό ως οι πιο όψιμοι υπερασπιστές του.
Με πόση νηφαλιότητα μπορεί κάποιος να αντιμετωπίσει την δολοφονία ενός ανθρώπου που πήγαινε την έγκυο γυναίκα του για να γεννήσει; Πόσο αποστασιοποιημένος μπορεί να είναι κάποιος που έχει γεννηθεί, μεγαλώσει και αγαπήσει σε μία γειτονιά που έχει μεταβληθεί σε γκέτο αλλογενών; Δεν το γνωρίζουμε;
Αυτό για το οποίο όμως είμαστε σίγουροι είναι ότι μόνο με χαρά ζήσαμε την οργή και τον ξεσηκωμό των Ελλήνων κατά αυτών που τους αρνούνται την ζωή. Και ελπίζουμε απλά να είναι μόνο η αρχή.
Μα είναι η βία η λύση; Μπορούν ή πρέπει οι πολίτες να παίρνουν το νόμο στα χέρια τους και να καταργούν ή να υποκαθιστούν το κράτος και τους θεσμούς του;
Βεβαίως είναι η απάντηση, όταν αυτό το κράτος είναι ανύπαρκτο ή ακόμα και εχθρικό απέναντι στους κατοίκους μιας χώρας που βλέπουν να χάνεται η ταυτότητα αυτής. Όταν επίσης η αστυνομία δεν μπορεί ή δεν θέλει να εφαρμόσει τον νόμο, τότε κάποιος πρέπει να το κάνει.
Ακόμα και το μίζερο ελλαδικό κρατίδιο που δημιουργήθηκε το 1830, υπηρετώντας την φιλελεύθερη λογική της εποχής, εξασφάλιζε συνταγματικά στον πολίτη το δικαίωμα της ζωής, της περιουσίας και της ελευθερίας. Ποιο λοιπόν από τις τρεις αυτές ιερές αγελάδες του λιμπεραλισμού προστατεύεται ή προσφέρεται στον Έλληνα σήμερα; Καμία, καθώς αυτός καθημερινά κινδυνεύει να τον σκοτώσουν ή να τον κλέψουν, φοβάται να βγεί από το σπίτι του και καταστρέφεται οικονομικά εξαιτίας της γκετοποίησης.
Και το κράτος; Αυτό μέσω της αστυνομίας αποδεικνύεται λίγο ή απρόθυμο να διαχειριστεί το πρόβλημα. Το κράτος πάλι, μέσω της νομοθεσίας, δείχνεται φιλικό και δικαιωματικό μόνο προς τους μετανάστες διογκώνοντας και ούτε καν διορθώνοντας το πρόβλημα.
Οπότε γιατί να μην χαιρόμαστε όταν αυτό το κράτος καταλύεται; Γιατί να μην επιδοκιμάζουμε όταν οι πολίτες αναλαμβάνουν να κάνουν την δουλειά που θα έπρεπε άλλοι να κάνουν για αυτούς;
Όσοι διαφωνούν στα παραπάνω ερωτήματα, πολύ απλά ή πληρώνονται για να το πράττουν αυτό ή πληρώνουν για να προστατεύονται από την καθημερινότητα που όλοι εμείς οι υπόλοιποι βιώνουμε.
Αυτοί είναι μερικοί από τους τίτλους που «παίζουν» μετά τα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Και για τον νεκρό οικογενειάρχη; Σχεδόν τίποτα. Το έγκλημα ξεχάστηκε και έμειναν οι κραυγές από τις θηλυκές και αρσενικές καρακάξες που κρώζουν για τον κίνδυνο του ρατσισμού αλλά και της κατάλυσης του νόμου και του κράτους.
Πόσο γελοίοι και υποκριτές είναι όλοι αυτοί οι δήθεν αγωνιούντες που ενώ μέσα από την φιλελεύθερη ή αριστερίστικη οπτική τους μιλούν για «λιγότερο κράτος» όταν κάτι τους χαλάει την σούπα, αγκυλώνονται σε αυτό ως οι πιο όψιμοι υπερασπιστές του.
Με πόση νηφαλιότητα μπορεί κάποιος να αντιμετωπίσει την δολοφονία ενός ανθρώπου που πήγαινε την έγκυο γυναίκα του για να γεννήσει; Πόσο αποστασιοποιημένος μπορεί να είναι κάποιος που έχει γεννηθεί, μεγαλώσει και αγαπήσει σε μία γειτονιά που έχει μεταβληθεί σε γκέτο αλλογενών; Δεν το γνωρίζουμε;
Αυτό για το οποίο όμως είμαστε σίγουροι είναι ότι μόνο με χαρά ζήσαμε την οργή και τον ξεσηκωμό των Ελλήνων κατά αυτών που τους αρνούνται την ζωή. Και ελπίζουμε απλά να είναι μόνο η αρχή.
Μα είναι η βία η λύση; Μπορούν ή πρέπει οι πολίτες να παίρνουν το νόμο στα χέρια τους και να καταργούν ή να υποκαθιστούν το κράτος και τους θεσμούς του;
Βεβαίως είναι η απάντηση, όταν αυτό το κράτος είναι ανύπαρκτο ή ακόμα και εχθρικό απέναντι στους κατοίκους μιας χώρας που βλέπουν να χάνεται η ταυτότητα αυτής. Όταν επίσης η αστυνομία δεν μπορεί ή δεν θέλει να εφαρμόσει τον νόμο, τότε κάποιος πρέπει να το κάνει.
Ακόμα και το μίζερο ελλαδικό κρατίδιο που δημιουργήθηκε το 1830, υπηρετώντας την φιλελεύθερη λογική της εποχής, εξασφάλιζε συνταγματικά στον πολίτη το δικαίωμα της ζωής, της περιουσίας και της ελευθερίας. Ποιο λοιπόν από τις τρεις αυτές ιερές αγελάδες του λιμπεραλισμού προστατεύεται ή προσφέρεται στον Έλληνα σήμερα; Καμία, καθώς αυτός καθημερινά κινδυνεύει να τον σκοτώσουν ή να τον κλέψουν, φοβάται να βγεί από το σπίτι του και καταστρέφεται οικονομικά εξαιτίας της γκετοποίησης.
Και το κράτος; Αυτό μέσω της αστυνομίας αποδεικνύεται λίγο ή απρόθυμο να διαχειριστεί το πρόβλημα. Το κράτος πάλι, μέσω της νομοθεσίας, δείχνεται φιλικό και δικαιωματικό μόνο προς τους μετανάστες διογκώνοντας και ούτε καν διορθώνοντας το πρόβλημα.
Οπότε γιατί να μην χαιρόμαστε όταν αυτό το κράτος καταλύεται; Γιατί να μην επιδοκιμάζουμε όταν οι πολίτες αναλαμβάνουν να κάνουν την δουλειά που θα έπρεπε άλλοι να κάνουν για αυτούς;
Όσοι διαφωνούν στα παραπάνω ερωτήματα, πολύ απλά ή πληρώνονται για να το πράττουν αυτό ή πληρώνουν για να προστατεύονται από την καθημερινότητα που όλοι εμείς οι υπόλοιποι βιώνουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου