Όταν η ΕΕ και το ΔΝΤ προχώρησαν στη διάσωση της Ελλάδος, όλοι θεώρησαν πως πρόκειται για κάτι το προσωρινό. Τώρα, με τη διάσωση της Ιρλανδίας και τους φόβους ότι πιθανώς θα ακολουθήσουν και κάποια άλλα κράτη, το ερώτημα που τίθεται είναι αν μπορεί να επιβιώσει η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση.
Η Ευρώπη είχε την ατυχία να ζήσει μια από τις σκληρότερες οικονομικές κρίσεις από το 1930, σε μια φάση που ακόμη δεν είχε ολοκληρωθεί η ενοποίησή της. Ήταν ήδη αρκετά ενοποιημένη ώστε η κρίση να περάσει τα εθνικά σύνορα και να προκαλέσει χάος, αλλά όχι τόσο ώστε να διαθέτει τους απαραίτητους θεσμικούς μηχανισμούς για να την αντιμετωπίσει επαρκώς.
Το πραγματικό πρόβλημα της Ευρώπης, δεν είναι ότι κάποιες χώρες υπερδανείστηκαν, ή ότι πολλά από τα χρέη τους βρίσκονται στα χέρια κάποιων άλλων Ευρωπαίων. Το πρόβλημα είναι ότι η ΕΕ δεν δημιούργησε τους ευρείας κλίμακας θεσμούς, που μια ενοποιημένη οικονομία απαιτεί για να επιβιώσει.
Αυτό αντανακλάται και από την απουσία πολιτικών θεσμών. Η ΕΕ μας δίδαξε κάποια πολύτιμα μαθήματα. Ότι η οικονομική ενσωμάτωση απαιτεί τη κατάργηση των ανταγωνισμών μεταξύ εθνικών νομισμάτων. Ότι η κατάργηση των ρίσκων που προκύπτουν από τις ισοτιμίες των νομισμάτων, απαιτεί τη κατάργησή τους. Και τέλος, πως η νομισματική ενοποίηση και οικονομική ενσωμάτωση μεταξύ δημοκρατικών χωρών, δεν μπορεί να ολοκληρωθεί αν δεν υπάρξει και πολιτική ενοποίηση.
Ήταν όμως κάτι το αναμενόμενο. Θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να κατηγορήσουμε τους Ευρωπαίους ηγέτες για έλλειψη οράματος ή για ανεπαρκή ηγετική ικανότητα. Αλλά δεν θα πρέπει να υποτιμούμε το μέγεθος του έργου που ανέλαβαν. Είναι φυσικό, η κάθε χώρα να δίνει προτεραιότητα στην εθνική της κυριαρχία και αυτοδιάθεση. Η οικονομική ένωση, πολλές φορές πυροδοτεί αισθήματα εθνικισμού, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει και η πολιτική ένωση. Ασκούνται ισχυρές πιέσεις στους θεσμούς του κάθε κράτους, όπως φάνηκε με τις πιέσεις που ασκήθηκαν πρόσφατα εναντίον του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, αναπτύσσονται ξενοφοβικές ιδεολογίες, και εν πάση περιπτώσει τα κράτη είναι πολύ πιο ευπρόσβλητα στη μετάδοση τυχόν οικονομικών κρίσεων.
Ήδη, μπορεί να είναι πια αργά για την ευρωζώνη. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Ιρλανδία, αλλά και κάποιες άλλες χώρες, θα πρέπει να μειώσουν τα χρέη τους αναπτύσσοντας παράλληλα και την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους. Αυτός ο συνδυασμός είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, αν συνεχίσουν να παραμένουν στην ΟΝΕ.
Οι διασώσεις που έγιναν δεν βοηθούν στο γενικότερο πρόβλημα δανεισμού ούτε μειώνουν τον κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης. Επιπλέον, η δημοσιονομική λιτότητα που επιβάλλεται, καθυστερεί επικίνδυνα την οικονομική ανάπτυξη. Η άποψη πως δομικές και εργασιακές μεταρρυθμίσεις μπορούν να φέρουν ανάπτυξη, είναι απλά μια χίμαιρα. Η ανάγκη για αναδιάρθρωση των χρεών είναι η μοναδική και αναπόφευκτη επιλογή.
Ακόμη και αν οι Γερμανοί, αλλά και οι υπόλοιποι πιστωτές συμφωνήσουν σε μια αναδιάρθρωση, όχι από το 2013 και μετά , αλλά τώρα, πάλι θα υπάρχει δυσκολία στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας. Το πρόβλημα είναι κοινό σε όλα τα κράτη με ελλείμματα στους προϋπολογισμούς τους, όμως είναι πολύ πιο οξύ στη Ν. Ευρώπη. Η συμμετοχή τους σε μια νομισματική ένωση με χώρες μέλη όπως είναι η Γερμανία, καταδικάζει αυτά τα κράτη σε χρόνια ύφεση, αποπληθωρισμό, υψηλή ανεργία, και εσωτερική πολιτική αναστάτωση. Η έξοδος από την ευρωζώνη είναι η μόνη ορατή λύση που μπορεί να τα οδηγήσει σε ανάκαμψη.
Μια διάλυση της ευρωζώνης δεν σημαίνει ότι αυτή καταδικάζεται για πάντα. Τα κράτη που αποχωρούν, θα μπορούσαν να επανέλθουν σε αυτήν, μόλις μπουν στη θέση τους κάποιες δημοσιονομικές, ρυθμιστικές, και πολιτικές παράμετροι. Προς το παρόν, η ευρωζώνη βρίσκεται στο σημείο όπου ένα φιλικό διαζύγιο αποτελεί καλύτερη λύση από μια συνεχιζόμενη γεμάτη ταραχές σχέση.
Του Dani Rodrik – Professor of Political Economy (Harvard University.)
S.A.- Project Syndicate
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου