By Mohamed El-Erian*
Από κάθε άποψη, τα δάνεια που συμφωνήθηκε να δοθούν στην Ελλάδα είναι γενναία και πρωτοφανή και είναι κατανοητό αυτό, δεδομένου του πόσα πολλά «παίζονται» για την Ελλάδα, την Ευρώπη και την παγκόσμια οικονομία. Θα αποτελέσουν όμως το σημείο καμπής στην κρίση χρεών που ξέσπασε στην Ελλάδα και ήδη μολύνει άλλες ευρωπαίκές οικονομίες;
Ας αρχίσουμε με τα καλά νέα: Η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί για μαζική προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η Ευρώπη και το ΔΝΤ δεσμεύθηκαν να προσφέρουν μεγάλο δανεισμό. Και οι τρεις πλευρές, επιτέλους εξέφρασαν την φραστική αλληλεγγύη που απαιτείτο επί μακρόν.
Όλα αυτά είναι απαραίτητα, αλλά είναι επαρκή για μακροπρόθεσμη αποδοτικότητα; Εξαρτάται από πού βλέπει κανείς, ορισμένα σημαντικά ζητήματα σχεδίασης και εφαρμογής.
Εχει ξεκαθαριστεί από την πρώτη μέρα ότι ο σχεδιασμός ενός επιτυχούς ελληνικού προγράμματος εξυγίανσης, περιπλέκεται ενδογενώς, καθώς η χώρα έχει μόνο ένα μακροοικονομικό εργαλείο: την δημοσιονομική λιτότητα. Είναι ένα πολύ ωμό εργαλείο που θα μπορέσει να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα μόνο μέσα από επίπονα παρατεταμένο αποπληθωρισμό.
Αυτό το θεμελιώδες πρόβλημα πολλαπλασιάζεται από τέσσερις ακόμη προκλήσεις σχεδιασμού που πρέπει να ξεπεραστούν.
Πρώτον, η Ελλάδα χρειάζεται έγκαιρη εξωτερική χρηματοδότηση που θα είναι και μαζική και παραχωρητική. Η χρηματοδότηση που υποσχέθηκαν η Ε.Ε. και το ΔΝΤ είναι πολύ μεγάλη. Και είναι παραχωρητική, δεδομένων των επιτοκίων που επικρατούσαν στην αγορά για τα ελληνικά ομόλογα. Δεν είναι όμως αρκετά παραχωρητική από την άποψη του τεράστιου βάρους του ελληνικού χρέους που, ακόμη και με τα δρακόντεια μέτρα λιτότητας, πρόκειται να αυξηθεί στο σχεδόν 150% του ΑΕΠ.
Δεύτερον, ο σχεδιασμός του προγράμματος προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα ευνοηθεί από μια ανάπτυξη και ανταπόκριση του ιδιωτικού τομέα, που θα προϋποθέτουν πλήρη απόδοση των μέτρων. Σε αντίθετη περίπτωση, η συρρίκνωση του ΑΕΠ δεν θα περιοριστεί στο υπολογιζόμενο 7%. Όμως η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρό έλλειμμα αξιοπιστίας. Και γι’αυτό η πτώση του ΑΕΠ θα είναι πολύ μεταλύτερη απ’όσο υπολογίζεται, η αύξηση του δανειακύ βάρους ακόμη μεγαλύτερη και οι ζημιές στις εγχώριες τράπεζες υψηλότερες.
Τρίτον, το πρόγραμμα σχεδιάστηκε έτσι ώστε να αντιμετωπίζει μάλλον τα προβλήματα ρευστότητας παρά του αξιόχρεου. Ετσι, η Ελλάδα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο μιας «χαμένης δεκαετίας» παρόμοιας με εκείνη που βίωσε η Λατινική Αμερική στην δεκαετία του ’80- και γι’αυτόν τον απλό λόγο το πρόγραμμα δεν αντιμετωπίζει επαρκώς την θηλιά του χρέους. Οσο υπάρχει αυτή η θηλιά, το υψηλό εθνικό ρίσκο θα αποτρέψει τις επενδύσεις στην Ελλάδα, είτε πρόκειται για χρηματοπιστωτικές είτε για άμεσες ξένες επενδύσεις.
Τέταρτον, το πρόγραμμα προϋποθέτει ότι δεν θα υπάρξει καθόλου νέα χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα έως το 2013. Μπορεί όμως να κρατήσει τους υπάρχοντες πιστωτές μακριά από την προσπάθεια μαζικής εξόδου; Το πρόβλημα εδώ είναι ότι η Ελλάδα χρειάζεται μια γρήγορη μετάβαση στην σύνθεση της επενδυτικής της βάσης: από εκείνους που εσφαλμένα αγόρασαν ομόλογα με το σκεπτικό ότι η Ελλάδα είναι ένα ώριμο ευρωπαϊκό έθνος, σε εκείνους που νοιώθουν πιο άνετα με περισσότερη μεταβλητότητα στο πιστωτικό ρίσκο. Δεδομένου πόσο μεγάλο είναι το άνοιγμα της πρώτης ομάδας, η μετάβαση στην επενδυτική βάση θα εμπεριέχει επίμονες πιέσεις καθαρών πωλήσεων.
Αναφερθήκαμε στα ζητήματα σχεδιασμού, τώρα ας δούμε την εφαρμογή.
Είναι κατανοητό και σωστό η εφαρμογή να είναι χρονικά εμπροσθοβαρής. Στο κάτω-κάτω, το πρόγραμμα πρέπει να μπει σε τροχιά γρήγορα, δείχνοντας ότι σημαίνει σοβαρότητα στην στρατηγική και ταχεία απόδοση κεφαλαίων. Και τα δύο αυτά όμως ζητήματα αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις στην εκτέλεση..
Η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει ήδη έντονες λαϊκές αντιστάσεις, καθως και εντάσεις μέσα στο κυβερνόν σοσιαλιστικό κόμμα. Αυτά θα αυξηθούν, καθώς θα εφαρμόζονται στις επόμενες ημέρες τα μέτρα.
Μέχρι στιγμής, υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι η ελληνική κοινωνία έχει αποδεχτεί την ανάγκη για σημαντική δημοσιονομική λιτότητα. Αν και δεν περιμένει κανείς να δει εικόνες από την Αθήνα που να θυμίζουν τους κατοίκους της Κορέας όταν έδιναν τα κοσμήματά τους το 1998 για να βοηθήσουν την χώρα, θα έπρεπε να είναι πιο ορατή η εγχώρια αποδοχή σε αυτό το στάδιο, για να πετύχει ένα τόσο φιλόδοξο πρόγραμμα.
Εν τω μεταξύ, ορισμένα συστατικά του πακέτου εξωτερικής χρηματοδότησης πρέπει να ξεπεράσουν νομικά εμπόδια σε κρίσιμες χώρες πιστωτές, όπως η Γερμανία. Επιπλέον, ασχέτως της ανάγκης για ευρωπαίκή αλληλεγγύη, υπάρχει κάτι περίεργο σε ένα πακέτο διάσωσης που περιμένει 10 δισ. ευρώ από δύο χώρες (Πορτογαλία και Ισπανία) οι οποίες και οι ίδιες αντιμετωπίζουν ήδη πιέσεις στην χρηματοδότηση.
Αυτά τα ζητήματα σχεδιασμού και εφαρμογής, εγείρουν αμφιβολίες για την μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόγραμμα και το πακέτο δεν είναι γενναία και προωταφανές. Πράγματι, είναι. Αλλά είναι και ημιτελές.
Η ανακοίνωση της Κυριακής δεν θα σημάνει την λήξη της ελληνικής κρίσης χρέους. Ούτε θα δημιουργήσει το τόσο απαραίτητο σημείο καμπής που μπορεί συντηρηθεί για πολλούς μήνες. Αντ’αυτού, θα ξεχωρίσει την διαδικασία με τα πολλά στάδια, που έχει να κάνει ακόμη αρκετούς κύκλους. Αν τα ζητήματα σχεδιασμού και εφαρμογής που περιγράψαμε παραπάνω, ισχύσουν, αυτοί οι μελλοντικοί κύκλοι θα περιέχουν ξανάνοιγμα των συνομιλιών και επανεξέταση της προσέγγισης σε κάποια σημεία.
*Ο αρθρογράφος είναι chief executive και co-chief investment officer της Pimco.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου