Η ανακοίνωση της συμφωνίας μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας για την κατασκευή σταθμού παραγωγής πυρηνικής ενέργειας είναι προφανές ότι δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη από ελληνικής πλευράς. Η υπογραφή του σχετικού συμβολαίου συνεργασίας ύψους 20 δισεκατομμυρίων δολλαρίων για την κατασκευή του πρώτου εργαστασίου πυρηνικής ενέργειας στην Τουρκία, έγινε παρουσία των Προέδρων των δύο χωρών, από τους υπουργούς Ενέργειας. Απομένει η επικύρωση της συμφωνίας από τα κοινοβούλια των δύο χωρών. Ανακοινώθηκε μάλιστα ότι η εγκατάσταση θα πραγματοποιηθεί στο όρμο του Akkuyu, στη νότια τουρκική ακτή. Το γεγονός αυτό μας φέρνει στη μνήμη τις αντίστοιχες προσπάθειες του 2000, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Η συμφωνία αυτή έρχεται ως συνέχεια του πρωτοκόλλου συνεργασίας που υπεγράφη με την Νότια Κορέα στις 10 Μαρτίου 2010, για την κατασκευή εργαστασίου πυρηνικής ενέργειας στην περιοχή της Σινώπης, στοα βόρεια της χώρας. Η κορεάτικη εταιρία KEPCO που ανέλαβε το έργο, είχε μόλις κερδίσει ένα συμβόλαιο 20 δισεκατομμυρίων δολλαρίων (Δεκέμβριος 2009) για την κατασκευή τεσσάρων εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα μέχρι το 2020, γεγονός που καθιστά τη χώρα την έκτη μεγαλύτερη εξαγωγό πυρηνικής τεχνολογίας παγκοσμίως μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία, τη Ρωσία, τον Καναδά και την Ιαπωνία.
Πέντε φορές στο παρελθόν, στην περίοδο 1960-2000, η Τουρκία προσπάθησε να θέσει τις βάσεις για την απόκτηση εγκαταστάσεων πυρηνικής ενέργειας. Η τελευταία προσπάθεια έγινε στην περίοδο 1997-2000. Συγκεκριμένα, τον Δεκέμβριο του 1996, η τουρκική κρατική εταιρία ηλεκτρικής ενέργειας TEAS ζήτησε προσφορές ξένων εταιριών για την κατασκευή σταθμού πυρηνικής ενέργειας στον όρμο Akkuyu. Στο διαγωνισμό συμμετείχαν τρεις κοινοπραξίες:
- Westinghouse (ΗΠΑ) και Mitsubishi Heavy Industries (Ιαπωνία), Raytheon (ΗΠΑ), Enka (Τουρκία)
- Atomic Energy of Canada Limited (AECL), στην οποία επίσης συμμετείχαν περίπου δέκα εταιρίες από διάφορες χώρες περιλαμβανομένων τριώ τουρκικών.
- Nuclear Power International (NPI), με τη συμμετοχή επίσης των εταιριών Siemens (Γερμανία), Framatone (Γαλλία) και πέντε τουρκικών – ευρωπαϊκών συμφερόντων.
Τελικά, το 2000, το συμβόλαιο κέρδισε η καναδική κοινοπραξία AECL.Το Akkuyu βρίσκεται στη νότια μεσογειακή ακτή της Τουρκίας, έναντι της Κύπρου. Σύμφωνα με επίσημες δημοσιεύσεις, το Akkuyu προσφέρει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ώστε να είναι κατάλληλο ως τόπος εγκατάστασης εργοστασίου παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, όπως: δυνατότητες θαλασσίων μεταφορών, εγγύτητα σε κέντρα κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας (Άδανα, Κόνια, Αντάλεια και Μερσίνα), χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα στην περιοχή. Τον Μάρτιο του 1998, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας απέρριψε ενστάσεις κατά της εγκατάστασης στο Akkuyu, αφήνοντας ανοικτό το έδαφος για συμβάσεις με ξένες εταιρίες.
Το θέμα προκάλεσε αντιδράσεις, ιδιαίτερα στον Καναδά, οι οποίες έφθασαν μέχρι το Κοινοβούλιο της χώρας. Στις αντιδράσεις πρωτοστάτησε το Nuclear Awareness Project (ΝΑΡ) που εδρεύει στο Οντάριο. Ο Διευθυντής Ερευνών του ΝΑΡ David H. Martin συνέταξε, τον Ιανουάριο 2000, εκατοντασέλιδη μελέτη, με τίτλο: “Nuclear Threat in the Eastern Mediterranean. The Case Against Turkey’s Akkuyu Nuclear Plant”, με την οποία παρουσίασε με επιστημονικά επιχειρήματα, τους λόγους για τους οποίους δεν θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί η κατασκευή του πυρηνικού σταθμού.
Μεταξύ των επιχειρημάτων του, o David H. Martin αναφέρθηκε και στο ασταθές και μη δημοκρατικό καθεστώς της Τουρκίας, στην πολιτική αστάθεια (διαφθορά, στρατιωτικά κινήματα), στον μη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην εμπλοκή της χώρας σε πολεμικές συγκρούσεις με τους Κούρδους, στις εκκενώσεις και καταστροφές κουρδικών χωριών, στο οικονομικό ρίσκο λόγω της ευάλωτης οικονομίας της χώρας καθώς και στα σεισμογενή χαρακτηριστικά της περιοχής που είχε επιλεγεί.
Αντιδράσεις υπήρξαν και από τουρκικές οργανώσεις και από τον τοπικό πληθυσμό. Τελικά, στις 24 Ιουλίου 2000, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετσεβίτ, ακύρωσε την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού. Ωστόσο, οι σχεδιασμοί δεν εγκατελείφθησαν. Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας έλαβαν χώρα μελέτες και διαπραγματεύσεις με ξένες κυβερνήσεις και εταιρίες, με κατάληξη την πρόσφατη συμφωνία με την Ρωσία και συγκεκριμένα της εταιρίας Atomstroyexport.
Προβληματισμός έχει διατυπωθεί και από τον επιστημονικό κόσμο στην Τουρκία, σχετικά με το ενδεχόμενο μιας πυρηνικής εγκατάστασης στη χώρα. Ενδιαφέρον έχει άρθρο του Οκτωβρίου 2009, με τίτλο: “The Case of Nuclear Energy in Turkey: From Chernobyl to Akkuyu Nuclear Power Plant”, του B. Akcay του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης (Department of Science Education, Hasan Ali Y cel Faculty of Education, Istanbul University, Istanbul, Turkey) που δημοσιεύθηκε στην τριμηνιαία έκδοση ENERGY SOURCES (Energy Sources, Part B: Economics, Planning, and Policy, Volume 4, Issue 4 October 2009 , pages 347-355). Στην περίληψη του άρθρου αναγράφεται:
“There is no question that Turkey has an urgent need for additional sources of electricity. It is presently obliged to import electric power from neighboring Georgia, Bulgaria, and Iran to make up for the electricity shortage. Natural gas, hydro, and coal-powered generators play an important role in achieving this goal. In addition, the Turkish government has planned a provision for nuclear power plants. The goal of this article is to enter into a debate over nuclear energy in Turkey concerning economics, safety, and the environment from two opposite points of view, which are the Turkish government and the environmental organizations.”
Ήδη, μετά την ρωσσοτουρκική συμφωνία το Akkuyu έχεται και πάλι στην επικαιρότητα, ως ο χώρος εεγκατάστασης της τουρκικής παραγωγής πυρηνικής ενέργειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου