- Για να μπορέσουμε καταλάβουμε τα προβλήματα της ενωμένης Ευρώπης πρέπει πρώτα να εντοπίσουμε τους παράγοντες εκείνους που δημιουργούν πολιτική και οικονομική σταθερότητα
Το ευρώ κυρίως προσπάθησε να συγκρατήσει και όχι να απελευθερώσει τις δυνάμεις της κοινωνίας να δημιουργήσουν και να αναπτυχθούν.
Σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ευρώπης δημιούργησε μικρά μονοπώλια (για παράδειγμα, διαχείριση αγροτικών πόρων, τουρισμός, κ.α) που έτυχαν ευνοϊκής μεταχείρισης και έτσι μπόρεσαν και εκμεταλλευτήκαν με το χειρότερο τρόπο τους πόρους και το κοινωνικό κεφάλαιο, έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι πολλοί πολιτικοί προσπάθησαν και αρκετοί έστησαν δικά τους περιφερειακά φέουδα.
σε αυτό το πλαίσιο λειτουργίας τα ασθενέστερα μέλη της ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα περιορίστηκαν στα απολύτως απαραίτητα. Δηλαδή με μια κουβέντα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σημερινή κρίση έχει τις δομικές της ρίζες στην ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική.
Σήμερα πολλά από τα ερωτήματα των πολιτών δεν μπορούν να απαντηθούν συνταγματικά, (για παράδειγμα, δεν ρωτήθηκε ο πολίτης για τις μεγάλες αυξήσεις στο ΦΠΑ, την βενζίνη κ.α που σε συνδυασμό με τη μείωση μισθών- κατανάλωσης μείωσαν κατά 40% περίπου τα έσοδα του κράτους).
Αυτό που γίνεται σήμερα είναι διαχείριση της κατάρρευσης η οποία κάποια στιγμή θα έρθει.
Το ευρώ δεν δημιουργήθηκε για να καλύψει ή για να εκφράσει ανάγκες της πραγματικής οικονομίας με όρους παραγωγής, εισοδημάτων και συναλλαγών. Δεν επινοήθηκε για να λειτουργήσει εντός της ευρωζώνης όπως λειτουργούσαν τα εθνικά νομίσματα, δηλαδή ως μέσα διευκόλυνσης των συναλλαγών και της εσωτερικής συσσώρευσης. Αντίθετα το ευρώ υπήρξε ευθύς εξαρχής μια επινόηση των τραπεζιτών για δική τους διευκόλυνση. Γι’ αυτό και με το ευρώ το νόμισμα έπαψε πια να είναι ένα μέσο, ένα εργαλείο της οικονομικής πολιτικής προς εξυπηρέτηση της οικονομίας, αλλά ακριβώς το ανάποδο. Δημιουργήθηκε ως αξία καθαυτή στην οποία η οικονομία όφειλε να υποταχτεί και μάλιστα υπακούωντας σε πολύ αυστηρούς και εντελώς ανελαστικούς νομισματικούς και δημοσιονομικούς κανόνες. Δεν όφειλε το νόμισμα να προσαρμοστεί στην οικονομία και μάλιστα στην πραγματική, αλλά η οικονομία όφειλε δια ροπάλου να προσαρμοστεί στο νόμισμα.
Έτσι κατασκευάστηκε ένα νόμισμα που για να είναι «ισχυρό» προϋποθέτει την σταθερότητα στις αγορές και στις οικονομίες που εκφράζει. Το ζητούμενο, δηλαδή, έγινε προαιπατούμενο. Ο λόγος που έγινε αυτό είναι απλός. Μας τον εξηγεί πολύ καλά ο Στέφαν Κολινιόν επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής του Centro Europa Ricerche (CER) της Ρώμης: «Μια νομισματική ένωση δεν είναι σύστημα σταθερών ισοτιμιών. Η ουσία της νομισματικής ζώνης συνίσταται στην απεριόριστη πρόσβαση από όλες τις εμπορικές τράπεζες στην ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας από την ΕΚΤ. Το Ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα συλλέγει τις αποταμιεύσεις από παντού στη Ζώνη του Ευρώ και τις επενδύει οπουδήποτε βρίσκει κερδοφόρες ευκαιρίες.» (Eurointelligence, 22.04.2010) Με τον τρόπο αυτό όχι μόνο η ρευστότητα, δηλαδή το χρήμα σε κυκλοφορία, συγκεντρώθηκε στις τράπεζες οδηγώντας σε ασφυξία την πραγματική οικονομία, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αλλά έδωσε μια εκπληκτική ευκαιρία στους τραπεζίτες να κερδοσκοπήσουν ασύστολα γεμίζοντας κυριολεκτικά την αγορά με δάνεια και χρέη. Με το ευρώ οι τράπεζες κατόρθωσαν να μετατρέψουν τις ανάγκες χρηματοδότησης της οικονομίας, των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και των κρατών σε τίτλους χρέους ώστε να κερδίζουν προσελκύοντας κάθε είδους επενδυτή κερδοσκόπο από τη διεθνή αγορά.
Επομένως, η δύναμη του ευρώ, αλλά και η συναλλαγματική τιμή του, εξαρτήθηκε άμεσα από τη δυνατότητά του να προσελκύει και να αποδίδει σημαντικά κέρδη στα αρπακτικά της αγοράς, αλλά και από τη δυνατότητα των τραπεζών να τροφοδοτούν διαρκώς την αγορά με νέους τίτλους, κυρίως με ομόλογα και παράγωγα χρέους.
Για να συνεχιστεί η χρηματοπιστωτική επέκταση, χρειαζόταν να εξασφαλιστεί η σταθερότητα του κοινού νομίσματος, δηλαδή του ευρώ. Σταθερότητα του νομίσματος σήμαινε σταθερές αποδόσεις για τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Επειδή όμως η σταθερότητα δεν μπορούσε να επιτευχθεί με όρους πραγματικής οικονομίας, μιας και οικονομίες της ευρωζώνης ήταν τελείως διαφορετικές, άνισες και ανισσόροπες μεταξύ τους, επιλέχθηκε η επιβολή μιας εικονικής σταθερότητας με βάση τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Ουσιαστικά οι οικονομίες, τα κράτη και οι λαοί διατάχθηκαν να κρατήσουν τη σταθερότητα του νομίσματος τηρώντας μια αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Μόνο που οι οικονομίες δεν λειτουργούν με διατάγματα, ούτε υπακούουν σε προσταγές.
Για να διατηρηθεί η εικονική σταθερότητα του ευρώ και συνεπώς οι μεγάλες αποδόσεις για τις επενδύσεις σε τίτλους του χρέους, έπρεπε όλη η εγγενής αστάθεια να απορροφηθεί από την πραγματική οικονομία και τα λαϊκά εισοδήματα. Από τη στιγμή που δεν μπορούσε να υποτιμηθεί το νόμισμα, έπρεπε συνεχώς να υποτιμάται η πραγματική οικονομία και κυρίως το «εργατικό κόστος». Ταυτόχρονα το άνοιγμα των αγορών και οι διαρκείς ιδιωτικοποιήσεις άνοιγαν διαρκώς νέες ευκαιρίες κερδοφόρας τοποθέτησης για τις τράπεζες και την κερδοσκοπία με τίτλους. Έτσι τη δεκαετία του ευρώ η παραγωγική βάση της ευρωζώνης αναπτύχθηκε ελάχιστα, ενώ οι εργαζόμενοι σε όλες τις χώρες του ευρώ έχασαν σημαντικά από το εισόδημα και τις απολαβές τους με όρους κοινωνικής ασφάλισης και πολιτικής. Οι εργαζόμενοι της ευρωζώνης βρέθηκαν σε πολύ χειρότερη κατάσταση με το ευρώ, απ’ ότι πριν. Αυτός είναι κι ο βασικός λόγος που σήμερα σχεδόν κανένας λαός της ευρωζώνης δεν έχει θετική γνώμη για το ευρώ και την πορεία της χώρας του με αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου