Ρωσικές διπλωματικές πηγές επιμένουν ότι οι συμφωνίες με την Τουρκία δεν αλλάζουν το σκηνικό στις Ελληνορωσικές σχέσεις, ενώ και η (εξαπίνης καταληφθείσα) Ελληνική πολιτική και διπλωματία εκτιμά ότι «δεν αλλάζει τίποτε».!
Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν ποια είναι η έκταση της ρωσοτουρκικής συμφωνίας, ενώ οι πράξεις Αθήνας και Μόσχας θα καταδείξουν κατά πόσο έχει τελειώσει άδοξα η δεύτερη προσπάθεια προσέγγισης Ελλάδας – Ρωσίας την τελευταία εικοσαετία (η πρώτη απόπειρα έγινε με τους ρωσικούς πυραύλους S-300 και κατέληξε σε αξιοθρήνητα αποτελέσματα μετά την άτακτη, αψυχολόγητη και γεμάτη δειλία υποχώρηση της Αθήνας). Συνήθως, μεταξύ Αθήνας και Μόσχας έχουμε σφοδρούς «έρωτες» που παραμένουν τελικά «πλατωνικοί», ενώ μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας έχουμε «γάμους συμφερόντων».
Διπλωματικοί παρατηρητές υποστηρίζουν ότι οι τελευταίες εξελίξεις αντανακλούν απλά το βάρος της γεωπολιτικής θέσης της Τουρκίας και των ρωσο-τουρκικών οικονομικών σχέσεων. Στην πραγματικότητα, όμως, αντανακλούν ακόμα περισσότερο την Ελληνική αδυναμία και αμφιθυμία. Αδυναμία, γιατί η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν διαθέτει στρατηγική ανάλυση πίσω από την διπλωματία της, ανεξάρτητα κέντρα στρατηγικών μελετών, ούτε καλά-καλά αρκετούς ανθρώπους στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας που να μιλάνε τουρκικά, ρωσικά κ.α. και να μελετούν την καθημερινή πραγματικότητα αυτών των χωρών. Η Ελληνική υπηρεσία πληροφοριών είναι υποτυπώδης λόγω του μικροσκοπικού προϋπολογισμού που της διατίθεται, δίκτυο Ελλήνων ανταποκριτών στο εξωτερικά ουσιαστικά δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει Ελληνικό κράτος στην εσωτερική, έτσι δεν υπάρχει και στη διεθνή διάστασή του, η προχειρότητα κα ο αυτοσχεδιασμός βασιλεύουν!!!
Καμία, ακόμη και από τις μικρότερες ευρωπαϊκές χώρες, δεν λειτουργεί έτσι. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι στη Μόσχα λειτουργεί ένα ισχυρό τουρκικό και ένα ακόμη ισχυρότερο ισραηλινό λόμπι, ενώ μία ολόκληρη μερίδα της ρωσικής κυβέρνησης, υπό τον αντιπρόεδρο κ. Ιβανόφ, καλλιεργεί την ιδέα μίας «ευρασιατικής συμμαχίας» με την Τουρκία. Αντίθετα, δεν υπάρχει στη ρωσική πρωτεύουσα καμία αξιόλογη Ελληνική δραστηριότητα, ούτε μεταξύ των δύο χωρών κάποιας μορφής στρατηγικός διάλογος…
Η προσέγγιση Καραμανλή – Πούτιν βασίστηκε κυρίως στην προσωπική «χημεία» των δύο και των συνεργατών τους Κωνσταντίνου Μπίτσιου και Αντρέι Βντόβιν (αμφότεροι απομακρύνθηκε έκτοτε). Η «δημοτικότητα» του κ. Καραμανλή στο Κρεμίνο έφθασε στο ζενίθ όταν έθεσε βέτο στο Βουκουρέστι («είναι ένας πολύ θαρραλέος άνθρωπος», ήταν το σχόλιο Ρώσου αξιωματούχου). Έκτοτε όμως ο Έλληνας πρωθυπουργός φάνηκε να υποχωρεί, δίνοντας την εντύπωση τρομαγμένου ανθρώπου και πιθανώς «χρεώνοντας» στην ρωσική πολιτική του την αμερικανική εχθρότητα συνοδευόμενη με αποκαλύψεις σκανδάλων. Αντί να αντιμετωπίσει τους εσωτερικούς μηχανισμούς παραγωγής των σκανδάλων, προτίμησε την όπισθεν στην εξωτερική πολιτική, γεγονός που ενθάρρυνε τους αντιπάλους του. Διάφοροι υπηρεσιακοί παράγοντες άρχισαν να ανακαλύπτουν απίθανα «προβλήματα στα ρωσικά τεθωρακισμένα¨. Σημαντικοί υπουργοί της κυβέρνησης δεν απαντούσαν πλέον στα τηλέφωνα και τα αιτήματα συναντήσεων του Ρώσου πρέσβη! Η Μόσχα εξακολουθούσε να στηρίζει την προσέγγιση, παρά τα προβλήματα που δημιουργούσε το… Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, με τις θέσεις του στα αντιπυραυλικά, για τη Γεωργία κ.λ.π. Όταν όμως η κυρία Μπακογιάννη είδε τον ίδιο τον Κώστα Καραμανλή να κάνει πίσω, άρχισε να θέτει και αυτή –μέσω του υπουργείου- το κλασσικό «Ελληνικό ερώτημα»: «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;»
Το «δεντράκι» που «φύτεψαν» οι κ.κ. Καραμανλής και Πούτιν, με την ευλογία του Προέδρου της Δημοκρατίας, έπαυσε να ποτίζεται και άρχισε να «μαραίνεται».
Ίσως βέβαια δεν έχουν κριθεί, ακόμη, όλα. Υπάρχει συμπληρωματικότητα αναγκών Αθήνας και Μόσχας, χρειάζεται όμως και η πολιτική βούληση και η συστηματική κρατική και διπλωματική υποστήριξη. Η ρωσική πλευρά δηλώνει, πάντως, ότι ενδιαφέρεται να συνεχίσει την προσέγγιση. Ενδιαφέρεται μάλιστα και για τη θέση όλων των Ελληνικών πολιτικών δυνάμεων.
Διπλωματικοί και στρατηγικοί αναλυτές υπογραμμίζουν ότι, όπως έχουν έλθει τα πράγματα, η σύσφιγξη των σχέσεων με τη Μόσχα, η περαιτέρω ανάπτυξη όχι μόνο των ενεργειακών, αλλά επίσης και των αμυντικών και πολιτιστικών σχέσεων, μα περισσότερο ενός σοβαρού «στρατηγικού διαλόγου», είναι μονόδρομος για την Ελλάδα, αν δεν θέλει, αργά ή γρήγορα (και μάλλον γρήγορα), να βρεθεί προ ιδιαίτερα δυσάρεστων εκπλήξεων στην εξωτερική πολιτική της με διακύβευμα γεωγραφικά μέρη της σημερινής επικράτειάς της.
Δ. Κωνσταντακόπουλος
Kostasxan
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου