Εξαιρετικά υψηλοί παραμένουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, και ιδιαίτερα των ΗΠΑ, με επίκεντρο την Ουκρανία. Η G7 απειλεί με νέες σκληρότερες κυρώσεις την Μόσχα ενώ επί του ουκρανικού εδάφους, στα ανατολικά, η κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο εκρηκτική με τον κίνδυνο γενικής ανάφλεξης να μοιάζει ολοένα πιο εύκολος και πιθανός.
Οι φιλορώσοι ακτιβιστές στο Σλαβιάνσκ κρατούσαν, το Σάββατο, για δεύτερη ημέρα τους οκτώ Ευρωπαίους στρατιωτικούς παρατηρητές του ΟΑΣΕ (από Γερμανία, Τσεχία, Πολωνία, Δανία, Σουηδία) και αρκετά μέλη του ουκρανικού στρατού. Ο αυτοανακηρυχθείς δήμαρχος της πόλης Βιατσεσλάβ Πονομαριόφ παρουσίασε στους δημοσιογράφους τόσο τους κρατούμενους, προκειμένου να γίνει γνωστό ότι δεν έχουν πάθε τίποτε, όσο και σειρά στρατιωτικών ταυτοτήτων και άλλων σχετικών στοιχείων τα οποία, όπως είπε, αποδεικνύουν ότι δεν είναι απλοί στρατιωτικοί αλλά κατάσκοποι του ΝΑΤΟ. Επίσης, υποστήριξε ότι όταν συνελήφθησαν είχαν στην κατοχή τους ένα χάρτη που είχε σημειωμένα όλα τα οδοφράγματα των φιλορώσων ακτιβιστών, πληροφορία που θεωρητικώς δεν ενδιαφέρει διόλου τους παρατηρητές του ΟΑΣΕ, εκτός και αν είναι άλλος ο σκοπός τους.
Για την απελευθέρωση των Ευρωπαίων παρατηρητών, καθώς δεν έχει γίνει σαφές τι θα γίνει με τους Ουκρανούς στρατιώτες, έχουν, ήδη, αρχίσει διαπραγματεύσεις. Η Γερμανία απέστειλε στην Μόσχα αντιπροσωπεία για να συζητήσει το θέμα, το οποίο απασχόλησε σε σημαντικό βαθμό και την τηλεφωνική συνομιλία που είχαν την Παρασκευή το βράδυ ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν και η Γερμανίδα Καγκελάριος Αγγελα Μέρκελ, οι οποίοι συμφώνησαν ότι, παρά τις όποιες διαφωνίες και δυσκολίες, οι επαφές μεταξύ των δύο πλευρών θα συνεχιστούν.
Η προσωρινή κυβέρνηση του Κιέβου, την ίδια στιγμή, εκτόξευε αντίστοιχες κατηγορίες προς την Μόσχα λέγοντας ότι και αυτή έχει συλλάβει πολλούς άνδρες των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών. Είναι η πολλοστή φορά που το Κίεβο κάνει μια τέτοιου είδους δήλωση και όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις επιφυλάχθηκε να παρουσιάσει στοιχεία στο μέλλον. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, πάντως, κάλεσε τις ουκρανικές αρχές να μην επιφυλάσσονται και να παρουσιάσουν δημοσίως τους Ρώσους πράκτορες που ισχυρίζονται ότι έχουν συλλάβει, αμφισβητώντας ότι κάτι τέτοιο ισχύει.
Τηλεφωνική συνομιλία είχαν το Σάββατο και οι αρχηγοί ΓΕΣ ΗΠΑ και Ρωσίας. Ο στρατηγός Βαλέρι Γκερασίμοφ εξέφρασε την έντονη ανησυχία του στον Αμερικανό ομόλογό του Μάρτιν Ντέμπσεϊ για την ανάπτυξη αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων, αεροπορίας και πλοίων στην Μαύρη Θάλασσα, στις χώρες της Βαλτικής, στην Πολωνία, δηλαδή στη γειτονιά της Ρωσίας, εκτιμώντας ότι αυτές δεν είναι κινήσεις που «συνεισφέρουν» στην αποκλιμάκωση και στην εξομάλυνση της κατάστασης. Συμπλήρωσε, επίσης, ότι και ο ουκρανικός στρατός έχει συγκεντρώσει δυνάμεις στα σύνορα με τη Ρωσία. Ο Ντέμπσεϊ, από την πλευρά του, φέρεται να επανέλαβε ότι η ανάπτυξη δυνάμεων στις σύμμαχες ΝΑΤΟϊκές χώρες γίνεται στο πλαίσιο της καλλιέργειας ενός μεγαλύτερου κλίματος ασφάλειας, το οποίο υποσκάπτεται από τη συγκέντρωση των ρωσικών δυνάμεων στα σύνορα με την Ουκρανία και την «επιθετικότητα που έχει επιδείξει η Μόσχα και με την προσάρτηση της Κριμαίας.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι επανέλαβε ότι η Ρωσία δεν έχει τηρήσει καμία πτυχή της συμφωνίας της Γενεύης για αποκλιμάκωση και ενδεικτικό είναι ότι κανένας Ρώσος επίσημος δεν έχει κάνει μια επίσημη έκκληση στους φιλορώσους ακτιβιστές να καταθέσουν τα όπλα. Ο Σεργκέι Λαβρόφ ανταπάντησε ότι τα όπλα θα είχαν κατατεθεί αν το Κίεβο είχε προχωρήσει στις υποχρεώσεις του και είχε επίσης αφοπλίσει τις ένοπλες ομάδες που έδρασαν στην πλατεία Μαϊντάν, διαλύοντας επίσης και την κατάληψη που συνεχίζεται εκεί. «Η Δύση θέλει, και έτσι ξεκίνησαν όλα, να αποκτήσει τον έλεγχο της Ουκρανίας προς δικό της όφελος και όχι του ουκρανικού λαού» σημείωσε ο Λαβρόφ.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αναμένεται ίσως και τη Δευτέρα, αν και το πιθανότερο είναι αργότερα, ένα νέο κύμα κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας από την ομάδα της G7. Αυτό αποφασίστηκε μετά από έναν κύκλο διαβουλεύσεων μεταξύ των χωρών μελών της ομάδας (ΗΠΑ, Καναδάς, Ιταλία, Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιαπωνία) οι οποίες θα έχουν ως στόχο «να εντείνουν το κόστος των επιλογών της για την Μόσχα». Κατά δημοσιογραφικές πληροφορίες, θα πρόκειται πιθανότατα για κυρώσεις σε βάρος επιχειρήσεων και προσώπων που βρίσκονται κοντά στο Κρεμλίνο και θα αποφευχθεί και πάλι η επιβολή κυρώσεων σε ολόκληρους τομείς της οικονομίας, αφού κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι αποδεκτό από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες της G7 και κυρίως την Γερμανία. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην τηλεφωνική συνομιλία που είχαν η Μέρκελ με τον Πούτιν, την Παρασκευή το βράδυ, συμφώνησαν να επιταχυνθεί η πραγματοποίηση συνάντησης Ρωσίας – Ουκρανίας – ΕΕ για την εξεύρεση της καλύτερης δυνατής λύσης για τη διασφάλιση της χορήγησης φυσικού αερίου στην ΕΕ από την Μόσχα.
Ο Ρώσος πρόεδρος, κατά την εβδομάδα που πέρασε, παραδέχτηκε, για πρώτη φορά, ότι οι κυρώσεις έχουν αντίκτυπο στη ρωσική οικονομία, το οποίο έσπευσε να προσδιορίσει ότι είναι μηδαμινό. Είναι εμφανές, όμως, ότι οι πιέσεις προς την Μόσχα θα ενταθούν πανταχόθεν. Ενδεικτική είναι η υποβάθμιση της ρωσικής οικονομίας σε ΒΒΒ- από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s, ο οποίος εξέδωσε και αρνητική πρόβλεψη για την πορεία της, κίνηση που αποτελεί σαφώς μοχλό πίεσης αφού επηρεάζει τις επιλογές της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας για να διατηρήσει σταθερό το ρούβλι αλλά και τις επενδύσεις στη χώρα. Πιθανότατα, δε, θα γίνει και από άλλους οίκους, καθώς οι περισσότεροι είναι αμερικανικοί ή δυτικοευρωπαϊκοί.
Πηγές: bbc, reuters, ria novosti, voice of Russia, Interfax, Russia today
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου