Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Αραβικό «δώρο» 123 δισ. δολαρίων προς τις ΗΠΑ

«Ασπίδα» απέναντι στο Ιράν, αλλά και «νέα δομή ασφάλειας» στην περιοχή δημιουργούν οι παραγγελίες Σαουδικής Αραβίας, ΗΑΕ, Κουβέιτ και Ομάν

Του Παναγιώτη Παπαϊωάννου
Σε ένα από τα μεγαλύτερα εξοπλιστικά προγράμματα που έχουν υλοποιηθεί εν καιρώ ειρήνης προχωρούν τα αραβικά κράτη του Περσικού Κόλπου, επιχειρώντας να δημιουργήσουν μια «ασπίδα» απέναντι στην ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος του Ιράν. Η κίνηση αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και μια σημαντική τονωτική ένεση για την αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ, καθώς το ύψος των παραγγελιών για την επόμενη τετραετία αναμένεται να αγγίξει τα 123 δισ. δολάρια.

Η στρατηγική αυτή επένδυση πραγματοποιείται σε μια περίοδο που πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, από όπου προέρχονται τα δύο τρίτα των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου, έχουν θορυβηθεί λόγω του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης.

Μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες τους είναι η περίπτωση αντιποίνων από το Ιράν, ύστερα από ένα ενδεχόμενο αμερικανικό ή ισραηλινό χτύπημα στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του, γεγονός που θα μπορούσε να προκαλέσει διακοπή στη ροή πετρελαίου από τα Στενά του Χουρμούζ. Η συμφωνία έχει τεράστια στρατηγική σημασία και για τους Αμερικανούς.

Και τούτο διότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν να διαμορφώσουν μια νέα δομή ασφάλειας στη μετά-Ιράκ εποχή, που θα εξασφαλίζει την ομαλή ροή των εξαγωγών ενέργειας στη διεθνή οικονομία, όπως επισημαίνει στους Financial Times ο Αντονι Κόρντσμαν, του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών στην Ουάσιγκτον.

Υποστηρίζει μάλιστα ότι μέσω αυτού του εξοπλιστικού προγράμματος επιτυγχάνεται και η μείωση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων που θα πρέπει να είναι αναπτυγμένες στην περιοχή.

«Πελάτες»

Το γεγονός είναι πάντως, σύμφωνα με τους αναλυτές, ότι οι χώρες του Κόλπου που είναι παραδοσιακά μεγάλοι αγοραστές αμερικανικών εξοπλισμών, παίρνουν πλέον τα σκήπτρα από τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες ως οι μεγαλύτεροι «πελάτες» της αμερικανικής βιομηχανίας όπλων.

Η Βρετανία
Η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής αναδεικνύεται σε μια από τις μεγαλύτερες αγορές αμυντικού εξοπλισμού για τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες του κλάδου, καθώς η βρετανική κυβέρνηση σχεδιάζει να περικόψει κατά 10% τις αμυντικές δαπάνες της την ερχόμενη πενταετία, ενώ την ίδια περίοδο και οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να προχωρήσουν σε περικοπές της τάξεως των 100 δισ. δολαρίων.

Η μερίδα του λέοντος του νέου προγράμματος αφορά τη Σαουδική Αραβία, καθώς το κόστος του εξοπλιστικού «πακέτου» που έχει παραγγείλει από τις ΗΠΑ ανέρχεται σε 67 δισ. δολάρια.

Η συμφωνία θα κατατεθεί σύντομα προς έγκριση στο Κογκρέσο, ενώ μόνο το πρώτο σκέλος της αποτιμάται σε 30 δισ. δολάρια. Μεταξύ άλλων προβλέπεται η αγορά 85 μαχητικών αεροσκαφών F-15 και η αναβάθμιση άλλων 70, με κύριο προμηθευτή την Boeing, γεγονός που εκτιμάται ότι θα αναβαθμίσει σημαντικά τη θέση της εταιρείας σε ένα χώρο που δέχεται έντονο ανταγωνισμό τα τελευταία χρόνια από ευρωπαϊκές εταιρείες όπως η γαλλική Dassault.

Σε συμφωνία για την αγορά αμυντικού εξοπλισμού ύψους 35,6 δισ. δολαρίων προχώρησαν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που αφορά κατά κύριο λόγο την αγορά πυραυλικών συστημάτων Thaad και Patriot. Συμβόλαια ύψους 12,3 δισ. δολαρίων έχει υπογράψει και το Ομάν, κατά κύριο λόγο για την αγορά 18 νέων και την αναβάθμιση 12 μαχητικών F-16.

Το Κουβέϊτ

Παραγγελίες ύψους 7,1 δισ. δολαρίων έχει πραγματοποιήσει και το Κουβέιτ για την αντικατάσταση 39 μαχητικών F-18, αλλά και την αναβάθμιση του πυραυλικού συστήματος Patrion και άλλων αμυντικών συστημάτων. Μοναδική εξαίρεση στον «χορό» των εξοπλισμών στην περιοχή το Κατάρ, που εξακολουθεί να φιλοξενεί στο έδαφός του την κεντρική αεροπορική βάση των ΗΠΑ στην περιοχή, al Udaid.

Αντιδρά το Ισραήλ στην πώληση ρωσικών όπλων στη Συρία
Εντονη κριτική άσκησε στη Μόσχα, για την προγραμματισμένη πώληση ρωσικών αντιπυραυλικών συστημάτων στη Συρία, ο Ιρσαηλινός υπουργός Εξωτερικών, Αβίγκντορ Λίμπερμαν. Η συμφωνία για την πώληση των πυραύλων Yakhont, αξίας 300 εκατ. δολαρίων, ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα από τον Ρώσο υπουργό Αμυνας, Ανατόλι Σερντιούκοφ, ο οποίος τόνισε ότι είχε υπογραφεί το 2007, ενώ παραδέχθηκε ότι προκάλεσε την αντίδραση των ΗΠΑ.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου