(Η απάντηση στην ερώτηση του ενός εκατομμυρίου)
Ακόμη και πριν από τις πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού στη Νέα Υόρκη, γνωρίζαμε ήδη από τα ρεπορτάζ του οικονομικού τύπου, καθώς και από τις δηλώσεις Παπακωνσταντίνου ακριβώς πριν από την πρόταση Σάλλα για την εξαγορά ΤΤ και ΑΤΕ, ότι η κυβέρνηση πίεζε έντονα τις ελληνικές τράπεζες για συνενώσεις υπό τη μορφή συγχωνεύσεων και εξαγορών. Γνωρίζουμε επίσης ότι την ίδια πίεση ασκεί στις τράπεζες και η τρόικα.
Η κυβερνητική και τροϊκανή πίεση για συνενώσεις φαίνεται κάτι εκ πρώτης όψεως «λογικό» σε περίοδο κρίσης.
Είναι όμως;
Για να απαντηθεί το ερώτημα, πρέπει πρώτα να δούμε ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών σήμερα.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αποδείχθηκε εξαιρετικά υγιές και ανθεκτικό τον καιρό της διεθνούς κρίσης 2008-2009. Δεν είχε τοξικά ομόλογα, είχε ακολουθήσει σχετικά συντηρητικές πολιτικές χορηγήσεων και, στην ουσία, με εξαίρεση μία τράπεζα του ιδιωτικού τομέα που είχε πρόβλημα ρευστότητας, μετά την κατάρρευση της παγκόσμιας διατραπεζικής αγοράς λόγω μεγάλης διαφοράς μεταξύ καταθέσεων και δανείων, το πακέτο των 28 δις ήταν ουσιαστικά αχρείαστο – όπως και παρέμεινε, σε μεγάλο βαθμό. Οι Έλληνες εφοπλιστές έφερναν τα λεφτά τους για ασφάλεια από την… Ελβετία στην Ελλαδίτσα (!) και οι ελληνικές τράπεζες (ειδικά η Εθνική) δεχόταν τον έναν έπαινο μετά τον άλλον από τους διεθνείς αναλυτές.
Τι άλλαξε λοιπόν έκτοτε, με την ελληνική κρίση, και φτάσαμε σε σημείο να μιλούμε για προβλήματα στο τραπεζικό σύστημα;
Δύο πράγματα άλλαξαν κυρίως.
Το πρώτο είναι ότι, με το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης δανεισμού, η αξία των ελληνικών ομολόγων έπεσε κατακόρυφα, με αποτέλεσμα να καταστεί ξαφνικά προβληματικό το σύνολο του χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών που είναι επενδεδυμένο σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου (περίπου 49 δις ευρώ, ποσό τεράστιο, για τα δεδομένα των ελληνικών τραπεζών). Σε μια ενδεχόμενη στάση πληρωμών του ελληνικού κράτους, οι ελληνικές τράπεζες θα κινδύνευαν να χάσουν το σύνολο ή μέρος του παραπάνω ποσού.
Το ίδιο πρόβλημα θα είχαν οι ελληνικές τράπεζες ακόμη και στην περίπτωση που το ελληνικό κράτος προχωρούσε σε αναδιάρθρωση χρέους με μείωση της αξίας των ομολόγων του κατά κάποιο ποσοστό, έστω, 20% (το λεγόμενο haircut).
Η ουσία είναι δηλαδή ότι ξαφνικά, τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, από εκεί που θεωρούνταν ασφαλής επένδυση, κατέστησαν στη διάρκεια του καταστροφικού επταμήνου που μας οδήγησε στο Μνημόνιο, προβληματικά, δηλαδή «τοξικά», όπως είναι η έκφραση της τραπεζικής αργκό.
Το δεύτερο πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών είναι η κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των προβληματικών δανείων, των δανείων δηλαδή που δεν εξυπηρετούνται (non-performing loans, NPLs, στην τραπεζική αργό). Αυτά υπολογίζονται σήμερα σε ποσοστά γύρω ή και πάνω από το 10%, εξαιρετικά ψηλά για τα διεθνή δεδομένα. Η αύξηση του αριθμού των προβληματικών δανείων σε αριθμό δυσανάλογο με αυτό του υπόλοιπου πλανήτη, προκλήθηκε από το βάθεμα της ύφεσης που συνέβη στην Ελλάδα αμέσως μετά την κυβερνητική αλλαγή του Οκτωβρίου 2009 και, πολύ περισσότερο, μετά την εξαγγελία και την εφαρμογή του Μνημονίου, τη στιγμή που υπόλοιπος κόσμος γνώριζε την ανάκαμψη.
Στην ουσία και τα δύο προβλήματα προκαλούνται από τη δημοσιονομική αδυναμία του κράτους και τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης, που έφτασαν την ελληνική οικονομία μέχρι εδώ που είναι σήμερα (Μνημόνιο, κλπ.). Τα προβλήματα της ελληνικής δημόσιας οικονομίας μεταδόθηκαν, με τους δύο τρόπους που προαναφέρθηκαν, σε ένα άκρως υγιές, έως τότε, τραπεζικό σύστημα.
Το πρακτικό αποτέλεσμα της μετάδοσης της κρίσης του ελληνικού Δημοσίου στις τράπεζες ήταν, ότι οι ελληνικές τράπεζες, γεμάτες πια από «τοξικά» ελληνικά ομόλογα και προβληματικά δάνεια,στερήθηκαν την πρόσβασή τους στη διεθνή διατραπεζική αγορά κεφαλαίων, επειδή καμία διεθνής τράπεζα δεν εμπιστεύεται να δανείσει ελληνική τράπεζα, μη ξέροντας τι θα ξημερώσει αύριο στην ελληνική οικονομία. Έτσι, οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν εν μία νυκτί απόλυτα εξαρτημένες από τη στήριξη της ΕΚΤ.
Η κατάσταση αυτή επιτείνει με τη σειρά της το σύνολο του ελληνικού προβλήματος, καθώς σήμερα οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν επαρκή ρευστότητα, δεν έχουν δηλαδή αρκετά χρήματα για να δανείσουν στους πελάτες τους, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται το σύνολο της ελληνικής ιδιωτικής οικονομίας, να μειώνονται οι φόροι που αποδίδονται στο κράτος, να μην μειώνονται τα ελλείμματα και να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος κατάρρευσης.
Σε τι θα βοηθήσουν οι συνενώσεις;
Από την αρχή σχεδόν που ήρθε το Μνημόνιο στη χώρα, ξεκίνησε και η ρητορική για την ανάγκη «συγχώνευσης» των ελληνικών τραπεζών. Ακούσαμε αρχικά τον κ. Κωστοπουλο της Alpha Bank να λέει ότι η Ελλάδα χωράει δυόμιση τράπεζες και τον πρωθυπουργό της χώρας προχθές να λέει ότι η Ελλάδα χωράει το πολύ μία δημόσια και δύο-τρεις ιδιωτικές τράπεζες.
Για δες… Κι εγώ που νόμιζα ότι μια χαρούλα χωρούσε η χώρα τις τράπεζες που είχε μέχρι σήμερα, πέντε μεγάλες και άλλες τόσες μικρότερες… Τι εννοεί άραγε ο ποιητής ότι «δεν χωρούν» περισσότερες τράπεζες;
Πέρα από αυτό, όμως, ερωτώ τώρα εγώ, ο απλός blogger: Σε τι θα βοηθήσει η συνένωση των τραπεζών σε τρείς ή τέσσερις συνολικά, όταν τα συγκεκριμένα προβλήματα που έχουν στη δεδομένη χρονική στιγμή είναι εντελώς άσχετα με το μέγεθός τους;
Ας πάρουμε δηλαδή, για παράδειγμα;, μία τράπεζα που έχει οκτώ δις ευρώ «τοξικά» ελληνικά ομόλογα και μια άλλη που έχει δέκα δις ευρώ ομόλογα. Και έστω ότι η μία έχει δείκτη NPL 9,5% και η άλλη 10%. Με αυτά τα νούμερα, καμία ξένη τράπεζα δεν τις δανείζει στη διατραπεζική αγορά.
Αν αύριο συνενωθούν, θα έχουν 18 δις ευρώ «τοξικά» ομόλογα και, ας πούμε, 9,7% δείκτη NPL. Με αυτά τα νούμερα, και πάλι καμία ξένη τράπεζα δεν θα δανείζει στη διατραπεζική αγορά τη συνενωμένη πια ελληνική τράπεζα. Το πρόβλημα που είχαν δηλαδή οι δύο τράπεζες πριν συνενωθούν, το ίδιο ακριβώς θα έχει αύριο και η μία συνενωμένη τράπεζα.
Σε τι λοιπόν θα εξυπηρετήσει μια συγχώνευση; Είναι ένα ερώτημα που, όχι μόνον δεν έχει απαντηθεί, αν και τίθεται με ένταση στο παρασκήνιο των συζητήσεων και σε μέρος του οικονομικού τύπου, αλλά καθιστά την τροϊκανή και κυβερνητική πίεση για συγχώνευση εξόχως ανεξήγητη, αν όχι ύποπτη.
Μάλιστα, ενώ δεν απαντιέται το ερώτημα, σε τι θα εξυπηρετήσουν τις ίδιες τις τράπεζες οι συγχωνεύσεις, είναι βέβαιο ότι ο απλός καταναλωτής τραπεζικών υπηρεσιών (δανειολήπτης ή καταθέτης), θα βλαφθεί σοβαρά, αφού θα μειωθούν, αν όχι εξαφανιστούν, τα όποια οφέλη του δίνει σήμερα ο ανταγωνισμός που υπάρχει σήμερα μεταξύ των τραπεζών.
Προσωπικά, δηλαδή, ως απλός καταθέτης και δανειολήπτης, νιώθω πολύ πιο άνετα απέναντι στις ούτως ή άλλως πανίσχυρες τράπεζες, αν έχω δέκα επιλογές για το δάνειό μου ή για την αναχρηματοδότηση της επιχείρησής μου, και όχι τρεις ή τέσσερις όλες κι όλες.
Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα, αν θα βοηθήσουν οι συγχωνεύσεις είναι ότι, όχι μόνον δεν θα βοηθηθούν οι τράπεζες, αλλά αντιθέτως θα βλαφθούν οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις από τη μείωση του ανταγωνισμού.
Σενάρια συνωμοσίας
Μετά από την αρνητική απάντηση στο ερώτημα, αν βοηθούν οι συγχωνεύσεις, εξακολουθεί να τίθεται με περισσότερη ένταση το ερώτημα: Γιατί τέτοια κυβερνητική και τροϊκανή πρεμούρα για τραπεζικές συνενώσεις;
Επειδή δεν υπάρχει προφανής απάντηση στον ορίζοντα, η μόνη σκέψη που περνάει από το δικό μου μυαλό είναι η εξής:
Αν ευσταθεί η σκέψη ότι σκοπός της εισβολής του ΔΝΤ σε κάθε χώρα είναι η αρπαγή του πλούτου της για ένα κομμάτι ψωμί, τότε η εξήγηση που μπορεί να δοθεί στην πρεμούρα για τραπεζικές συγχωνεύσεις και εξαγορές είναι, ότι τα αφεντικά του ΔΝΤ επιθυμούν να ελέγξουν απόλυτα το παιχνίδι στην ελληνική τραπεζική αγορά, και αυτό δεν είναι δυνατόν, όταν υπάρχουν πέντε μεγάλες, πέντε μεσαίες και αρκετές μικρότερες τράπεζες.
Ακόμη παραπέρα, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι τελικός στόχος των αφεντικών του ΔΝΤ είναι να συνενωθούν οι ελληνικές τράπεζες σε τρείς ή τέσσερις ομίλους, προκειμένου να καταστούν ευκολότερεος στόχος εξαγορών στο άμεσο μέλλον. Πιο εύκολα εξαγοράζεις τρεις τράπεζες, παρά δέκα. Και πιο εύκολα ελέγχεις τη χώρα, αν ελέγχεις όλο της το τραπεζικό σύστημα, παρά ένα μέρος του. Άσε που δεν δίνεις και τόσο στόχο όταν κάνεις τρεις κινήσεις, παρά όταν κάνεις δέκα.
Θα μπορούσε λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση των συνενώσεων, να ακολουθήσει ένα νέο, γερό χτύπημα κατά της Ελλάδας (π.χ., να μην δοθεί κάποια δόση του δανείου των 110 δις), πράγμα που θα έριχνε τις χρηματιστηριακές τιμές των τραπεζών στα τάρταρα και θα τις οδηγούσε σε κίνδυνο «πτώχευσης». Θα ερχόταν τότε η χι ή ψι και η ωμέγα διεθνείς τράπεζες (εκ των αφεντικών του ΔΝΤ) ως «σωτήρες», θα εξαγόραζαν για ένα κομμάτι ψωμί τις ελληνικές τράπεζες (και μαζί το χρυσοφόρο δίκτυό τους σε Βαλκάνια, Τουρκία και Ανατολική Ευρώπη), και θα ήταν και όλοι ευχαριστημένοι: οι εργαζόμενοι στις τράπεζες γιατί «έσωσαν» τις δουλειές τους, οι καταθέτες γιατί «έσωσαν» τις καταθέσεις τους, οι επιχειρήσεις γιατί «έσωσαν» τη δυνατότητά τους να χρηματοδοτούνται, η κυβέρνηση γιατί «έσωσε» για μια ακόμη φορά τη χώρα!
Με μόνη διαφορά ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα έχει πλήρως αφελληνιστεί και, μαζί με αυτό, θα έχει περάσει ο ουσιαστικός έλεγχος της χώρας σε κάποιες διεθνείς τράπεζες.
Θα μου πείτε: τώρα είναι καλύτερα; Ε, ναι, από το να περάσει ο έλεγχος της χώρας σε κάποιες διεθνείς τράπεζες, προτιμώ την Εθνική σε ημικρατικό καθεστώς, την Αγροτική σε κρατικό καθεστώς, τη Eurobank στο Λάτση, την Alpha στον Κωστόπουλο και την Πειραιώς στο Σάλλα. Και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ισχυρό, ανεξάρτητο και με δημόσιο χαρακτήρα. Δεν με χαλάει και που η Εμπορική είναι στους Γάλλους, δίνει έναν τόνο διαφοροποίησης και μία ισχυρή τράπεζα του εξωτερικού με μεγάλο δίκτυο στην Ελλάδα. Συνηθίσαμε, μάθαμε, επιβιώνουμε. Τα έχουμε βρει λίγο-πολύ στην οικονομική μας καθημερινότητα με τις σταθερές του τραπεζικού συστήματος. Το παιχνίδι είναι σχετικά ανοιχτό, η όποια καταπίεση σε ανεκτά επίπεδα, η δυνατότητα πολιτικού έλεγχου υπαρκτή (άλλο ότι δεν γίνεται χρήση της…).
Αν αύριο είναι όλο το τραπεζικό σύστημα στα χέρια των αφεντικών του ΔΝΤ, ποια θα είναι πλέον η οικονομική καθημερινότητα του Έλληνα;
Μήπως τότε θα πάμε σε πλήρη υπαλληλοποίηση και οριστική εξαθλίωση της μεσαίας τάξης;
Μήπως τότε ολοκληρωθεί το σχέδιο υποταγής της ελληνικής κοινωνίας;
Σενάρια συνωμοσίας; Μακάρι…
Επώνυμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου