- Η πολιτική του «πολύ λίγα, πολύ αργά» από ΕΚΤ και κυβερνήσεις απειλεί το διεθνές σύστημα με νέα «έκρηξη» χειρότερη από αυτή της Lehman
- Άμεσο κίνδυνο χρεοκοπίας της Ελλάδας και του εθνικού τραπεζικού συστήματος προεξοφλούν οι αγορές, κίνδυνος «ξηλώματος» του… πουλόβερ της βοήθειας
Τους κινδύνους που διατρέχει η Ευρώπη, αλλά και το διεθνές σύστημα, συνόψισε σχεδόν με τραγικό τρόπο ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομικών, Όλι Ρεν, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε χθες: «Λίγα γνώριζαν οι αρχές στις ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο του 2008, για το πού θα οδηγούσε η κατάρρευση της Lehman Brothers. Η συνέπεια ήταν, ότι το διεθνές οικονομικό σύστημα παρέλυσε με ένα τρόπο, που οδήγησε στη μεγαλύτερη παγκόσμια ύφεση από τη δεκαετία του ’30. Οι συνέπειες από μια πτώχευση της Ελλάδας θα ήταν παρόμοιες, αν όχι χειρότερες». Και η Γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ, που με τη στάση της έχει αναδειχθεί σε υπ’ αριθμόν 1…. μπουρλοτιέρη του διεθνούς συστήματος, τόνισε χθες ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένας πόλεμος πολιτικών ηγεσιών και αγορών, για την έκβαση του οποίου αρκετοί πλέον προεξοφλούν τα χειρότερα.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, πολιτικοί και οικονομικοί, δείχνουν να βρίσκονται συνεχώς σε εγρήγορση, αλλά οι κινήσεις τους μονίμως βρίσκονται μερικά βήματα πίσω από τον ξέφρενο βηματισμό των… εκδικητών της παγκόσμιας κεφαλαιαγοράς, που όσο βλέπουν αναποτελεσματικές αντιδράσεις, τόσο περισσότερο εξωθούν την κατάσταση σε οριακά σημεία:
- Στη χθεσινοβραδινή Σύνοδο Κορυφής του Eurogroup αναμενόταν η έγκριση του «πακέτου» των τουλάχιστον 120 δις. ευρώ για την Ελλάδα, με «αντάλλαγμα» τα μέτρα λιτότητας συνολικού ύψους 30 δις. ευρώ, που εγκρίθηκαν επεισοδιακά από την ελληνική Βουλή την Πέμπτη. Όμως, πέραν τούτου, αλλά και ορισμένων φραστικών παρεμβάσεων υπέρ της Ελλάδας και της σταθερότητας του ευρώ, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν αναμενόταν να κάνουν άλλα βήματα για να αποδείξουν στις αγορές, ότι μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο την κρίση χρέους στους κόλπους της Ευρωζώνης.
- Ενδεικτικό της βραδύτητας με την οποία σέρνεται πίσω από τις εξελίξεις η Ευρωζώνη, είναι ότι μόλις χθες έγινε γνωστό, ότι η Κομισιόν θα έχει την επόμενη εβδομάδα έτοιμες τις προτάσεις της για τη δημιουργία μόνιμου μηχανισμού στήριξης όσων άλλων χωρών της Ευρωζώνης αντιμετωπίσουν δυσκολίες πρόσβασης για δανεισμό από τις αγορές. Προφανώς η καθυστέρηση δεν είναι άσχετη με την αναμονή του εκλογικού αποτελέσματος στις αυριανές τοπικές εκλογές στην Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, καθώς οι Γερμανοί ψηφοφόροι είναι σφόδρα αντίθετοι στην προοπτική ενίσχυσης «σπάταλων» χωρών. Όμως, οι αγορές δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν τους πολιτικούς και ήδη έχουν ανεβάσει σε πρωτοφανή επίπεδα το spread δανεισμού της Πορτογαλίας και της Ισπανίας και άγνωστο είναι τι θα συμβεί ακόμη μέχρι να τελειώσει και αυτή η περίπλοκη ευρω-διαπραγμάτευση για το μόνιμο μηχανισμό στήριξης.
- Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχώρησε χθες σε έκτακτη τηλεδιάσκεψη με υψηλά στελέχη των πενήντα μεγαλύτερων τραπεζών της Ευρωζώνης, όπου, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, περιορίσθηκε στην καταγραφή της άθλιας κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στην ευρωπαϊκή χρηματαγορά, που παραπέμπει στις πρώτες ημέρες μετά το «σκάσιμο» της Lehman, καθώς ουδείς τραπεζίτης γνωρίζει πόσα και ποια «τοξικά» κρύβονται στα χαρτοφυλάκια των άλλων και όλοι μαζί διστάζουν να δανείσουν τους άλλους στη διατραπεζική. Την Πέμπτη, ο Ζαν Κλωντ Τρισέ είχε απογοητεύσει τις αγορές, δείχνοντας ότι θα επιμείνει στη συντηρητική, για τις περιστάσεις, νομισματική πολιτική, χωρίς πρόσθετες «παροχές» στις αγορές, είτε με τη μορφή της αγοράς κρατικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά, που θεωρείται το «πυρηνικό όπλο» της ΕΚΤ, είτε με μια νέα μείωση του βασικού επιτοκίου, είτε με άλλες παρεμβάσεις στις αγορές.
- Οι υπουργοί Οικονομικών του G-7, ανήσυχοι από την κατρακύλα του ευρώ, που βρίσκεται στο 1,27 δολ. πλέον, αλλά και από τους κινδύνους αποσταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματος διεθνώς, συγκάλεσαν χθες έκτακτη τηλεδιάσκεψη, όπου όμως αναμενόταν ότι δεν θα προχωρούσαν σε δηλώσεις περί παρεμβάσεων στην αγορά συναλλάγματος. Το κλίμα που επικρατεί στο G-7 είναι ιδιαίτερα εχθρικό για τους Ευρωπαίους, καθώς οι εκπρόσωποι των άλλων μεγάλων οικονομικών δυνάμεων απελπίζονται από την αδυναμία τους να παρέμβουν δραστικά στην κρίση και χθες έγιναν αρκετές δηλώσεις δυσφορίας, με την πιο «αιχμηρή» να έρχεται από τον Ιάπωνα υφυπουργό Οικονομικών, αρμόδιο για θέματα συναλλαγματικής πολιτικής.
- Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στο μεταξύ, αναμένεται αύριο να εγκρίνει το πρόγραμμα σταθεροποίησης της Ελλάδας και την παροχή χρηματοδοτήσεων, χωρίς όμως να φαίνεται στον ορίζοντα κάποια «έκπληξη» που θα μπορούσε να αλλάξει τη ροή των εξελίξεων στις αγορές. Αξιωματούχοι του Ταμείου δεν κρύβουν τους φόβους τους για την πορεία εφαρμογής του ελληνικού προγράμματος, μετά την κοινωνική έκρηξη στην Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες και έχουν αποδυθεί σε προσπάθειες αποστασιοποίησης από τα σκληρά μέτρα. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του Νο2 του Ταμείου, Τζον Λίπσκι, στην τηλεόραση του “Bloomberg”, όπου ισχυρίσθηκε, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ότι το ΔΝΤ δεν επέβαλε μέτρα στην κυβέρνηση, αλλά πρόκειται για ένα πρόγραμμα που διαμορφώθηκε με πρωτοβουλία της Αθήνας!
Πάει… στράφι το «πακέτο»;
Στις ημέρες που μεσολάβησαν από την περασμένη Κυριακή και την έγκριση της διεθνούς στήριξης στην Ελλάδα, με «πακέτο» χρηματοδοτήσεων που θα αρχίζει από τα 120 δις. ευρώ και μπορεί να είναι τελικά πολύ μεγαλύτερο, οι αμφιβολίες για τη δυνατότητα εφαρμογής του «πικρού» σταθεροποιητικού προγράμματος έχουν κορυφωθεί και ήδη πολλοί, ανάμεσά τους ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν, πιστεύουν ότι η Ελλάδα δεν θα αποφύγει ούτε την πτώχευση, ούτε και την έξοδο από την Ευρωζώνη.
Τα «μαθηματικά», αλλά και το πολιτικό περιεχόμενο του «πακέτου» ελάχιστους πείθουν ότι μπορεί απρόσκοπτα να εφαρμοσθεί: αφενός φαίνεται παράλογο να περιμένει κανείς ότι μπορούν από μια οικονομία σε ύφεση να εξοικονομηθούν με τα μέτρα 12 μονάδες του ΑΕΠ, που ισοδυναμούν με αφαίρεση έως και 90 δις. ευρώ σε τρία χρόνια από την τελική ζήτηση. Η δυναμική της ύφεσης που δημιουργείται από τα μέτρα είναι τόσο ισχυρή, ώστε να θεωρείται απολύτως αβέβαιη η επίτευξη των στόχων για το ΑΕΠ και, κατ’ επέκταση, των δημοσιονομικών στόχων.
Σε πολιτικό επίπεδο, οι αγορές φοβούνται, ότι τους επόμενους μήνες θα είναι ορατός ανά πάσα στιγμή ο κίνδυνος να υπάρξουν αποκλίσεις στην εφαρμογή του προγράμματος, που θα οδηγήσουν σε αυτόματη αναστολή της παροχής πιστώσεων. Στην περίπτωση αυτή, η χώρα οδηγείται σε κάποια μορφή πτώχευσης, πιθανότατα δε σε αναδιαπραγμάτευση του χρέους, που θα «κουρέψει» έως και κατά 70% τις απαιτήσεις των πιστωτών, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της S&P. Αυτό σημαίνει, ότι και μετά την έγκριση της παροχής βοήθειας, ο κίνδυνος χρεοκοπίας θα είναι ορατός διαρκώς, γι’ αυτό και οι αποδόσεις των διετών ελληνικών ομολόγων βρίσκονται σε αστρονομικά ποσοστά (πάνω και από το 15%).
Μια νέα «απειλή» για το σχέδιο στήριξης είναι η κατακόρυφη αύξηση τις τελευταίες ημέρες του κόστους χρηματοδότησης των περιφερειακών χωρών της Ευρωζώνης: ήδη η Πορτογαλία βλέπει τις αποδόσεις των ομολόγων της να είναι υψηλότερες από το 5% με το οποίο θα πρέπει να δανείσει την Ελλάδα. Αν αυτή η δυναμική συνεχισθεί, σύντομα για αρκετές χώρες το να δανείζουν την Ελλάδα με 5% θα ισοδυναμεί με επιδότηση επιτοκίου και θα δημιουργεί ζημιές για τους δανειστές, δημιουργώντας νέα πολιτικά ζητήματα για το «πακέτο».
Ένα άλλο ερώτημα που φαίνεται ότι απασχολεί τις αγορές είναι αν υπάρχουν πειστικά σχέδια σταθεροποίησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, το οποίο βρίσκεται σήμερα στο χείλος της αβύσσου. Η συμφωνία στήριξης της χώρας συνοδεύεται από μέτρα ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, με ποσό που μπορεί να φθάσει τα 10 δις. ευρώ, ενώ προβλέπεται και η παροχή εγγυήσεων δανεισμού από το Δημόσιο, αλλά και άφθονων χρηματοδοτήσεων από την ΕΚΤ. Παρά ταύτα, ακόμη και τις τελευταίες ημέρες, αφού έγιναν δηλαδή γνωστά αυτά τα έκτακτα μέτρα στήριξης των τραπεζών, οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν αποκλεισμένες από τη διατραπεζική αγορά και συντηρούνται μόνο με ρευστότητα από την ΕΚΤ, ενώ ουδείς γνωρίζει πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί μια νέα φάση μαζικής αποχώρησης καταθετών, στην περίπτωση που πεισθούν ότι επίκειται χρεοκοπία της χώρας.
Αυστηρή κηδεμονία
Σύμφωνα με το κείμενο συμφωνίας που έχει υπογράψει η κυβέρνηση, για τη σταθεροποίηση των τραπεζών προβλέπεται η σύσταση του νέου Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας:
Σκοπός του Ταμείου είναι να διατηρήσει τη σταθερότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, χορηγώντας ίδια κεφάλαια σε περίπτωση σημαντικής συρρίκνωσης των κεφαλαίων. Τα ίδια κεφάλαια θα παρέχονται με τη μορφή προνομιούχων μετοχών, οι οποίες θα μετατρέπονται σε κοινές, σε επόμενο στάδιο και σύμφωνα με κανόνες που θα εξειδικευθούν περαιτέρω στη νομοθεσία θέσπισης του Ταμείου. Η συμμετοχή του Ταμείο σε τράπεζες θα είναι υποχρεωτική και θα ενεργοποιείται όταν δεν καλύπτονται οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και όταν δεν μπορεί να βρεθεί άλλη ιδιωτική λύση.
Εάν τα πιστωτικά ιδρύματα δεν δύνανται να συγκεντρώσουν εγκαίρως επιπρόσθετα κεφάλαια για να αποπληρώσουν το Ταμείο, θα εφαρμόζεται σχέδιο αναδιάρθρωσής τους υπό την αιγίδα του Ταμείο, κατ’ εφαρμογήν των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων.
Το Ταμείο θα χρηματοδοτείται με ποσό 10 δις ευρώ από την ελληνική κυβέρνηση από πηγές προερχόμενες από το κοινό πρόγραμμα ΕΕ/ΔΝΤ. Αυτό σημαίνει ότι ο κίνδυνος ζημιών αναλαμβάνεται πλήρως από την ελληνική κυβέρνηση ως κύριος μέτοχος του Ταμείου. Η αγορά των προνομιούχων μετοχών του Ταμείου θα γίνει τοις μετρητοίς.
Η νομοθεσία θέσπισης του Ταμείου θα προβλέπει ότι κατά την εκτέλεση των υπό του νόμου καθηκόντων τους, ούτε ο Διοικητής της ΤτΕ, ούτε κάποιο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου θα αναζητήσουν ή λάβουν οδηγίες από την ελληνική κυβέρνηση ή από άλλο κρατικό φορέα.
Για την εκπλήρωση των στόχων του το Ταμείο θα έχει ορισμένες εξουσίες στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχει χρηματοδοτήσει, και οι οποίες θα ασκούνται μετά από διαβούλευση με την ΤτΕ. Ειδικότερα, θα μπορεί να απαιτεί από την ΤτΕ να του παρέχει για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κάθε πληροφορία απαραίτητη για την ολοκλήρωση του σκοπού του, να ορίζει ένα μέλος στο ΔΣ του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, να απαιτεί από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα την υποβολή σχεδίου αναδιάρθρωσης, να έχει δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) σε αποφάσεις ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος (επιχειρηματική στρατηγική, απόδοση μερισμάτων, θέματα μισθοδοσίας, ρευστότητας και διαχείρισης ενεργητικού παθητικού κ.λ.π.), να συγκαλεί τη ΓΣ των μετόχων του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος όπως ορίζει το εταιρικό δίκαιο, να απαιτεί τη μετατροπή των προνομιούχων μετοχών σε κοινές, να προχωρά σε διαγνωστικές μελέτες και ειδικούς ελέγχους με τη βοήθεια εξωτερικών ελεγκτών για να αξιολογείται η φερεγγυότητα του τραπεζικού ιδρύματος όταν το Ταμείο κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο. Η ΤτΕ και το Ταμείο θα νομιμοποιούνται για την μέγιστη δυνατή ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών που ορίζει η κοινοτική νομοθεσία.
Τα πιστωτικά ιδρύματα θα καταβάλλουν μη σωρευτική αποζημίωση με βάση τους κανόνες της αγοράς, εκτός εάν η ανάλυση του σχεδίου αναδιάρθρωσης δικαιολογεί μία εναλλακτική προσέγγιση. Μία μη σωρευτική αποζημίωση με βάση τους κανόνες της αγοράς μπορεί να είναι είτε 10%, ή εξαρτώμενη από το προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος και την ποιότητα του κεφαλαίου, μεταξύ 7% και 9.3%, ενώ το κεφάλαιο πρώτης βαθμίδας (tier 1) για βασικά υγιή πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει κανονικά να αποζημιώνεται με όχι λιγότερο από 9%.
Τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα καταβάλλουν μερίσματα ή εξοφλούν κουπόνια σε υβριδικό κεφάλαιο, εκτός αν είναι υποχρεωμένα εκ του νόμου να το κάνουν, κάτι που εφαρμόζεται στην περίπτωση κερδοφόρου πιστωτικού ιδρύματος (εν τούτοις το πιστωτικό ίδρυμα δεν θα επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει αποθεματικά για να παρουσιάσει κέρδη).
Το πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να επαναγοράσει τις προνομιούχες μετοχές στο ίδιο ποσό με αυτό που επενδύθηκε αρχικά σε αυτό. Μετά από 5 χρόνια οι μετοχές πρέπει να επανακτηθούν ή πρέπει να αποζημιωθούν με πρόστιμο. Αν δεν μπορούν να επανακτηθούν γιατί δεν καλύπτονται τα κριτήρια κεφαλαιακής επάρκειας, οι προνομιούχες μετοχές πρέπει να μετατραπούν σε κοινές μετοχές.
Κάθε σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να είναι σύμφωνο με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και να εγκριθεί με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με στόχο να διασφαλιστεί ότι το πιστωτικό ίδρυμα θα ανακτήσει τη βιωσιμότητά του στο τέλος της περιόδου αναδιάρθρωσης, ότι θα επιτευχθεί ο επιμερισμός του κόστους ανάμεσα στους μετόχους και ότι θα περιοριστεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου