Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Η ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ: ΓΕΙΤΟΝΙΚΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ

Μια εμπεριστατωμένη παρουσίαση του επίμαχου θέματος από τον ομ. Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ιωάννη Τουλουμάκο.

Ι

«Στον λαό μας έπρεπε να περάσουμε το μήνυμα ότι τον λαό μας και τον ελληνικό λαό δεν τους χωρίζει τίποτε. Έχουμε στο κάτω-κάτω την ίδια πίστη, την ίδια θρησκεία, ίδια ήθη και έθιμα. Και έχουμε παρόμοιο ταμπεραμέντο γι’ αυτό ανήκουμε στην ίδια ευρύτερη μεσογειακή φυλή. Και δεν υπάρχει λόγος να δημιουργηθεί μίσος και έλλειψη ανοχής μεταξύ των δύο λαών».

Η δήλωση αυτή –όπως και άλλες παρόμοιες– περιέχεται στην συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» (φ. της 29 Ιουνίου 1997) ο τότε πρόεδρος της γειτονικής χώρας Κίρο Γκλιγκόροφ. Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι μία (υπερβολική) διπλωματική φιλοφρόνηση που οφείλεται σε περιστασιακή πολιτική σκοπιμότητα· δεν είναι όμως: Αντιθέτως αποτελεί έκφραση μιας στρατηγικής επιλογής που έγινε με την μακρά πείρα, την πνευματική ευστροφία, την πολιτική παιδεία αλλά και διορατικότητα ενός ηγέτη, στον οποίο το γειτονικό κράτος οφείλει κατά κύριο λόγο την συγκρότηση και διεθνή αναγνώρισή του σε οπωσδήποτε δύσκολους καιρούς. Την ιστορική, αλλά και πολιτική σημασία που κατά τη γνώμη μου εξακολουθεί να έχει η δήλωση, δείχνουν μερικά χαρακτηριστικά, προηγούμενα και επόμενα, γεγονότα:

Έγινε τρία περίπου χρόνια αφ’ ότου είχε επιβληθεί στην γειτονική χώρα από την ελληνική κυβέρνηση ο γνωστός οικονομικός αποκλεισμός (Φεβρουάριος 1994) και ενάμισυ χρόνο μετά την δολοφονική απόπειρα, η οποία πιθανώτατα οργανώθηκε από εξτρεμιστικά εθνικιστικά στοιχεία του εξωτερικού (τον «Μακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό»), που αντιτάσσονταν στην πολιτική της προσέγγισης προς την Ελλάδα του Γκλιγκόροφ (Οκτώβριος 1995).

Κατά την συνάντηση εκπροσώπων των χωρών της ΝΑ Ευρώπης που έγινε στις 8 Απριλίου 1997 στα Σκόπια, το γειτονικό κράτος εκπροσωπήθηκε ως «φιλοξενούσα χώρα» και όχι με το «συνταγματικό του όνομα («Μακεδονία») – για χάρη, όπως αναφέρθηκε στην εγχώριο τύπο «των καλών σχέσεων με την Αθήνα», γεγονός που επικρίθηκε από άλλα πολιτικά κόμματα με οξείς χαρακτηρισμούς κατά του Γκλιγκόροφ (βλ. εφ. «Μακεδονία», φ. της 11.4.1997). Τονίζοντας την ανάγκη της συνεργασίας μεταξύ των δύο λαών ο ίδιος εδήλωνε τέσσερεις μέρες αργότερα σε συνέντευξή του σε ελληνική εφημερίδα «Πρέπει να γνωριστούμε καλύτερα» («Καθημερινή», ρεπορτάζ με τίτλο την φράση αυτή, φ. της 15.4.1997).

Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2001, λίγο μετά την εξέγερση των Αλβανών στο γειτονικό κράτος ο Γκλιγκόροφ σε συνέντευξη τύπου στα Σκόπια θεωρούσε ως καλύτερη λύση για την χώρα του την κοινή θέση πολιτικών και διανοουμένων, που είχε υποστηριχθεί κατά τον κλυδωνισμό της Γιουγκοσλαβίας, δηλ. την Συνομοσπονδία με την Ελλάδα (εφ. «Ελευθεροτυπία», 13 Ιουνίου 2001). Στο ίδιο ρεπορτάζ της ελληνικής εφημερίδας παρατίθεται αμέσως κατόπιν το εξής σχετικό απόσπασμα από την συνέντευξη ενός από τους επιφανέστερους συγγραφείς της χώρας και πολιτικού (πρώτου προέδρου του Κόμματος της Δημοκρατικής Ευημερίας), Άντε Ποπόφσκι στην γαλλική εφημερίδα «Liberation» (φ. της 21 Μαρτίου 2001): «Είμαι υπέρ μιας συνομοσπονδίας με την Ελλάδα. Δεν θα κινδυνεύσουμε να χάσουμε την ταυτότητά μας, επειδή η γλώσσα μας είναι εντελώς διαφορετική από την ελληνική ενώ μοιάζει πολύ με την Σερβική και την Βουλγαρική, τους δύο άλλους μεγάλους γείτονές μας».

ΙΙ

Με την ελληνική μετάφραση των «Απομνημονευμάτων» του, που εκδόθηκε την άνοιξη του ίδιου χρόνου (2001), ο Γκλιγκόροφ αποσκοπούσε προφανώς πρωτίστως στο να γίνει γνωστή στην κοινή γνώμη της χώρας μας αυτή η πολιτική στρατηγική της φιλικής συνύπαρξης με την Ελλάδα και τις άλλες γειτονικές χώρες – απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη της δικής του χώρας στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (σ. 434). Η φράση «Το καλό των γειτόνων μας είναι και δικό μας και το δικό τους κακό είναι κακό και για μας», την οποία, όπως γράφει, έχει πει πολλές φορές, εκφράζει, νομίζω, καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη το πνεύμα αυτής της στρατηγικής. Από τα «Απομνημονεύματά» του μαθαίνει όμως ο Έλληνας αναγνώστης και μερικά άλλα εξαιρετικά χρήσιμα και αναγκαία, για να μπορεί να εκτιμήσει καλύτερα αυτήν την πολιτική, αλλά και για να γνωρίσει και να καταλάβει ιδεολογίες και συμπεριφορές στην γειτονική χώρα. Μαθαίνει π.χ.

Τον τρόπο σκέψης και δράσης των εσωτερικών πολιτικών αντιπάλων.

Τα προβλήματα των σχέσεων με τις άλλες γειτονικές χώρες [Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Αλβανία, όπως και με την αλβανική μειονότητα (ή «συνιστώσα»)].

Τις αναγκαιότητες που καθορίζουν την σταθερότητα αλλά και την ίδια την υπόσταση του γειτονικού κράτους.

Την νοοτροπία και τις συμπεριφορές και τις ενίοτε καθοριστικές για την πολιτική ζωή της χώρας δραστηριότητες των συμπατριωτών του του Εξωτερικού. [Συνοπτική παρουσίαση των «Απομνημονευμάτων» του Γκλιγκόροφ βλ. στο βιβλίο του γράφοντος «Η Ελλάς και το κράτος των Σκοπίων: Παραλειπόμενα σε μία ατυχή διένεξη», Θεσσαλονίκη 2008].

Και κάτι άλλο ακόμη που αφορά τις σχέσεις του γειτονικού κράτους με την Ελλάδα: την συχνά επαναλαμβανόμενη στα «Απομνημονεύματα» φράση ότι τα προβλήματα που υπάρχουν, θα έπρεπε και θα μπορούσαν να λυθούν όχι με την διαμεσολάβηση (όπως συνέβαινε και συμβαίνει), αλλά με απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις. Είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η μια πλευρά μπορεί να γνωρίσει και να καταλάβει τις (πραγματικές) αναγκαιότητες της άλλης, αλλά και να καταλάβει επίσης γιατί και πού η σύγχρονη πραγματικότητα και η προοπτική για το μέλλον επιβάλλουν τον απαραίτητο για την γειτονική συμβίωση συμβιβασμό.

Μία κατατοπιστική μελέτη των σχέσεων της χώρας μας με το γειτονικό κράτος από την σύστασή του (το 1991) ως σήμερα, όπου π.χ. θα εξετάζονταν ιδέες, πληροφορίες, κρίσεις ή προτάσεις (όπου και όποτε έγιναν) από τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, Έλληνες και ξένους διπλωμάτες, τον ημερήσιο ελληνικό και ξένο (ευρωπαϊκό ή αμερικανικό) τύπο, τον τύπο του γειτονικού κράτους και των άλλων βαλκανικών χωρών και θα σχολιάζονταν η πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων, εξ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει. Ενδιαφέρουσες και κατά την γνώμη μου ακόμη χρήσιμες επισκοπήσεις της διένεξης υπάρχουν στο βιβλίο του πολιτικού και υπουργού των Εξωτερικών (1992-1993) Μιχ. Παπακωνσταντίνου, «Το Ημερολόγιο ενός πολιτικού - Η εμπλοκή των Σκοπίων», Αθήνα 1995, στο βιβλίο του διπλωμάτη (πρέσβεως) Γ. Σέκερη, «Η Ελλάδα στη “Νέα Τάξη” - Η εθνική μας στρατηγική στον 21ο αι.», Αθήνα 2004, σ. 437-452 και στα «Απομνημονεύματα» του Γκλιγκόροφ (Αθήνα 2001, σ. 155-476).

Για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικά στοιχεία το καθένα τεκμηριώνουν την δικαιολογημένη (από το ορατό στους πάντες σήμερα αποτέλεσμα) άποψη ότι στην χώρα μας δεν υπήρχε ούτε υπάρχει συγ­κεκριμένη πολιτική με σαφείς στόχους και σταθερή βούληση στο ζήτημα αυτό, διότι δεν υπήρχε ούτε υπάρχει εξαιτίας της γνωστής εσωστρέφειας (ή του λεγομένου «πολιτικού κόστους», που κατά την φράση του Μ. Παπακωνσταντίνου μας εμποδίζει να δούμε το «εθνικό κέρδος») εθνική στρατηγική.

ΙΙΙ

Στην διένεξη με το κράτος των Σκοπίων η απουσία εθνικής στρατηγικής φαίνεται πρωτίστως στην βασικής σημασίας αντίφαση που χαρακτηρίζει την πολιτική της χώρας μας προς αυτό: Από τη μια μεριά θεωρείται –όπως και είναι– αναγκαία και χρήσιμη η ύπαρξη και η σταθερότητα του κράτους αυτού για τη χώρα μας (οι εξαιρέσεις στην πολιτική ή στην διπλωματία είναι, ως γνωστόν, ελάχιστες), από την άλλη έλειπε και εξακολουθεί να λείπει κάθε εποικοδομητική (και για τα εθνικά μας συμφέροντα) πρωτοβουλία στα βασικά σημεία της διένεξης: την ονομασία του κράτους και την ονομασία του έθνους. Η επιβαλλόμενη από την γειτονική συμβίωση διαπραγμάτευση δεν έγινε ποτέ, έγινε όμως και εξακολουθεί να γίνεται (στο πλαίσιο ή ακριβέστερα: στο περιθώριο της λεγόμενης διαμεσολάβησης), η αντιπαράθεση στις προκλήσεις από διάφορους φορείς και παράγοντες της άλλης πλευράς που εκδηλώνονται με διαφορετική συχνότητα και έκταση σε τρία θέματα: το ιδεολόγημα της «ενωμένης μεγάλης Μακεδονίας» (με τους γνωστούς χάρτες), το ζήτημα της «μακεδονικής μειονότητας» και την οικειοποίηση του ιστορικού παρελθόντος.

Τα γεγονότα και τα αποτελέσματα που τεκμηριώνουν την αποτυχία είναι γνωστά: Αφού ένας σημαντικός αριθμός κρατών είχε αναγνωρίσει την γειτονική χώρα με το «συνταγματικό» της όνομα, απετράπη η ένταξή του με αυτό στο ΝΑΤΟ με την απόφαση της συνόδου του Απριλίου 2008 για να επικρατήσουν κατόπιν και να επικρατούν ως σήμερα πολιτικές δυνάμεις στην γειτονική χώρα, οι οποίες αυτοβούλως ή έξωθεν κατευθυνόμενες καθιστούν ποικιλοτρόπως δύσκολη την συνεννόηση· και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ο «ειδικός μεσολαβητής» να προτείνει την ονομασία «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» για διεθνή χρήση, «Δημοκρατία της Μακεδονίας» για εσωτερική χρήση, επί πλέον δε κανένα από τα δύο μέρη να μην μπορεί να χρησιμοποιεί σε αποκλειστική βάση τα ονόματα «Μακεδονία» και «μακεδονικός» για εμπορικούς σκοπούς (!) Τώρα, τον Ιούλιο του 2009, ο μεσολαβητής επανέρχεται με την ίδια πρόταση για την ονομασία της χώρας, αφήνοντας τα άλλα έξω από την διαπραγμάτευση (εφ. «Καθημερινή» φ. 8.7.2009, «Ελευθεροτυπία», 12.7.2009). Η κάθε άλλο παρά πρωτότυπη πρόταση για την ονομασία (βλ. τον μακρύ κατάλογο ονομασιών που παραθέτει ο Γκλιγκόροφ, «Απομνημονεύματα», σ. 198-211), οι συναφείς με αυτήν ιδέες του μεσολαβητού, αποτελούν σαφή οπισθοδρόμηση στα 18 χρόνια της αντιπαράθεσης, σαφώς μειωτική για την χώρα μας – μετά τα «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» (τον Ιούνιο του 1993), την Ενδιάμεση Συμφωνία (το 1995), την διαλλακτική πολιτική του Γκλιγκόροφ και τις άγνωστες στους πολλούς συμφωνίες γαι αμυντική συνεργασία της χώρας μας με το γειτονικό κράτος (14 Ιουλίου 1999, 23 Μαΐου 2002: Βλ. Γ. Σέκερη, όπ.π., σ. 444/5).

IV

Αν η αποδειχθείσα ως αναποτελεσματική –και με την παρούσα μορφή της– επιβλαβής για την χώρα μας διαμεσολάβηση, προς το παρόν τουλάχιστον δεν μπορεί να αντικατασταθεί με την προταθείσα το 1994 από τον Μ. Παπακωνσταντίνου (βλ. «Ημερολόγιο», σ. 89) και το 2001 από την Κ. Γκλιγκόροφ («Απομνημονεύματα», σ. 329, 403 κ.α.) άμεση διαπραγμάτευση, πρέπει και μπορεί η χώρα μας να πάρει την πρωτοβουλία εκείνη, που θα της επιτρέψει να αποφύγει το σημερινό αδιέξοδο ή δυσμενείς για την ίδια συμβιβασμούς και σε κάθε περίπτωση να παίζει αντί του σημαντικού ρόλου που μπορούσε να παίξει στα Βαλκάνια, να υφίσταται τις γνωστές μειώσεις και να αποτελεί κατά την φράση πρώην (Έλληνα) πρωθυπουργού «μέρος του προβλήματος». Αυτό σημαίνει ότι (παραμερίζοντας τον διαμεσολαβητή) μπορεί να διατυπώσει με την καταλληλότερο τρόπο στην γειτονική χώρα και στην διεθνή κοινότητα την πρότασή της στο (ως βασικό θεωρούμενο) θέμα της ονομασίας και τις θέσεις της στα άλλα, λίγο πολύ άμεσα με αυτό συνδεόμενα ζητήματα.

1. Η ονομασία του κράτους

Η πρώτη αναμφισβήτητη απ’ όλους και έκδηλη πραγματικότητα που μπορεί και πρέπει να αποτελεί την βασική αφετηρία για την επίλυση του προβλήματος είναι κατά τη γνώμη μου η πληθυσμιακή ιδιομορφία του γειτονικού κράτους, όπου οι Αλβανοί κατά την τελευταία απογραφή του 2002 αποτελούν με το 25% εθνική συνιστώσα (με τα γνωστά παρεπόμενα) και ακολουθούν με συνολικό ποσοστό 10,5% άλλες μειονότητες. Συνδυαζόμενη με την επίσης αυτονόητη ανάγκη να δηλώνεται η ενότητά του ως πολιτειακής οντότητας, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό – ενότητα που απαιτεί η σταθερότητα της περιοχής, και επιθυμούν, εκτός από τους κυβερνώντες σε αυτό, ιδιαιτέρως η Ελλάς και ο διεθνής παράγων, η αφετηρία αυτού οδηγεί στην ονομασία: «Ενωμένη (ή Ενιαία) Δημοκρατία Makedonja» (αγγλιστί: United Republic of Macedonja), όπου με «Makedonja» εννοείται η εδαφική περιοχή.

Κατά την μετάφραση γνώστη της εγχώριας γλώσσας η απόδοση της προτεινόμενης ονομασίας σε αυτήν θα ήταν: Obedineta Republika Makedonija. Αυτονόητο είναι ότι η Ελλάς θα διατηρεί το (αποκλειστικό) δικαίωμά της στην διεθνή χρήση του (ελλη­νι­κού) ονόματος Μακεδονία (Macedonia, Makedonien, Μacedoine) και των παραγώγων του.

Την πραγματικότητα αυτή παραγνωρίζει η χρήση της λεγόμενης «συνταγματικής ονομασίας» Δημοκρατία της Μακεδονίας (Republic of Macedonia), όπου δεν εννοείται η κατοικηθείσα από Σλάβους και μόλις πριν από μερικές δεκαετίες ονομασθείσα έτσι περιοχή, αλλά όλος ο γεωγραφικός, με εντελώς διαφορετικό ιστορικό περιεχόμενο, γεωγραφικός χώρος. Χωρίς την δήλωση αυτού του επίσης ιδιαίτερης σημασίας χαρακτηριστικού (σλαβικού) στοιχείου, οποιαδήποτε άλλη σύνθετη ονομασία είναι για την ευρύτερη περιοχή, αλλά και το ίδιο το κράτος λίγο-πολύ προβληματική[1]. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Μ. Παπακωνσταντίνου είχε προτείνει στον C. Vance τον Μάρτιο του 1993 αντί της δικής του πρότασης Nova Macedonia –την οποία υποστήριξαν αργότερα σε δοκίμιό τους τέσσερεις κορυφαίοι Έλληνες διπλωμάτες[2]– το κράτος να λέγεται (αμετάφραστα) Novamacedonija (Ημερολόγιο, σ. 386). Η επιμονή στην χρήση της «συνταγματικής ονομασίας» οφείλεται, όπως φαίνεται και από τα γραφόμενα του Γκλιγκόροφ («Απομνημονεύματα», σ. 218-221) εν μέρει στην αντίληψη ότι έτσι κατοχυρώνεται η αναγνώριση της εθνικής ταυτότητας των Σλάβων κατοίκων. Αυτό δεν είναι απαραίτητο, ως γνωστόν υπάρχουν κράτη, στην ονομασία των οποίων δεν δηλώνεται το έθνος και σε αυτά για περισσότερους λόγους πρέπει να ανήκει και το γειτονικό. Και το σπουδαιότερο: Συμφέρει περισσότερο και στους ίδιους τους γείτονες να δηλώνεται ο χαρακτήρας του κράτους ως ενιαίας πολιτικής οντότητας απ’ όσο μία γενική (και ιστορικά άστοχη) ονομασία.

2. Η ονομασία του έθνους

Ένα έθνος με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που το ξεχωρίζουν από τα άλλα, δηλ. προπάντων: την συλλογική ιστορική μνήμη και την άμεσα με αυτήν συνδεδεμένη βούληση του συνανήκειν σε αυτό, αποτελεί τον κύριο εγγυητή της σταθερότητας του γειτονικού κράτους και κατ’ επέκταση της ευρύτερης περιοχής και η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να μη το αναγνωρίσει αυτό καθ’ εαυτό –σεβόμενη ως μη επιδεχόμενα καμμία αμφισβήτηση, τα δύο εσωτερικά στοιχεία, την συλλογική μνήμη και τη συλλογική βούληση, που αναφέρθηκαν. Στην συγκεκριμένη περίπτωση δέχεται και αναγνωρίζει την ύπαρξη στο γειτονικό κράτος ενός Σλαβικού έθνους που βάσει κοινών ιστορικών εμπειριών θέλει να ξεχωρίζει από τα άλλα (βλ. Γκλιγκόροφ, όπ.π., σ. 19, 25, 220 κ.εξ., 280 κ.εξ.). Δεν μπορεί όμως να δεχθεί την ονομασία «μακεδονικό έθνος» (ή «μακεδονική γλώσσα» ή «μακεδονική μειονότητα»), διότι προσκρούουν τόσο στην ίδια την ιστορική πραγματικότητα όσο και στην πολιτική ηθική. Άλλωστε για τον ίδιο και για ένα άλλο λόγο δεν συμφέρει και στους γείτονες να επιμένουν σε αυτήν την ονομασία.

Η αντίθεση στην ιστορική πραγματικότητα και την πολιτική ηθική: Ο «Μακεδόνας» των Σκοπίων δεν έχει την συλλογική μνήμη και γενικά το συλλογικό αίσθημα του Μακεδόνα της Θεσσαλονίκης, της Κοζάνης, της Φλώρινας και άλλων πόλεων ή χωριών που συνδέονται με την ελληνική προέλευση του ονόματος και την ιστορική παρουσία του αρχαίου ελληνικού φύλου των Μακεδόνων. Παντού όπου βλέπει στην ιδιαίτερη πατρίδα του αρχαίες επιγραφές διαπιστώνει ότι μιλάει με αυτούς την ίδια γλώσσα, καταλαβαίνει τι σημαίνει το όνομα που έχει αυτός και είχαν και πολλοί από εκείνους, όπως καταλαβαίνει τις ίδιες έννοιες της κοινωνικής ζωής και πολλά άλλα. Ο «Μακεδόνας» των Σκοπίων βλέπει τα αρχαία ελληνικά ονόματα (γνωστά από την Μακεδονία και άλλες περιοχές) στις εκατοντάδες αρχαίες επιγραφές της δικής του χώρας, αλλά δεν τα καταλαβαίνει, όπως τα βλέπει, αλλά δεν τα καταλαβαίνει οποιοσδήποτε ξένος τουρίστας· επιμένοντας όμως σε ένα τέτοιο εθνικό αυτοπροσδιορισμό ακυρώνει το διαφορετικό αίσθημα του (σύγχρονου) Έλληνα Μακεδόνα και δίνει την εντύπωση ότι σφετερίζεται το όνομα ενός αρχαίου ιστορικού λαού. Όπως ακυρώνει και την διαφορετική συλλογική μνήμη από γεγονότα (με τις αντίστοιχες, εν μέρει οδυνηρές εμπειρίες) της νεώτερης και σύγχρονης ιστορίας του. Έτσι πρέπει να γίνει κατανοητό το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι ελληνική» με το οποίο εκφράσθηκε σε μεγάλες διαδηλώσεις η εύλογη αντίδραση σε όλα αυτά (όπως άλλωστε πρέπει να γίνει κατανοητό και εξαιτίας των ποικίλων αλυτρωτικών εκδηλώσεων).

«Μακεδονικό έθνος» ή «Μακεδόνες» δεν είναι όμως ορθό να θέλουν ως συλλογικό αυτοπροσδιορισμό οι γείτονες, όχι μόνο διότι κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά και διότι δεν τους συμφέρει. Δεν τους συμφέρει, πρώτα-πρώτα διότι στην γνωστή αντίθεση με τους Βουλγάρους προσθέτουν και την απομόνωση από την Ελλάδα (σε κανένα ελληνικό πανεπιστήμιο ή άλλο δημόσιο ίδρυμα δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί «Μακεδόνες» συνάδελφοι ή να διδαχθεί η «μακεδονική γλώσσα» ή να συνεργασθούν «μακεδονικά» ιδρύματα), ενώ προσκρούει και στην κοινή λογική η αναγνώριση στην χώρα μας «μακεδονικής» μειονότητας[3].

Η διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας στους Σλάβους του γειτονικού κράτους αποτελεί, ως γνωστόν, ιστορικό πρόβλημα, εφ’ όσον πρόκειται για μία χρονικά περιορισμένη διαδικασία με διάφορες φάσεις που δεν έχει ολοκληρωθεί. Η παρούσα φάση που αρχίζει με την δημιουργία και την διεθνή αναγνώριση ενός ανεξάρτητου κράτους είναι προφανώς η περισσότερο ενδιαφέρουσα. Παλαιότερα, αλλά και τώρα, χρησιμοποιείται, ως γνωστόν, στη χώρα μας ο όρος «Σλαβομακεδόνες» (όπου το δεύτερο συνθετικό σημαίνει πάντοτε τον γεωγραφικό προσδιορισμό), ο οποίος, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, είχε γίνει αποδεκτός από την μετριοπαθή ηγεσία (Γκλιγκόροφ, Τσερβενκόφσκι) του γειτονικού κράτους[4]. Ο ίδιος θα μπορούσε να προταθεί και κατά την παρούσα περίσταση με την γεωγραφική αλλά και ιστορική σημασία που δίνουν οι αρχαιολόγοι της γειτονικής χώρας στον χαρακτηρισμό ως «ελληνομακεδονικού» του ονόματος Δημοκράτης (σε επιγραφή από το Marvinci) ή του ονόματος Επιγένης (σε επιγραφή από το Κράτοβο, δυτικά των Σκοπίων)[5].

Πιέσεις προς την άλλη πλευρά για την αποδοχή αυτού ή οποιουδήποτε άλλου δεν μπορούν πάντως να γίνουν, διότι ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός είναι δική της υπόθεση· δική της υπόθεση είναι όμως ακόμη και η εκτίμηση των συνεπειών, όπως και του περιεχομένου της μιας ή της άλλης επιλογής.

3. Η ιστορική πραγματικότητα

Στην ειδική έκδοση του αρχαιολογικού Μουσείου των Σκοπίων με τον τίτλο «Μακεδονικοί Εθνικοί Θησαυροί» και συγκεκριμένα στο άρθρο με τίτλο: «Η πρώιμη κλασσική περίοδος – Παιονία» γράφονται τα εξής: «Οι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής, δηλ. τα φύλα των Παιόνων στο νότιο και οι Θράκες στο ακραίο δυτικό τμήμα της υποτάχθηκαν στους Δωριείς Μακεδόνες που ήλθαν από την Ήπειρο και έχασαν την εθνική τους ταυτότητα, υιοθετώντας την κοινή ονομασία Μακεδόνες»[6]. Το ίδιο υποστηρίζεται σε ιστορική μονογραφία για την πόλη Marvinci (κοντά στην Ειδομένη) που εκδόθηκε επίσης από το Μουσείο των Σκοπίων το 1986[7]. Το πλήθος των ελληνικών επιγραφών που δημοσιεύθηκαν από αρχαιολόγους των Σκοπίων στο διεθνούς κύρους περιοδικό Ziva Antika (= Ζωντανή Αρχαιότητα) και κατόπιν σε ειδική έκδοση της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου[8] και άλλων μνημείων που φθάνουν χρονικά ως και τον 3ο/4ο αι. μ.Χ. αποτελούν την πλέον αναμφισβήτητη απόδειξη για το ελληνικό/μακεδονικό ιστορικό παρελθόν των Σλάβων κατοίκων του γειτονικού κράτους. Αλλά και τα νομίσματα του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου με τις ελληνικές τους επιγραφές, τα οποία χρησιμοποιεί επισήμως (σε γραμματόσημα) το γειτονικό κράτος δηλώνουν για ένα παρατηρητή, που δεν είναι επηρεασμένος από τις ψυχώσεις της διένεξης, την αποδοχή αυτής της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Όλα αυτά σημαίνουν, πως η χώρα μας δεν θα έπρεπε να έχει καμμία αντίρρηση στην χρήση των μνημείων της κλασσικής αρχαιότητας ως συμβόλων στο γειτονικό κράτος. Έχει όμως στην αμφισβήτηση της ελληνικότητας των αρχαίων Μακεδόνων σε διάφορα (όχι μόνο εκλαϊκευτικά) έντυπα, πρώτα-πρώτα διότι είναι παντελώς αντίθετη στην ιστορική πραγματικότητα και έπειτα διότι επιφέρει μια εντελώς περιττή και αδικαιολόγητη επιβάρυνση στις γειτονικές σχέσεις, εμποδίζοντας συγχρόνως αναίτια την δημιουργική, πολιτιστική του ένταξη στην Ευρώπη. Αντίθετα, ο συνδυασμός της αρχαίας (αλλά και της μεσαιωνικής και νεώτερης) ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης με το σλαβικό παρελθόν και παρόν θα βοηθούσε τον γειτονικό λαό στον εθνικό του αυτοπροσδιορισμό, αλλά και θα του προσέδιδε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, χρήσιμο και για την ευρωπαϊκή προοπτική του, όπως την είχε οραματισθεί και επιδιώξει ο Κίρο Γκλιγκόροφ.

4. Το αμοιβαίο συμφέρον: Η ένταξη του γειτονικού κράτους στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ

Στην διακήρυξη περί των στρατηγικών συμφερόντων της γειτονικής χώρας που υπέγραψαν ύστερα από παράκληση του προέδρου του κράτους (και διαδόχου του Γκλιγκόροφ στην ηγεσία του κόμματος της Σοσιαλδημοκρατικής Ένωσης) Μ. Τσερβενκόβσκι οι πολιτικοί αρχηγοί τον Νοέμβριο του 2004 στην Αχρίδα, η Ελλάς χαρακτηριζόταν ως η «κινητήρια δύναμη των διαδικασιών για την ευρωπαϊκή και ευρωατλαντική προσέγγιση της χώρας». Στην σύνοδο αυτή δεν παρέστη ο πρόεδρος του αντιπάλου ΒΜΡΟ (και σημερινός πρωθυπουργός) N. Γκρούεφσκι, υπέγραψε όμως την κοινή δήλωση (βλ. εφ. «Μακεδονία», φ. 11. Νοεμβρίου 2004 και εφ. «Καθημερινή», φ. της 14. Νοεμβρίου 2004). Προφανώς η πρωτοβουλία αυτή του προέδρου υπαγορεύθηκε από τον αντίκτυπο της αναγνωρίσεως του γειτονικού κράτους από τις ΗΠΑ με το όνομα «Μακεδονία» λίγες ημέρες πριν, είναι όμως και γι’ αυτό ενδεικτική και οπωσδήποτε εκφράζει την φιλική στάση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού απέναντι στη χώρα μας, όπως έδειχναν οι «υψηλές θέσεις» που είχε η στάση αυτή στις δημοσκοπήσεις των ημερών αλλά και οι δηλώσεις άλλων πολιτικών παραγόντων, π.χ. του δημάρχου της Δοϊράνης («Οι Έλληνες είναι οι καλύτεροι φίλοι μας») (εφ. «Καθημερινή», «Μακεδονία», όπ.π.).

Δυόμισυ χρόνια πριν, στις 23 Μαΐου 2002, ο Έλληνας υπουργός Εθνικής Αμύνης υπέγραφε στα Σκόπια το προσχέδιο διμερούς αμυντικής συνεργασίας και εδήλωνε (μεταξύ άλλων), ότι «η ελληνική πλευρά ήταν πρόθυμη να προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια προς την κατεύθυνση της αναδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων της γειτονικής χώρας, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στα νατοϊκά πρότυπα και να καταστεί έτσι εφικτή η ένταξή της στη Βορειοατλαντική Συμμαχία» (Βλ. εφ. «Καθημερινή» και «Βήμα» της 24.5.2002).

Τα γεγονότα των τελευταίων ετών εμπόδισαν την αναγκαία όσο και χρήσιμη σε διάφορους τομείς προσέγγιση και συνεργασία των δύο χωρών· θα την επιβάλει όμως, ίσως και στο εγγύς μέλλον, η ίδια η πραγματικότητα και η κοινή λογική – αφού τα γεωπολιτικά και λοιπά συμφέροντά τους συμπίπτουν και από την Θεσσαλονίκη απέχουν τα Σκόπια όσο και η Λάρισα.

«Για να μπορούν στο μέλλον να τους έχουν φίλους, οι Μακεδόνες βασιλείς όταν νικούσαν σε κάποια μάχη τους γείτονές τους, δεν έστηναν τρόπαια που θύμιζαν την ήττα (όπως έκαναν οι άλλοι Έλληνες)· για τον ίδιο λόγο δεν έστηναν τρόπαια και σε κάθε άλλη περίπτωση – και ο ίδιος ο Αλέξανδρος μετά τις νίκες του κατά των Περσών και στην Ινδία»[9]. Ως κανόνας πολιτικής συμπεριφοράς η αντίληψη αυτή, που μαρτυρείται από αρχαίο συγγραφέα, είχε και αργότερα, και έχει και σήμερα, την εύλογη σημασία και γενική ισχύ του.

Ιω. Τουλουμάκος

Ομ. Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής

του Α.Π.Θ.

[1]. Προβληματική γι’ αυτό είναι η προτεινόμενη και τώρα ονομασία «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», όχι μόνο εξ αιτίας της αοριστίας της (συμπεριλαμβάνει και το βουλγαρικό τμήμα) ή θυμίζει επιβλαβείς συνειρμούς (Βόρεια και Νότια Κορέα, Βόρεια και Νότια Υεμένη) αλλά και επειδή ενισχύει συνειρμούς που επιτρέπουν την διατήρηση του αλυτρωτικού ιδεολογήματος.

[2]. Β. Θεοδωρόπουλος - Ε. Λαγάκος - Γ. Παπούλιας - Ιω. Τζούνης, Σκέψεις και Προβληματισμοί για την εξωτερική μας πολιτική, Αθήνα 1995, σ. 38.

[3]. Όπως προσκρούει στην κοινή λογική το απίθανο ενδεχόμενο να υπήρχε γειτονικό κράτος προς την Γερμανία με το όνομα «Βαυαρία» και να ήθελαν να διδάσκουν στο Μόναχο ή αλλού υπήκοοί του με την «συνταγματική» ονομασία «Βαυαροί» ή να επεδιώκετο εκεί ή αλλού η αναγνώριση «βαυαρικής» μειονότητας κ.λπ.

[4]. Ν. Γρυλλάκης, Η Μακεδονία χθες, σήμερα, αύριο, Αθήνα 2008, σ. 490/2.

[5]. Δημοσιευμένες στο περιοδικό Ziva Antika, τ. 33, 1983, σ. 25 (η πρώτη), 23, 1973, σ. 154 (η δεύτερη).

[6]. Kosta Bojadžievski (εκδ.) Macedonian National Treasures, “The early classical period - Paionia” (συγγραφέας: Ivan Mikulčič), Σκόπια 1989, σ. 34/35.

[7]. V. Sokolovska, Isar - Marvinci and the Vardar valley in ancient times, Museum of Makedonia - Skopie 1986, σ. 174. Για τον εξελληνισμό της περιοχής βλ. επίσης σ. 158, 171-173.

[8]. Inscriptiones Macedoniae Septentrionalis (Επιγραφές της Βόρειας Μακεδονίας), Βερολίνο 1999, στο πλαίσιο της σειράς Inscriptiones Graecae,

[9]. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, ΙΧ, 40, 7, «Η Ελλάς και το Κράτος των Σκοπίων», Πρόλογος, σ. 8 κ.α.



http://www.diplomatikoperiskopio.com/index.php?option=com_content&view=article&id=436:2009-07-23-07-31-54&catid=35:2008-05-31-14-16-15&Itemid=59

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου