Μετά τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο, δεκάδες Ναζί εγκληματίες βρήκαν καταφύγιο στη Νότια Αμερική. Μια νέα μελέτη αποκαλύπτει πως μία «συντεχνία απροθυμίας» και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού εμπόδισε με επιτυχία τις προσπάθειες δίωξης των εγκληματιών επί δεκαετίες, γράφει το Der Spiegel.
Το μόνο που χρειάστηκε ήταν να αλλάξει ένας αριθμός – 1974 αντί 1947 – ώστε ο Γκούσταβ Βάγκνερ να μπορέσει να παραμείνει στη Βραζιλία. Χρειάστηκε μια απλή παραδρομή από τον άνθρωπο που μετέφρασε το γερμανικό έγγραφο στα βραζιλιάνικα, ώστε το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας να αρνηθεί το αίτημα της Δυτικής Γερμανίας, να εκδώσει τον πρώην αξιωματικό των SS. Και όμως ο Βάγκνερ κατηγορήθηκε για συνενοχή στις δολοφονίες 152.000 Εβραίων στο στρατόπεδο Σόμπιμπορ, στην υπό γερμανική κατοχή Πολωνία.
Ο Γιόζεφ Μένγκελε, ο διαβόητος γιατρός του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς, επίσης επωφελήθηκε από τα λάθη και τις καθυστερήσεις, επειδή Γάλλοι αξιωματούχοι μαζί με την Interpol, τη διεθνή αστυνομική δύναμη που τότε είχε έδρα στο Παρίσι, αρνήθηκε να διεξάγει διεθνείς έρευνες για τους Ναζί εγκληματίες πολέμου. Και, στην περίπτωση του συνταγματάρχη των SS Walter Rauff, ο οποίος βοήθησε στη δημιουργία κινητών θαλάμων αερίων που χρησιμοποιήθηκαν για να εξοντώσουν Εβραίους, ένας επίσημος του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών σαμποτάρισε το αίτημα έκδοσης της κυβέρνησής του στη Χιλή, για 14 μήνες.
Ως αποτέλεσμα αυτών των «λαθών» και οι τρεις αυτοί Ναζί εγκληματίες δεν δικάστηκαν ποτέ στα γερμανικά δικαστήρια μετά τον πόλεμο. Ο Wagner, το «θηρίο» του Σόμπιμπορ, πέθανε στο Σάο Πάολο, ο Mengele πνίγηκε στη Βραζιλία, και ο Rauff πέθανε από καρδιακή προσβολή στη Χιλή. Από τους εκατοντάδες Ναζί δολοφόνους που κατέφυγαν στη Νότια Αμερική, ελάχιστοι λογοδότησαν.
Πώς είναι δυνατόν τόσοι εγκληματίες να μείνουν ατιμώρητοι, παρότι αποδεδειγμένα ήταν ένοχοι; Είναι ένα αίνιγμα που προβληματίζει τους πανεπιστημιακούς ακόμα και σήμερα. Οφείλεται στην έλλειψη συνεργασίας των αξιωματούχων της Δυτικής Γερμανίας; Ή στην έλλειψη ενδιαφέροντος από τα καθεστώτα στη Νότια Αμερική; Υπήρχαν μυστικές σχέσεις και συνεργασία μεταξύ Ναζί και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού;
Ο ιστορικός Daniel Stahl διεξήγαγε έρευνα σε αρχεία ευρωπαϊκών χωρών και στη Νότια Αμερική, προκειμένου να γράψει ένα νέο βιβλίο με τίτλο «Nazi Hunt: South America’s Dictatorships and the Avenging of Nazi Crimes» (Το κυνήγι των Ναζί: Οι δικτατορίες στη Νότια Αμερική και τα εγκλήματα των Ναζί»). Το έργο δίνει απάντηση σε αυτό που όλοι υποπτεύονταν: ότι υπήρξε μια ευρεία συμμαχία ανθρώπων – σε όλες τις ηπείρους και εντός των δικαστηρίων, της αστυνομίας και των κυβερνήσεων – που ήταν απρόθυμη να δράσει ή ακόμα και να ανατρέψει την ποινική δίωξη των Ναζί εγκληματιών.
Τα κίνητρα της άρνησης
Ο Stahl πιστεύει ότι τα κίνητρα για τη συμμετοχή σε αυτό που αποκαλεί «συντεχνία απροθυμίας» διέφεραν σε μεγάλο βαθμό. Οι διπλωμάτες της Δυτικής Γερμανίας σαμποτάρισαν το κυνήγι των Ναζί από αλληλεγγύη. Οι γάλλοι ποινικοί ανακριτές φοβήθηκαν ότι η συνεργασία θα μπορούσε να εκθέσει το δικό τους παρελθόν ως συνεργάτες των Ναζί. Και οι δικτάτορες στη Νότια Αμερική αρνήθηκαν να εκδώσουν πρώην Ναζί ανησυχώντας ότι οι δίκες των εγκληματιών πολέμου θα μπορούσαν να στρέψουν τη διεθνή προσοχή προς τα δικά τους εγκλήματα.
Αυτός ο συνασπισμός δεν δυσκολεύτηκε να τορπιλίσει το κυνήγι των Ναζί. Αμέτρητοι συμμετέχοντες – στην πολιτική, τη δικαστική εξουσία, την κυβέρνηση και τη διοίκηση – έπρεπε να εργαστούν από κοινού προκειμένου να οργανώσουν και να εκτελέσουν επιτυχώς ποινικές διώξεις. Πράγματι, ένα μικρό λάθος ή κάποιες ελάσσονος σημασίας διαδικαστικές παρατυπίες ήταν αρκετές για να ματαιώσουν τη σύλληψη των εγκληματιών. Ο Stahl δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι το δικαστικό σύστημα της Δυτικής Γερμανίας ήταν ένοχο για σοβαρές παραγραφές. Τα ευρήματά του επιβεβαιώνουν ότι παρέλειψε να ασχοληθεί με τους Ναζί δολοφόνους για δεκαετίες. Ο Walther Rauff, για παράδειγμα, μπορούσε να ταξιδέψει μετά τον πόλεμο από τη Νότια Αμερική στη Γερμανία, ως εκπρόσωπος διαφόρων εταιρειών. Ποτέ δεν συνάντησε δυσκολίες επειδή το όνομά του δεν εμφανίζεται σε καμία λίστα καταζητούμενων εγκληματιών. Μόλις το 1961 οι εισαγγελείς στη βόρεια πόλη του Ανόβερο εξέδωσαν ένταλμα για τη σύλληψή του Rauff, κατηγορώντας τον για 100.000 δολοφονίες.
Η εύρεση της διεύθυνσης του Rauff στη Χιλή δεν ήταν πρόβλημα και ο πρέσβης του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών στο Σαντιάγο, Hans Strack, ζήτησε την έκδοση του εγκληματία. Αλλά ο Strack, ο οποίος επίσης εργάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών πριν από το 1945, αγνόησε τις οδηγίες από το υπουργείο στη Βόννη και άφησε την υπόθεση να σέρνεται για 14 μήνες. Μόνο όταν οι δικαστές στο Ανόβερο κοινοποίησαν τους ομοσπονδιακούς συναδέλφους τους ότι ήταν «εξαιρετικά αναστατωμένοι» για το γεγονός ότι η πρεσβεία προχωρούσε την υπόθεση «με τέτοια διστακτικότητα», η κυβέρνηση ζήτησε από τον απείθαρχο πρεσβευτή να υπακούσει. Ο Strack, γνωστός για τις απόψεις του ενάντια στην αποκατάσταση των εγκλημάτων της ναζιστικής Γερμανίας, τελικά ζήτησε την έκδοση του Rauff, που οδήγησε στη σύλληψή του στα τέλη του 1962.
Τότε όμως ήταν πολύ αργά για να τιμωρηθεί ο Rauff, επειδή ο φόνος περιήλθε στο καταστατικό των περιορισμών στις χώρες της Νότιας Αμερικής. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Χιλής αρνήθηκε το αίτημα της Γερμανίας να εκδώσει τον πρώην συνταγματάρχη των SS. Παρά τις διεθνείς διαμαρτυρίες, ο Rauff συνέχισε να ζει ως ελεύθερος άνθρωπος στη Χιλή εδώ και δεκαετίες.
Σε άλλες περιπτώσεις, η έλλειψη συνεργασίας από την Ιντερπόλ εμπόδισε τη δίωξη των Ναζί. Ο Stahl παρουσιάζει ένα ιδιαίτερα αποκαλυπτικό έγγραφο, τα πρακτικά της συνεδρίασης της εκτελεστικής επιτροπής της Ιντερπόλ από τον Μάιο του 1962. Λίγο καιρό πριν, το Παγκόσμιο Εβραϊκό Κογκρέσο ζήτησε από την Ιντερπόλ να συμμετέχει στην παγκόσμια αναζήτηση για ναζί εγκληματίες πολέμου. Ο τότε γραμματέας της Ιντερπόλ σε γενικές γραμμές, λοιπόν, Marcel Sicot, αντέδρασε άγρια. Γιατί θα έπρεπε να διωχθούν οι εγκληματίες πολέμου, φέρεται να είπε, αφού ο νικητής επιβάλλει πάντοτε τους νόμους του, ούτως ή άλλως; Κανένα διεθνές σώμα δεν καθορίζει τον όρο «εγκληματίας πολέμου». Στην πραγματικότητα, ο Sicot θεώρησε την ποινική δίωξη των Ναζί εγκληματιών ως «δικαιοσύνη του νικητή».
Το 1960, υπήρχαν φήμες ότι ο Γιόζεφ Μένγκελε, ο γιατρός που ήταν γνωστός ως «άγγελος του θανάτου», κρυβόταν στη Βραζιλία ή τη Χιλή. Το γερμανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης ενημέρωσε την ομοσπονδιακή ποινική αστυνομία για να τον καταδιώξει – αλλά χωρίς τη συμμετοχή της Ιντερπόλ. Αξιωματούχοι στη Βόννη προφανώς προσπαθούσαν να μην ενοχλήσουν τους διεθνείς ερευνητές με την υπόθεση, αλλά το κρησφύγετο του Mengele δεν βρέθηκε ποτέ. Ο Stahl αποδίδει την αποτυχία της Ιντερπόλ να συλλάβει τους Ναζί και τους συνεργάτες τους στο παρελθόν πολλών Γάλλων αστυνομικών τον καιρό του πολέμου. «Όπως και τα πρωτοπαλίκαρα του καθεστώτος της Βισί συνεργάστηκαν με τους Ναζί μέχρι το 1944» γράφει ο Stahl.
Ο Stahl επίσης, σημειώνει ότι ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στο κυνήγι των Ναζί εγκληματιών ήταν το ότι οι δικτάτορες της Νότιας Αμερικής ήθελαν να καλύψουν τα δικά τους εγκλήματα. Στις 22 Ιουνίου 1979, ο Γερμανός πρεσβευτής στην Μπραζίλια έγραψε ότι η έκδοση κάποιου που είχε διαπράξει εγκλήματα πολέμου πριν από 40 χρόνια θα «ενίσχυε τις απαιτήσεις όσων επιμένουν ότι όλα τα εγκλήματα πρέπει να διώκονται, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που διαπράττονται από τον στρατό και την αστυνομίας». Λίγο πριν, η διοίκηση του τότε καγκελαρίου Χέλμουτ Σμιτ είχε ζητήσει την έκδοση του Βάγκνερ, υποδιοικητή του Σόμπιμπορ, ένα αίτημα που οι δικαστές στο Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Βραζιλίας αρνήθηκαν.
Στη Γερμανία, μια νέα γενιά είχε εισέλθει στην κυβερνητική γραφειοκρατία – και μία που δεν φοβόταν να χρησιμοποιήσει μη συμβατικά μέσα για να βάλει τους Ναζί εγκληματίες πίσω από τα κάγκελα. Το 1982, το γραφείο του εισαγγελέα του Μονάχου κίνησε τη διαδικασία για την έκδοση του Klaus Barbie, πρώην διοικητή της Γκεστάπο στη Λυών. Φοβούμενος ότι θα μπορούσε να αθωωθεί στη Γερμανία λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων, αξιωματούχοι του υπουργείου Δικαιοσύνης ζήτησαν από τους ομολόγους τους του Υπουργείου Εξωτερικών να δείξουν στους γάλλους συμμάχους στη Βόννη ότι «θα πρέπει να ζητήσουν κι αυτοί την απέλαση του Barbie, ειδικά από τη Βολιβία στη Γαλλία». Όταν το Παρίσι συμφώνησε, το Υπουργείο Εξωτερικών έδωσε εντολή στην γερμανική πρεσβεία στην Λα Παθ, την πρωτεύουσα της Βολιβίας, να «ενθαρρύνει μια τέτοια εξέλιξη με τα κατάλληλα μέσα». Στις αρχές του 1983, ο Barbie απελάθηκε στη Γαλλία. Ο διαβόητος «Χασάπης της Λυών» πέθανε σε νοσοκομείο της πόλης το 1991.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου