Την ώρα που την διακυβέρνηση της Ιταλίας αναλαμβάνει ο τεχνοκράτης Mario Monti, πολλά είναι αυτά που διακυβεύονται στην Ευρώπη , αλλά και στην παγκόσμια οικονομία.
Αν αποτύχουν οι μεταρρυθμίσεις, αν καταρρεύσουν τα δημοσιονομικά, και αν συνεχιστεί η αναιμική ανάπτυξη, η Ιταλία θα χάσει την εμπιστοσύνη της στο ευρώ, αφού θα αντιληφθεί ότι το κόστος της συμμετοχής της στην ευρωζώνη είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από τα όποια οφέλη. Και αν τυχόν αποχωρήσει η ισχυρή Ιταλία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, θα απειληθεί ο πυρήνας της ΟΝΕ.
Η Ιταλία είναι μια πολύ μεγάλη οικονομία, με ετήσιο ΑΕΠ πάνω από $2 τρισεκατομμύρια. Το δημόσιο χρέος της είναι 120% του ΑΕΠ ($2.4 τρισ), που όμως δεν συμπεριλαμβάνει τους κινδύνους ενός ασφαλιστικού συστήματος που χρειάζεται άμεση αναμόρφωση, απειλούμενο από ένα γερασμένο πληθυσμό και μια αύξηση του προσδόκιμου ορίου ζωής. Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, η Ιταλία έχει μετατραπεί στην τρίτη μεγαλύτερη αγορά δημόσιου χρέους στον κόσμο.
Τα αυξανόμενα όμως επιτόκια προκαλούν την μη βιωσιμότητα του ιταλικού χρέους. Επιπλέον, η Ιταλία θα πρέπει να επαναχρηματοδοτήσει περίπου €275 δισ χρέους μέσα στο επόμενο εξάμηνο, την ίδια ώρα που οι επενδυτές, θέλοντας να μειώσουν την έκθεσή τους στην χώρα, οδηγούν τα σπρεντς των ιταλικών κρατικών ομολόγων στο απαγορευτικό 7%.
Η επαναχρηματοδότηση του χρέους δεν είναι η μόνη πρόκληση. Οι ομολογιούχοι του εσωτερικού, ειδικά οι τράπεζες, υφίστανται τεράστιες απώλειες, που με τη σειρά τους προκαλούν χάος στους ισολογισμούς, στη ρευστότητα, και κυρίως στην εμπιστοσύνη.
Τα ελλείμματα στα εμπορικά ισοζύγια είναι μεγάλα, και συνεχώς αυξάνονται. Αυτό οφείλεται στη μείωση της ανταγωνιστικότητας σε σχέση με την Γερμανία και τη Γαλλία, που αποτελούν τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της Ιταλίας.
Η δε ανάπτυξη έχει φρενάρει εδώ και δέκα χρόνια, κάτι που δυσκολεύει την μείωση του χρέους, ακόμη και με δημοσιονομική αναπροσαρμογή.
Η χαμηλή ανάπτυξη της Ιταλίας οφείλεται σε κάποιους παράγοντες όπως είναι η ανελαστικότητα της αγοράς εργασίας, οι ανεπαρκείς δημόσιες επενδύσεις στην επιστήμη και στη τεχνολογία, που αποτελούν τη βάση της οικονομίας, οι περιορισμοί της ανταγωνιστικότητας σε κάποιους τομείς, και μια μακρά περίοδος δομικής προσαρμογής στο περιβάλλον της ευρωζώνης.
Η χώρα όμως διαθέτει και αρκετά πλεονεκτήματα. Το χρέος των νοικοκυριών της είναι αρκετά μικρό (50% του ΑΕΠ). Επιπλέον, υπάρχουν αρκετές καταθέσεις των νοικοκυριών, σε ποσοστό 17-30% του εισοδήματος, κάτι που δεν συμβαίνει σε πολλές άλλες αναπτυγμένες οικονομίες.
Παράλληλα, οι επιχειρήσεις και οι βιομηχανίες της Βόρειας και Κεντρικής Ιταλίας είναι αποδοτικές, καινοτόμες, και παγκοσμιοποιημένες. Τα ελλείμματα του προϋπολογισμού ήταν ελεγχόμενα, τόσο πριν όσο και μετά τη κρίση, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες. Αυτό όμως, αν και ήταν απαραίτητο λόγω του υψηλού χρέους, περιόρισε τα κίνητρα και εμπόδισε την ανάπτυξη.
Η κρίση της Ιταλίας έρχεται σε μια εποχή υψηλού κινδύνου για κράτη κλειδιά, όπως η Κίνα που αναμένει μια απότομη προσγείωση, ή η Αμερική που πλήττεται από την υψηλή ανεργία. Αναλύοντας τα ρίσκα, θα πρέπει να εξετάσουμε τρεις παράγοντες: Τους πόρους, την αποτελεσματικότητα, και την θέληση.
Έχει η χώρα τους πόρους που χρειάζονται για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της;
Έχουν οι πολιτικοί την τεχνογνωσία και την εμπειρία να εφαρμόσουν απαραίτητες μεταρρυθμίσεις;
Μπορούν οι αρχές να δράσουν αποτελεσματικά και επιθετικά;
Πρώτα έρχονται οι πόροι. Αν δεν επαρκούν, το αποτέλεσμα θα είναι άσχημο, άσχετα από τους υπόλοιπους παράγοντες, και θα χρειαστεί εξωτερική βοήθεια. Παρομοίως, η πολιτική θέληση είναι άσχετη, αν δεν μπορεί να μετατραπεί σε πράξη.
Σε κάποιες σημαντικές περιπτώσεις, όπως είναι αυτές της Ιταλίας, των ΗΠΑ, και της Κίνας, υπάρχει ένα αισιόδοξο σενάριο και ένα όχι και τόσο. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, που δεν διαθέτει πόρους, και άρα υπάρχει μόνο ένα αρνητικό σενάριο, οι πόροι των ανωτέρω χωρών επαρκούν, αλλά τους λείπει η θέληση και η αποτελεσματικότητα.
Η Ιταλία χρειάζεται τρία πράγματα: Ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, πολιτική βούληση, και χρόνο για να υλοποιηθούν οι όποιες αλλαγές για να επανέλθει η εμπιστοσύνη των αγορών.
Τα δυο πρώτα εξαρτώνται από την ταραγμένη εσωτερική πολιτική σκηνή της Ιταλίας. Οι επενδυτές φοβούνται, και ο χρόνος περνάει. Τα υψηλά σπρεντς μπορεί να υπονομεύσουν το πρόγραμμα σταθεροποίησης και ανάπτυξης, πριν καν εφαρμοστεί. Και όσο αυξάνονται, τόσο πιο ανεπαρκείς μοιάζουν οι πόροι της Ιταλίας.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια βαλβίδα ασφαλείας, ένας δανειστής τελευταίας λύσης. Αυτό θα βοηθούσε τα προγράμματα μεταρρύθμισης να επαναφέρουν την προοπτική του αισιόδοξου σεναρίου.
Υπάρχει όμως και ένας άλλος παράγοντας κινδύνου. Η παρέμβαση που θα ήταν σχεδιασμένη να αποτρέψει την άνοδο των σπρεντς, μπορεί να μην έρθει ποτέ, αφού ο πυρήνας της ευρωζώνης (Γερμανία) αντιδρά, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο θα μειώσει το κίνητρο και την πολιτική θέληση για να εφαρμοστούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Πρόκειται για ένα αδιέξοδο. Ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων δεν θα επαναφέρει τους επενδυτές, επειδή δεν μειώνονται τα ρίσκα των πολιτικών εμποδίων που πιθανόν θα αποτρέψουν την εφαρμογή των απαραίτητων μέτρων.
Η μόνη λύση από αυτό το αδιέξοδο είναι μια άνευ όρων δέσμευση τόσο της Ιταλίας όσο και της ΕΕ. Χωρίς αυτήν, τα ρίσκα και τα απαισιόδοξα σενάρια, ακόμη και για την παγκόσμια οικονομία, θα είναι και τα πιο πιθανά.
Michael Spence, (Νομπελίστας καθηγητής οικονομικών στο New York University)
Project Syndicate
Απόδοση: S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου