Αυτή τη φωτογραφία την βλέπω και γελάω. Γιατί θυμάμαι τον Λίβυο οδηγό, έναν άνδρα καμιά 55ριά ετών που ενώ έσκασε μια βόμβα, πιθανώς από τάνκ, περί τα εκατό μέτρα μακριά του, ούτε που κούνησε το φρύδι του. Όχι ότι ήταν κανένα κομάντο. Άλλωστε, λίγο παρακάτω, όταν έγιναν ζόρικα τα πράγματα, μας παράτησε, τους πέντε δημοσιογράφους που ήταν μαζί του. Αλλά είχε «πιεί» τόσο πολύ από το πρωί, στα μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα που είχαμε κάνει από τη Βεγγάζη έως την πολιορκούμενη –ακόμα τότε- από τους κανταφικούς, Αζνταμπίγια, που ούτε (φαντάζομαι) που κατάλαβε την έκρηξη κοντά του. Αλλά, κι’ εγώ, εθισμένος τόσο πολύ στις εκρήξεις και τους πυροβολισμούς, αντί να καλυφθώ, προτίμησα να τον τραβήξω φωτογραφία. Σε καλό μου βγήκε, γιατί έμεινε ένα ενδιαφέρον ενθύμιο από την ανατολική Λιβύη. Ενώ λοιπόν έξω σκάει η βόμβα, στο αριστερό του χέρι, όπως διακρίνετε, κρατάει τον … «μπάφο». Είχε γίνει από φίνο, κατά καλούς γνώστες, μαροκινό χασίς. Από πάστα χασίς, για την ακρίβεια. Ωστόσο, οι ίδιοι καλοί γνώστες –γιατί εγώ είμαι άσχετος περί το «μαύρο»- μου είπαν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, το χασίς που αγόρασαν στη Βεγγάζη, μάλλον χαμηλής ποιότητας ήταν. Ντόπιοι όμως Λίβυοι, είχαν διαφορετική άποψη.
Σίγουρα αυτό που κρατάει στο χέρι, δεν είναι τσιγάρο-Έξω από το παράθυρο σκάει μια μπόμπα
Ως γνωστόν, ο Καντάφι από τις πρώτες κιόλας μέρες της εξέγερσης της «17ης Φλεβάρη», είχε από τηλεοράσεως καταγγείλει τους «ανατολικούς» ότι πολεμάνε μαστουρωμένοι και ότι η πόλη τους είναι η πρωτεύουσα των ναρκωτικών στη Λιβύη. Όταν το άκουσα αυτό, είπα ότι πρόκειται για τις συνηθισμένες δυσφημιστικές κορώνες που εξαπολύουν οι κάθε λογής δικτάτορες και δικτατορίσκοι κατά κάθε επαναστατικού κινήματος. Λίγες μέρες μετά, όταν δυό Βεγγαζίνοι πολίτες με πήραν με το αυτοκίνητό τους, για να πάμε καμιά τριακοσαριά χιλιόμετρα δυτικά, στο Ρας Λανούφ, άρχισα να μου μπαίνουν ερωτήματα. Στις οκτώ ώρες πήγαινε-έλα, οι δύο απλοί Λίβυοι, ένας τραπεζικός υπάλληλος και ένας ιδιοκτήτης συνεργείου αυτοκινήτων, δεν σταμάτησαν να τον ρουφάνε και να τον φυσάνε. Είναι μια πατέντα χασισο-ναργιλέ λιβυκή. Ένα μικρό μπουκαλάκι νερού, που αφήνουν λίγο νερό κάτω, ένα μικρό σωληνάκι που το σφηνώνουν στο μπουκάλι και μπαίνει μέσα στο νερό. Επάνω στο σωληνάκι βιδώνουν μια μεταλλική υποδοχή, όπου βάζουν τον «καπνό». Με δυό-τρείς ρουφηξιές το εσωτερικό του αμαξιού έγινε τεκές. Αυτό σχεδόν συνεχώς, επί οκτώ ώρες. Το κεφάλι μου με πόναγε επί δύο ημέρες, αλλά πλησιάζοντας –νύκτα μάλιστα- στην βομβαρδιζόμενη από το κανταφικό πυροβολικό περιοχή, τολμώ να πώ ότι «δεν καταλάβαινα τίποτα». Γενικότερα πάντως, το χασίς δίνει και παίρνει στην ανατολική Λιβύη. Καθώς και τα «χάπια». Όχι όμως τα «σκληρά» ναρκωτικά. Η νεολαία καπνίζει κυρίως τα «τσιγαριλίκια» και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αυτόν τον ιδιότυπο ναργιλέ. Εννοείται βέβαια, ότι οι άντρες είναι αυτοί που «καπνίζουν». Και μάλιστα, δεν το κρύβουν. Πολλοί το κάνουν και δημόσια. Ωστόσο, ποτέ μπροστά σε γυναίκες. Κατά τα λεγόμενα των «ανατολικών», το λιγότερο ένας στους πέντε «καπνίζουν». Το φαινόμενο διαπερνά νεολαία και ηλικιωμένους. Ακόμα και στις δύσκολες μέρες στη Βεγγάζη, όταν αμέσως μετά τη σκληρή επιδρομή των κανταφικών δυνάμεων στην «πρωτεύουσα της επανάστασης», έκλεισαν σχεδόν όλα τα μαγαζιά και δεν βρίσκαμε ούτε καν τσιγάρα, χασίς βρισκόταν άνετα. Και σε καλές τιμές. Δέκα δηνάρια (1 ευρώ, 1,7 δηνάρια) η «γραμμή» της πάστας.
Αζνταμπίγια
Ο Καντάφι βέβαια, όταν επετίθετο κατά των «ανατολικών» για το χασίς, έλεγε τη μισή αλήθεια. Η πραγματικότητα είναι ότι ακόμα και όταν ήλεγχε τη Βεγγάζη, η αστυνομία του δεν έμπαινε καν στη γειτονιά της πόλης, Μπίρκα (η «Τρούμπα» της Βεγγάζης), όπου μερικές μεγάλες λιβυκές «φαμίλιες» κρατάνε το εμπόριο του χασίς. Πολλοί μάλιστα λέγουν ότι εσκεμμένα είχε ρίξει τον πληθυσμό της ανατολικής Λιβύης στο χασίς για να τον κρατάει μαστουρωμένο και να μην επαναστατήσει. Αυτό το λέγει και η συντριπτική πλειοψηφία των επαναστατημένων. Ο Ζακαρία, ένας 25ρης Λίβυος, που το πρόσωπό του από μόνο του έλεγε ότι ήξερε πολύ καλά τι γίνεται στον αθέατο –για τους Δυτικούς δημοσιογράφους- κόσμο της Βεγγάζης, μου’χε πεί: «Ο Καντάφι μας έριξε στο «μαύρο». Νομίζεις ότι αυτό δεν είναι πρόβλημα ότι η μισή Βεγγάζη «καπνίζει»; Το ξέρουμε. Και θα’χουμε να δώσουμε σκληρό αγώνα, όταν –Ινσάλλα (με τη βοήθεια του Θεού)- ανατρέψουμε τον Καντάφι, για να σταματήσει αυτό το κακό». Και ο ίδιος πάντως, «κάπνιζε» που και που.
Υποτίθεται ότι οι κανταφικοί νόμοι τιμωρούν με βαρύτατες ποινές του εμπόρους ναρκωτικών. Παρ’όλα αυτά, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία καραβάνια ολόκληρα χασίς έμπαιναν, ως επί το πλείστον από το Μαρόκο, με κύριο προορισμό τους την ανατολική Λιβύη. Οι τιμές του μάλιστα, όσο κι’αν αυτό φαίνεται παράδοξο, ήταν χαμηλότερες ακόμα και από αυτές της χώρας εξαγωγέως, του Μαρόκο. Τα επιχειρήματα των εξεγερμένων, λοιπόν, σύμφωνα με τα οποία το καθεστώς Καντάφι ακολουθούσε συστηματική πολιτική αποβλάκωσης των «ανατολικών» μέσω των ναρκωτικών, δεν αποκλείεται να έχουν βάση. Και μάλιστα, μεγάλη. Να σημειωθεί ότι ο Καντάφι ανέκαθεν απεχθανόταν τους «ανατολικούς» και ιδιαίτερα τους Βεγγαζίνους. Η συγκεκριμένη πόλη που φημιζόταν πάντα για τις επαναστατικές της ιδέες και το ατίθασο πνεύμα της, ήταν η ριγμένη του καθεστώτος. Ακόμα και οι μισθοί στη Βεγγάζη ήταν χαμηλότεροι από αυτούς της Τρίπολης (1300 δηνάρια στην Τρίπολη, περί τα 800-900 στη Βεγγάζη). Πολλά κινήματα, φοιτητικά, ισλαμικά και άλλα που εκδηλώθηκαν τις περασμένες δεκαετίες στην ανατολική Λιβύη καταπνίγηκαν με ιδιαιτέρως βίαιο τρόπο. Ακόμα και όταν πήγαινε ο Καντάφι στη Βεγγάζη, λέγεται ότι έβγαζε τους λόγους του μέσα από το στρατόπεδο των πραιτωριανών του που υπήρχε στο κέντρο της πόλης. Την περίφημη «Κατίμπα». Οι δε συγκεντρωμένοι (κλακαδώροι στην πραγματικότητα) στέκονταν εκατοντάδες μέτρα απέναντι. Ηταν φανερό ότι και ο ίδιος φοβόταν αυτή την πόλη. Από την άλλη, η Βεγγάζη φημίζεται ως η πόλη που μάζευε τους κατατρεγμένους όλης της Λιβύης. Ηταν επίσης, και ένα κοσμοπολίτικο λιμάνι, το οποίο, εκτός από τους ναυτικούς και τα μπουρδέλα, είχε όλες τις «φυλές του Ισραήλ». Ιταλούς, Γάλλους, Ελληνες, κ.ο.κ. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν εύποροι έμποροι και επιχειρηματίες. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, οπότε οι πιο πολλοί εγκατέλειψαν τη Λιβύη, εξαιτίας της οικονομικής πολικής του Καντάφι.
Σε μια τέτοια πόλη, λοιπόν, που ξυπνάς και κοιμάσαι με το άρωμα της Μεσογείου και την άμμο της Σαχάρα, που ζεί μέσα στους συνεχείς πυροβολισμούς στον αέρα των εξεγερμένων και τους βομβαρδισμούς των τάνκς του Καντάφι, χαλάλι της η φούντα.
Le canard
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου