Από τη πρώτη εμφάνιση της πυρηνικής ενέργειας στη δεκαετία του 1950, οι μύθοι που αναπτύχθηκαν γύρω της ήταν και συνεχίζουν να είναι άπειροι.
Οι διαφωνίες για το πώς η ανθρωπότητα θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτή τη νέα μορφή ενέργειας, είχαν ξεκινήσει ακόμη και πριν τη πρώτη ατομική έκρηξη το 1945. Είναι καλή ή κακή ενέργεια; Πόσο θα κοστίσει; Είναι ατελείωτη;
Οι πρώτοι πυρηνικοί επιστήμονες (Fermi, Einstein, κλπ) ανησυχούσαν. Ως επιστήμονες όμως, δεν τους ένοιαζε και πολύ το κόστος. Μόνο αργότερα, με την ίδρυση της Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας του ΟΗΕ, άρχισαν να μπαίνουν τα επιχειρηματικά και οικονομικά ζητήματα στο τραπέζι της πυρηνικής ενέργειας.
Ο βασικός μύθος είχε να κάνει με τη μελλοντική φτηνή χρήση της νέας αυτής ενέργειας. Τα πυρηνικά όπλα είναι πανάκριβα, έλεγαν, αλλά η εκμετάλλευση της ενέργειας θα είναι φθηνή, αρκεί να γίνουν οι κατάλληλες επενδύσεις.
Ένα μεγάλο μειονέκτημα, τόσο για τους πρώτους πυρηνικούς επιστήμονες όσο και για όλους μας, ήταν ότι πριν 75 χρόνια, ελάχιστα ήταν αυτά που ο κόσμος γνώριζε σε σχέση με τη ραδιενέργεια και τους κινδύνους στη υγεία που αυτή προκαλεί.
Ένας άλλος μύθος ήταν ότι η ραδιενέργεια δεν αποτελεί κίνδυνο αλλά είναι απλά ενδιαφέρουσα. Ο μύθος αυτός κατέρρευσε μετά τις εκρήξεις στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, αν και οι συμμαχικές κατοχικές δυνάμεις στην Ιαπωνία, έκαναν ότι μπορούσαν για να περιορίσουν τις διαρροές πληροφοριών. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να συλλαμβάνουν και να απελαύνουν όποιους δημοσιογράφους ανέφεραν τους θανάτους από τη ραδιενέργεια. Αν και οι εκτιμήσεις δεν είναι ακριβείς, θεωρείται πως περίπου 100.000 θάνατοι σημειώθηκαν στην Ιαπωνία εξαιτίας της ραδιενέργειας των δυο ατομικών εκρήξεων.
Καλυμμένη πίσω από τη προστατευτική ασπίδα της εθνικής ασφάλειας, της εμπορικής προόδου, και της τεχνολογικής πολυπλοκότητας, η παγκόσμια πυρηνική βιομηχανία κατάφερε να κατασκευάσει εκατοντάδες «μηχανές καταστροφής» σε ολόκληρο το πλανήτη. Αυτές οι μηχανές όμως, δεν θα πρέπει ποτέ να χαλάσουν, και η ραδιενέργειά τους δεν θα πρέπει ποτέ να διαρρεύσει, αλλιώς οι συνέπειες θα είναι τραγικές, για όλους μας. Αυτό το βασικό σημείο έχει κρατηθεί μυστικό, με μεγάλη συνέπεια, από το γενικό κοινό, από την εποχή που ξεκίνησε η σύγχρονη «ατομική εποχή».
Η όλη υπόθεση θυμίζει συμφωνία με τον διάβολο. Όχι μόνο το κόστος αυτής της μορφής ενέργειας είναι τεράστιο, αλλά εξίσου τεράστια είναι και τα υπόλοιπα ρίσκα που τη συνοδεύουν. Για πάρα πολλούς όμως , τα οικονομικά κέρδη της είναι απίθανα, και αυτό από μόνο του έχει συντελέσει στο να περάσουν γενιές και γενιές τσαρλατάνων, οι οποίοι υποστηρίζουν τα «καλά της πυρηνικής ενέργειας».
Όπως γνωρίζουμε σήμερα, τα παλιά πυρηνικά κράτη που πρώτα ανέπτυξαν τη πυρηνική ενέργεια στις δεκαετίες του `50 και του `60, σήμερα σφύζουν από γερασμένους και ιδιαίτερα ανασφαλείς αντιδραστήρες. Έως το 2030, δεκάδες από αυτούς τους αντιδραστήρες θα πρέπει να τεθούν εκτός λειτουργίας. Και μετά τι θα γίνει; Οι μόνες λύσεις ασφαλούς αποθήκευσης, ταφής, κλπ. είναι κυριολεκτικά πανάκριβες. Χώρια του ότι θα υπάρχουν περιοχές υψηλής επικινδυνότητας λόγω ραδιενεργών αποβλήτων.
Προσπαθώντας να μείνει ζωντανή, και χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη παρούσα ή τη μελλοντική ανθρώπινη ζωή στο πλανήτη, η πυρηνική βιομηχανία πλασάρει τεχνολογικές καινοτομίες όπως είναι το θόριο, οι αντιδραστήρες χωρίς ουράνιο, οι αντιδραστήρες σχάσης, κλπ. Αν και ακόμη δεν υπάρχει κάποια εμπορική εφαρμογή των παραπάνω, η δυναμική πειθώ των υποστηρικτών της πυρηνικής ενέργειας πείθει τελικά τους άσχετους και ελλιπώς πληροφορημένους ανθρώπους, ότι η εν λόγω ενέργεια έχει μέλλον, και ότι αξίζει να τη στηρίξουμε.
Το μεγάλο κόλπο έγκειται στους ισχυρισμούς ότι τα υψηλά κόστη μπορούν να αποσβεστούν γρήγορα, λόγω της σχεδόν δωρεάν ενέργειας που προσφέρουν τα πυρηνικά εργοστάσια. Έτσι πέτυχαν κάποιοι να βάλουν στο παιχνίδι κράτη του αναπτυσσόμενου κόσμου, όπως είναι η Μογγολία, το Σουδάν, το Μπαγκλαντές, και η Γκάνα. Το πώς όμως θα επιτευχθεί η εκμετάλλευση αυτής της πάμφθηνης μορφής ενέργειας, δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί. Θα χρειαστούν ιδιαίτερα σύνθετα οικονομικά σχήματα και μηχανισμοί.
Το σκεπτικό που πλασάρουν οι θιασώτες της πυρηνικής ενέργειας είναι ότι αν θέλουμε απεριόριστη και σχεδόν δωρεάν ενέργεια, θα πρέπει να επενδύσουμε αφάνταστα ποσά. Μόνο τότε, λένε θα φτάσουμε στη πυρηνική Νιρβάνα, που μας υπόσχονταν από το 1950, ότι δηλαδή θα διαθέτουμε ενέργεια τόσο φτηνή, που δεν θα χρειάζεται να τη μετράμε.
Το βασικό καύσιμο των πυρηνικών είναι το ουράνιο, και είναι πανάκριβο. Όπως όμως ισχυρίζονται οι θιασώτες της, το κόστος του ουράνιου αντιπροσωπεύει μόλις το 5% των συνολικών λειτουργικών δαπανών.
Το ουράνιο σπανίζει, και έτσι τα περισσότερα κράτη εξαρτώνται από τις εισαγωγές του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής του. Παράλληλα, η εξάρτηση κρατών της Ευρώπης, της Ιαπωνίας, κ.ά. από την εισαγωγή του ουρανίου, καταρρίπτει τον ισχυρισμό περί «ενεργειακής ασφάλειας», που δήθεν χαρίζουν τα πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, και τον οποίο επαναλαμβάνουν κατά κόρον οι υποστηρικτές της.
Η εκτίμηση των παγκόσμιων αποθεμάτων ουρανίου, κυρίως στην Αφρική και στην Κεντρική Ασία, αποτελεί ήδη μοχλό πίεσης και διαπραγματευτικό ατού μεταξύ ανταγωνιστικών κρατών. Η δημιουργία σχέσεων εξάρτησης, και η ανακύκλωση των δολαρίων του ουρανίου, αποτελούν βασικό μέρος της εκστρατείας υπέρ της πυρηνικής ενέργειας που διεξάγεται κυρίως σε χώρες με χαμηλά εισοδήματα, όπως είναι το Σουδάν. Στο Νταρφούρ υπάρχει μια από τις τρεις μεγαλύτερες εναποθέσεις υψηλής ποιότητας ουρανίου στον κόσμο. Για αυτό και ο μακροχρόνιος εμφύλιος πόλεμος εκεί.
Μέχρι η πρόσφατη τραγωδία της Φουκουσίμα να ακυρώσει τη «πυρηνική αναγέννηση» που κήρυττε η παγκόσμια πυρηνική βιομηχανία, υπήρχαν σε εξέλιξη περίπου 100-125 πωλήσεις αντιδραστήρων σε αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, εκτός της Κίνας και της Ινδίας, για τη χρονική περίοδο 2010-2020. Αν εξαιρέσουμε τη προμήθεια ουρανίου, την ανακύκλωση αποβλήτων, και άλλα μέρη της πυρηνικής αλυσίδας, ο παραπάνω στόχος πωλήσεων αφορά ποσά κερδών μέχρι και $700 δισ.
Με μερικές κατάλληλες μεθοδεύσεις, και με χρήση διάφορων οικονομικών πακέτων, μέσα από τα εθνικά χρέη και τις ισοτιμίες των νομισμάτων, το παραπάνω ποσό μπορεί να γεννήσει έως και $100 τρισεκατομμύρια σε αξία, και να ξαναφέρει τη περίοδο 1985-2000, που τα κράτη του τρίτου κόσμου εξαρτιόνταν (μέσω χρέους) από τις διεθνείς ιδιωτικές τράπεζες και τις αναπτυγμένες χώρες.
S.A.-Global Research
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου