- Συνεχίζεται η συζήτηση περί το πότε και πόσο σύντομα είναι σκόπιμη η υιοθέτηση μιας ‘στρατηγικής εξόδου’ από τα ισχυρά νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας χάρη στα οποία η Μεγάλη Κάμψη του 2008 - 2009 δεν μετατράπηκε σε δεύτερη Μεγάλη Ύφεση
Στην πραγματικότητα οι σχεδιαστές πολιτικής είναι καταδικασμένοι είτε προκρίνουν τη στρατηγική εξόδου είτε όχι. Αν αποσύρουν τα νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης πολύ γρήγορα –όσο η ιδιωτική ζήτηση παραμένει αναιμική– υπάρχει κίνδυνος εκ νέου επιστροφής στην ύφεση και τον αποπληθωρισμό. Η δημοσιονομική λιτότητα μπορεί να είναι αναγκαία για χώρες με μεγάλα ελλείμματα και υψηλό χρέος, όμως ακόμη κι εκεί η αύξηση της φορολογίας και η περικοπή των κρατικών δαπανών μπορεί να επιδεινώσουν την ύφεση και τον αποπληθωρισμό.
Από την άλλη μεριά πάλι, αν οι σχεδιαστές πολιτικής διατηρήσουν σε ισχύ τα μέτρα τόνωσης για πολύ καιρό, τα μεγενθυνόμενα δημόσια ελλείμματα μπορεί να καταλήξουν σε κρίση χρέους (οι αγορές ήδη τιμωρούν τις δημοσιονομικά απείθαρχες χώρες με μεγαλύτερες διαφορές αποδόσεων). Ή αν αυτά τα ελλείμματα καλυφθούν μέσω της έκδοσης χρήματος, μπορεί να οδηγήσουν σε υψηλό πληθωρισμό που θα πιέσει ανοδικά τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, εξέλιξη που με τη σειρά της θα στραγγαλίσει την οικονομική ανάκαμψη.
Το πρόβλημα συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι κατά την τελευταία δεκαετία οι ΗΠΑ και οι άλλες ελλειμματικές χώρες –μεταξύ αυτών η Βρετανία, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισλανδία, το Ντουμπάι και η Αυστραλία– έγιναν καταναλωτές… πρώτου και εσχάτου καταφυγίου, με δαπάνες που ξεπερνούν κατά πολύ τα έσοδά τους και με υψηλά εμπορικά ελλείμματα. Εντωμεταξύ οι αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας –ιδίως η Κίνα– μαζί με την Ιαπωνία, τη Γερμανία και ορισμένες ακόμη χώρες έγιναν παραγωγοί του… πρώτου και εσχάτου καταφυγίου, με δαπάνες πολύ μικρότερες των εσόδων τους και με υψηλά εμπορικά πλεονάσματα.
Οι χώρες με υψηλές δαπάνες τώρα προχωρούν σε δημοσιονομική σύσφιξη, επειδή πρέπει να περιορίσουν τη δημόσια και ιδιωτική κατανάλωση, να μειώσουν τις εισαγωγές και να περιστείλουν τα εξωτερικά ελλείμματα και το χρέος τους. Αλλά αν οι ελλειμματικές χώρες μειώσουν τις δαπάνες και οι πλεονασματικές χώρες δεν αντισταθμίσουν τη διαφορά μειώνοντας τις αποταμιεύσεις και αυξάνοντας τις δαπάνες τους –ιδίως σε ό,τι αφορά την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση– το πλεονάζον παραγωγικό δυναμικό θα προσκρούσει σε έλλειψη συνολικής ζήτησης, γεγονός που με τη σειρά του θα οδηγήσει σε εκ νέου πτώση της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Τι πρέπει να κάνουν οι σχεδιαστές πολιτικής;
Καταρχήν, στις χώρες όπου η πρόωρη δημοσιονομική λιτότητα κρίνεται απαραίτητη για την αποτροπή μιας δημοσιονομικής κρίσης, πρέπει να χαλαρώσει κι άλλο η νομισματική πολιτική –μέσω ακόμη χαμηλότερων επιτοκίων και μεγαλύτερης ποσοτικής χαλάρωσης– προκειμένου να αντισταθμίσει την ύφεση και τις αποπληθωριστικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής. Σε γενικές γραμμές στις περισσότερες προηγμένες οικονομίες πρέπει να διατηρηθούν τα μηδενικά επιτόκια προκειμένου να στηρίξουν την ανάκαμψη.
Δεύτερον, οι χώρες για τις οποίες δεν έχουν ακόμα ξυπνήσει οι ‘εκδικητές των αγορών ομολόγων’ –οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Ιαπωνία– θα πρέπει να διατηρήσουν σε ισχύ τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας ενώ θα σχεδιάζουν αξιόπιστα προγράμματα δημοσιονομικής σταθεροποίησης που θα εφαρμοστούν αργότερα σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Τρίτον, οι πλεονασματικές χώρες, δηλαδή η Κίνα και οι άλλες αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας, η Γερμανία και η Ιαπωνία θα πρέπει να υιοθετήσουν πολιτικές με σκοπό τον περιορισμό των αποταμιευτικών και εμπορικών τους πλεονασμάτων. Ιδίως η Κίνα και οι αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας θα πρέπει να προωθήσουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα μειώνουν την ανάγκη για αποταμιεύσεις και θα επιτρέπουν την ανατίμηση των νομισμάτων τους. Η Γερμανία θα πρέπει να διατηρήσει σε ισχύ τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας και να παρατείνει τη διάρκεια τους και κατά το 2011, αντί να αρχίσει από τώρα να παίρνει το σφαλερό δρόμο της λιτότητας. Και η Ιαπωνία θα πρέπει να υιοθετήσει μέτρα για να περιορίσει το εμπορικό πλεόνασμά της και να τονώσει τα πραγματικά εισοδήματα και την κατανάλωση.
Τέταρτον, οι χώρες με εμπορικά πλεονάσματα θα πρέπει να επιτρέψουν την ανατίμηση του υποτιμημένου νομίσματός τους, ενώ η ΕΚΤ θα πρέπει να ακολουθήσει μια πιο χαλαρή νομισματική πολιτική που θα διευκολύνει τη βαθμιαία περαιτέρω εξασθένηση του ευρώ για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη.
Πέμπτον, στις χώρες όπου η απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα συντελείται με πολύ ταχείς ρυθμούς μέσω της πτώσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και των ιδιωτικών επενδύσεων, πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας και να παραταθεί η διάρκεια τους, για όσον καιρό τουλάχιστον δεν αντιλαμβάνονται αυτά τα ελλείμματα ως μη βιώσιμα οι χρηματοπιστωτικές αγορές.
Έκτον, ενώ είναι απαραίτητη η μεταρρύθμιση του εποπτικού συστήματος με την αύξηση των απαιτήσεων ρευστότητας και των κεφαλαιακών απαιτήσεων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αυτές οι υψηλότερες απαιτήσεις πρέπει να προωθηθούν σταδιακά, προκειμένου να αποτραπεί μια περαιτέρω επιδείνωση της πιστωτικής κρίσης.
Έβδομον, προκειμένου για χώρες που επιβαρύνονται με μη βιώσιμο ιδιωτικό ή δημόσιο χρέος –όπως είναι το χρέος των νοικοκυριών στις χώρες που δοκιμάζονται από την έκρηξη φούσκας στην αγορά κατοικιών ή το χρέος κυβερνήσεων, όπως η Ελλάδα, που αντιμετωπίζουν πρόβλημα αφερεγγυότητας και όχι ρευστότητας– το χρέος αυτό πρέπει να αναδιαρθρωθεί και να μειωθεί προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενου σοβαρού αποπληθωρισμού και συμπίεσης της κατανάλωσης.
Τέλος, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ε.Ε. και οι άλλοι πολυμερείς οργανισμοί θα πρέπει να παράσχουν γενναιόδωρη οικονομική στήριξη ως δανειστές εσχάτου καταφυγίου προκειμένου να αποτρέψουν μια σοβαρή αποπληθωριστική ύφεση στις χώρες που χρειάζονται ιδιωτική και δημόσια απομόχλευση.
Σε γενικές γραμμές, η μείωση του χρέους των νοικοκυριών, των κυβερνήσεων και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων πρέπει να γίνει βαθμιαία –και να στηρίζεται από την εξασθένηση του νομίσματος– για να αποφύγουμε μια διπλή ύφεση. Οι χώρες που μπορούν ακόμη να αντέξουν την εφαρμογή δημοσιονομικών μέτρων τόνωσης της οικονομίας και που πρέπει να περιορίσουν τα αποταμιευτικά τους πλεονάσματα και να αυξήσουν τις δαπάνες τους μπορούν να συμβάλουν στην παγκόσμια προσαρμογή –μέσω της προσαρμογής του νομίσματός τους και της αύξησης των δαπανών– για να αποτραπεί ένα έλλειμμα στην παγκόσμια συνολική ζήτηση.
Αν δεν εφαρμοστούν ανάλογα συντονισμένα μέτρα για τη στήριξη της παγκόσμιας συνολικής ζήτησης σε μια συγκυρία όπου υπάρχουν πολύ ισχυρές αποπληθωριστικές πιέσεις στις προηγμένες οικονομίες, μπορεί να οδηγηθούμε σε μια ιδιαίτερα βλαπτική και καταστροφική διπλή ύφεση. Μια τέτοια έκβαση μπορεί με τη σειρά της να προκαλέσει άλλη μια έκρηξη σοβαρών συστημικών κινδύνων στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, να πυροδοτήσει μια αλυσίδα ‘μολυσματικών’ στάσεων πληρωμών πολλών κρατών και να πλήξει σοβαρά τις αναπτυξιακές προοπτικές των αναδυόμενων οικονομιών που μέχρι στιγμής έχουν καταγράψει πιο ισχυρή ανάκαμψη από ό,τι οι προηγμένες χώρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου