- Ο διχασμός μίας χώρας της οποίας ο λαός εμπιστεύεται μεν τον στρατό αλλά δίνει τα ηνία στον Ερντογάν για τις μεταρρυθμίσεις που υπόσχεται
- Συνωμοσίες και πραξικοπήματα στην μάχη μεταξύ του κοσμικού κράτους και του ισλαμικού κατεστημένου
Οι γνώστες της εσωτερικής κατάστασης στην Τουρκία μίλησαν για απόπειρα δολοφονίας του Ερντογάν, αλλά οι δηλώσεις τους αυτές ξεχάστηκαν πολύ γρήγορα… Ο Ταγίπ Ερντογάν αμέσως μετά άρχισε το ανελέητο κυνηγητό των στρατηγών, της Εργκένεκον και του «βαθέως κράτους»... Είχε μόλις ξεκινήσει ένας άτυπος πόλεμος, του οποίου τα αποτελέσματα βιώνουμε σήμερα (και ίσως να βρισκόμαστε λίγο πριν την κορύφωση του «δράματος»).
Όλοι, τότε, μιλούσαν για κρίση ταυτότητας. Κοσμικό κράτος εναντίον του ισλαμικού κατεστημένου, στρατηγοί εναντίον της κυβέρνησης. Ο γνωστός αρθρογράφος Μεχμέτ Αλί Μπιράντ, από τις πιο ψύχραιμες φωνές στην Τουρκία, μιλούσε για ημέρες περισυλλογής, για μία κοινωνία διχασμένη όπου ο λαός αισθάνεται την πάλη των δυνάμεων και αναρωτιέται που οδηγείται η χώρα. «Κανείς όμως δεν κινείται», έλεγε ο Μπιράντ. «Το μόνο που κάνουμε είναι να παρακολουθούμε τις εξελίξεις σαν να βλέπουμε ταινία… Κάποια στιγμή, όμως, θα χτυπήσουμε στον τοίχο».
Δύο χρόνια μετά, κάποιοι υποστηρίζουν πως η Τουρκία χτύπησε στον τοίχο Η υπόθεση «Βαριοπούλα», οι νέες συλλήψεις στρατιωτικών και η κίνηση, πλέον, να τεθεί υπό αμφισβήτηση ακόμη και ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, οδηγούν τη χώρα στο πιο επικίνδυνο μονοπάτι των τελευταίων δεκαετιών.
Το ερώτημα που τίθεται πιεστικά, πλέον, είναι πότε θα ξεκινήσει η επώδυνη διαδικασία ενδοσκόπησης στην τουρκική ηγεσία, στις ένοπλες δυνάμεις, αλλά και στο λαό που θα οδηγήσει όχι σε λύση, αλλά τουλάχιστον σε συνειδητοποίηση ότι ο πόλεμος κεμαλιστών – ισλαμιστών δεν είναι πόλεμος για τη μαντήλα, αλλά για το πώς αντιλαμβάνεται κανείς την έννοια της Δημοκρατίας και αν τελικά η Τουρκία θα πρέπει πρώτα να βρει την ταυτότητά της, πριν αναζητήσει μία θέση στην Ε.Ε.
Είναι άκρως ειρωνικό ότι τον 21ο αιώνα τα στρατιωτικά πηλήκια, που ευθύνονται για τέσσερα πραξικοπήματα τις τελευταίες δεκαετίες στην Τουρκία, εμφανίζονται ως προστάτες της Δημοκρατίας από μία ισλαμική ηγεσία που επίσης ειρωνικά προσπαθεί να διασφαλίσει το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας.
Ποτέ το βαθύ κράτος, το στρατιωτικό κατεστημένο δεν είχε μία σχέση αγάπης με τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, ιδιαίτερα με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ταγίπ Ερντογάν, που ανήλθε στην εξουσία το 2002. Η πάγια αντίληψη των στρατηγών είναι ότι το ΑΚΡ έχει μία κρυφή ισλαμική ατζέντα για την αλλαγή του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Το ΑΚΡ από την πλευρά του αντιμετωπίζει το στρατό ως το μεγάλο εμπόδιο στο δρόμο της Τουρκίας προς τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και την είσοδό της στην Ε.Ε. Η ιστορία είναι παλιά και περιλαμβάνει εντάσεις, συγκρούσεις, συνωμοσίες και πραξικοπήματα.
Η μεγάλη πρόκληση
Στη χώρα του Ατατούρκ, ο λαός αγαπάει τον στρατό. Όλες οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι οι ένοπλες δυνάμεις απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας, σε αντίθεση με τους πολιτικούς, που θεωρούνται διεφθαρμένοι. Οι σύμμαχοι των στρατιωτικών σε όλα τα κομμάτια του κράτους, από τις κρατικές υπηρεσίες, τους δικαστές έως και τα media, θεωρούν ότι ο στρατός είναι ο θεματοφύλακας της κληρονομιάς που άφησε ο Ατατούρκ. Η εκλογική νίκη των ισλαμιστών το 2002 αποτέλεσε για τους στρατηγούς μία μεγάλη πρόκληση και μία πρωτόγνωρη κατάσταση. Πρωτόγνωρη, γιατί ήταν η πρώτη φορά που το ΑΚΡ είχε την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, μπορούσε δηλαδή να κυβερνήσει μόνο του και όχι να επηρεάσει απλώς καταστάσεις, όπως συνέβαινε με τις κυβερνήσεις συνασπισμού.
Το δεύτερο πρόβλημα για το στρατιωτικό κατεστημένο ήταν ότι η κυβέρνηση Ερντογάν και προσωπικά ο ίδιος ο πρωθυπουργός ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στις δυτικές κυβερνήσεις, καθώς ως συνομιλητής υποσχόταν μία σειρά πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που θα διασφάλιζαν την είσοδο της Τουρκίας στην Ε.Ε. Μέρος αυτών των μεταρρυθμίσεων, όμως, ήταν η αποδυνάμωση του στρατού, που θα έπρεπε να μείνει εκτός πολιτικής, στα χαρακώματα. Ο στρατός έπρεπε να αναλάβει ένα νέο ρόλο που δεν ήταν έτοιμος να αποδεχθεί. Η σύγκρουση κατά μέτωπο ήταν αναπόφευκτη.
Το κόστος σε πολιτική, οικονομία και κοινωνία
Η προσπάθεια του κυβερνώντος κόμματος να οδηγήσει τους στρατηγούς στο περιθώριο ξεδιπλώνει τα τελευταία χρόνια τις αλλεπάλληλες κρίσεις ταυτότητας της Τουρκίας. Ο πόλεμος εξουσίας έχει βαρύ κόστος, όχι μόνο στα αντίπαλα στρατόπεδα, αλλά και στη χώρα, από το χρηματιστήριο έως και τον απλό πολίτη, που καλείται να διαλέξει ποιόν θα υποστηρίξει, αυτόν που κυβερνά ή αυτόν που εμπιστεύεται.
Οι βουλευτικές εκλογές είναι προγραμματισμένες για το 2011, κανείς όμως δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο προκήρυξης πρόωρων εκλογών.
Μέχρι που προτίθεται να φτάσει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν; Τα άκρα θα ενδυναμώσουν τη φωνή των επικριτών του, που τον κατηγορούν για αυταρχισμό και για ένα προσωπικό παιχνίδι εξουσίας με τους στρατηγούς, παρά το κόστος για τη χώρα. Το στρατιωτικό κατεστημένο, από την άλλη πλευρά, γνωρίζει ότι εάν κηρύξει πόλεμο στον Ερντογάν, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα κερδίσει, με δεδομένο ότι στην πολιτική σκηνή δεν υπάρχουν δυνατοί αντίπαλοι του ΑΚΡ και οι πρόωρες εκλογές ίσως το μόνο που θα φέρουν θα είναι μία Τρίτη εκλογική νίκη του κυβερνώντος κόμματος.
Οι πιθανότητες είναι ότι η «Βαριοπούλα», όπως και η υπόθεση «Εργκένεκον», δεν μπορούν να κρίνουν την επόμενη ημέρα στον πόλεμο εξουσίας μεταξύ Κεμαλιστών και Ισλαμιστών, του βαθέως κράτους με την Δημοκρατία και τις μεταρρυθμίσεις. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα δοθεί απάντηση στο ποιος πραγματικά κυβερνά την Τουρκία. Ένα όμως είναι βέβαιο: ότι ο Ερντογάν έχει το προβάδισμα στο σκληρό πόκερ που παίζει με τους στρατηγούς. Ο τουρκικός λαός άλλωστε αντέχει να ζει με την αβεβαιότητα για το ποιος πραγματικά τον κυβερνά και ας του στοιχίζει ακριβά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου