Σάββατο 13 Ιουνίου 2009

Μακεδονία: Το χρονικό μιας προδοσίας


Με αφορμή τη συμπλήρωση 2332 ετών από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ένα Χρονικό για την προδοσία της Ιστορίας μας.

Όταν, τον Αύγουστο του 1945, ο, εβραϊκής καταγωγής, στρατάρχης Τίτο (πραγματικό όνομα Ιωσήφ Μπρόζ) προχωρούσε στη μετονομασία της επαρχίας του Βαρδάρη (Vardarska Banovina) σε «Μακεδονία», προσδοκώντας σε μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις στη ρευστή, γεωπολιτικά, χερσόνησο του Αίμου, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι 63 χρόνια μετά, ένας αμερικάνος (με ομιχλώδη καταγωγή) διπλωμάτης, ο Μάθιου Νίμτς, θα απαιτούσε από την ελληνική κυβέρνηση, για λογαριασμό των εντολέων του, την αναγνώρισή της πρώτης, ως ξεχωριστή οντότητα. Αλλά και όταν ο Βελουχιώτης υπόσχονταν τη Μακεδονία στους Βούλγαρους συντρόφους του, ως αντάλλαγμα για στρατιωτική βοήθεια, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι αρκετές δεκαετίες μετά, μια κυβέρνηση της αστικής δεξιάς θα ήταν έτοιμη να υπογράψει την τελευταία πράξη σε μια μακρά ιστορία ξεπουλήματος και προδοσίας.

Τα αναμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία της ελληνικότητας της Μακεδονίας, από την αρχαιότητα, έγιναν ευρέως γνωστά από τις αξιέπαινες προσπάθειες αξιόλογων Ελλήνων ιστορικών και από τις εκδόσεις της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, οπότε θα ήταν άσκοπο και σίγουρα ανολοκλήρωτο, το να προσπαθήσουμε να συμπιέσουμε την ιστορία μέσα σε λίγες γραμμές. Το παρόν κείμενο, θα ασχοληθεί, κυρίως, με τους πολιτικούς χειρισμούς στο ζήτημα της Μακεδονίας, κατά τα νεότερα χρόνια, καθώς και με τους τρόπους έκφρασης της περίφημης λαϊκής βούλησης, σε ό,τι αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Σε αυτό το σημείο, οφείλουμε να καθορίσουμε, γεωγραφικά, τη Μακεδονία, η οποία εκτείνεται σε μία περιοχή με νότια, φυσικά, σύνορα το Αιγαίο Πέλαγος, τον Όλυμπο, τα Καμβούνια και τα Χάσια και βόρεια σύνορα την περιοχή άνωθεν των λιμνών Πρέσπα και Αχρίδα, περιλαμβάνοντας περιοχές όπως το Κρούσοβο και τη Στρώμνιτσα. Δυτικό όριο θεωρείται η Πίνδος και ανατολικό ο Νέστος. Τα ίδια τα Σκόπια, βρίσκονται μακριά από τα βόρεια, γεωγραφικά, σύνορα της Μακεδονίας.

Φυλετικά, οι Μακεδόνες θεωρούνται Δωρικό φύλο («…Δωρικόν τε και Μακεδνόν έθνος», Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Η 43), το οποίο μετά το 800 π.Χ. εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία, από την Ήπειρο, καθυποτάσσοντας συγγενή Θρακικά φύλα. Οι σλάβικες επιδρομές, τα Βυζαντινά χρόνια, εκμηδένισαν τους πληθυσμούς της πεδινής υπαίθρου, όχι όμως και τους ορεινούς πληθυσμούς και τις οχυρωμένες πόλεις, όπως η Θεσσαλονίκη. Η πλειοψηφία των οικισμών στα όρια της Μακεδονίας, παρέμεινε ελληνική, καθώς δεν σημειώθηκαν αξιόλογες Σλάβικες εγκαταστάσεις, ενώ πολλά από τα σλαβόφωνα χωριά, αποτελούνται από εκσλαβισμένους γλωσσικά κατοίκους και όχι Σλάβους, στο αίμα ή στη συνείδηση.

Μετά την υποχώρηση των Τούρκων, τις διεκδικήσεις στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ανταλλαγές πληθυσμών (Συνθήκες Νεϊγύ το 1919 και Λωζάνης το 1923) διαμόρφωσαν μια κατάσταση για τα επόμενα χρόνια, η οποία άφηνε ελληνικά εδάφη (Μοναστήρι, Γευγελή, Στρώμνιτσα) υπό Σλαβική κατοχή και τον εναπομείναντα ελληνικό πληθυσμό (υπολογίζεται σήμερα σε 150.000), εγκλωβισμένο και υπό διωγμό. Από εκείνη την περίοδο, που δεν υπήρχε κανένα «Μακεδονικό» ζήτημα από τη μεριά των Σλάβων, πέρα από τις όποιες βλέψεις τους, ενώ, αντιθέτως, η Ελλάδα είχε κάθε λόγο να προβάλει διεκδικήσεις, μέχρι και τα νεώτερα χρόνια, που το θέμα επανήλθε στο προσκήνιο των εξελίξεων, καμία ελληνική κυβέρνηση, δεξιά ή αριστερή, δεν έκανε κάποια ενέργεια για το ζήτημα.

Οι «Μακεδονομάχοι» και τα συλλαλητήρια

Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», φέρνοντας στην επιφάνεια τα δεινά των κομμουνιστικών καθεστώτων για έθνη και λαούς και καθιστώντας τον αμερικανισμό ως τον μοναδικό παγκόσμιο παράγοντα εξουσιασμού, παγκοσμίως, πυροδότησε έναν νέο γύρο πολιτικών εξελίξεων και ζυμώσεων, στον οποίο τα Βαλκάνια έχουν κομβικό ρόλο. Μέσα σε αυτό το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, ο διαμελισμός της πρώην Γιουγκοσλαβίας, το 1991, σημαίνει και την κήρυξη της πλήρους ανεξαρτησίας του κρατιδίου των Σκοπίων, με συνταγματική ονομασία: «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Μετά από τόσες δεκαετίες εγκληματικής αδράνειας, το ελληνικό κράτος βρίσκεται, πλέον, μπροστά σε μία οδυνηρή πραγματικότητα, καθώς ένα πολυεθνικό μόρφωμα, αποτελούμενο από Αλβανούς, Σέρβους, Βούλγαρους, αθίγγανους, αλλά και μία εγκαταλελειμμένη ελληνική μειονότητα, διεκδικεί μία θέση στο παγκόσμιο στερέωμα, σφετεριζόμενο ελληνικά εδάφη, Ιστορία και ταυτότητα. Η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη, σε μια ακόμα επίδειξη ραγιαδισμού, απορρίπτει την πρόταση Μιλόσεβιτς για μοίρασμα του νεοσύστατου κρατιδίου, μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας, βάζοντας στο χρονοντούλαπο την καλύτερη ευκαιρία για την απελευθέρωση των ελληνικών εδαφών. Οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις που ακολούθησαν και στοίχισαν την αποπομπή Σαμαρά, αφορούσαν απλά και μόνο την ονομασία του κρατιδίου και έβαλαν για τα καλά τον ξένο παράγοντα ως εταίρο στα ζητήματα της Εθνικής Ανεξαρτησίας.

Η απουσία συγκροτημένης Εθνικής εξωτερικής πολιτικής και η πλήρης εξάρτηση από ΕΕ και ΝΑΤΟ είναι τα μόνιμα χαρακτηριστικά στους διπλωματικούς χειρισμούς των Εθνικών μας θεμάτων και εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν την ελληνική διπλωματία έως και σήμερα.. Με αυτά τα δεδομένα, το ζήτημα της Μακεδονίας, αντί για άμεση προτεραιότητα Εθνικής σημασίας, έχει γίνει «καυτή πατάτα» για κάθε κυβέρνηση από το ’90 και μετά.

Ο εμπαιγμός του λαϊκού αισθήματος και του πατριωτικού φρονήματος των Ελλήνων (όπως αυτά εκδηλώθηκαν μέσα από τα μεγαλειώδη σε παλμό και όγκο συλλαλητήρια της εποχής) με τη διγλωσσία της πολιτικής ηγεσίας, αποτελεί μνημείο προδοσίας και πολιτικής αλητείας, το οποίο έχει στιγματίσει τη νεότερη ιστορία της πατρίδας μας. Εκ του αποτελέσματος, μπορούμε πλέον να υποστηρίξουμε με ασφάλεια, ότι αυτές οι πατριωτικές εκδηλώσεις, ενορχηστρωμένες από το κράτος της αστικής νεοφιλελεύθερης δεξιάς, λειτούργησαν ως ελεγχόμενη βαλβίδα ασφαλείας για την εκτόνωση της έντονης δυσαρέσκειας των Ελλήνων ενάντια στο διαφαινόμενο ξεπούλημα της Μακεδονίας.

Η ίδια η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία παζάρευε την ίδια ώρα στη Λισσαβώνα το όνομα της Μακεδονίας, εκπροσωπούνταν από μεγαλοστελέχη της στα συλλαλητήρια και ακολουθούσε μια ψευδοπατριωτική ρητορεία για εσωτερική κατανάλωση. Από αυτές τις μαζώξεις, που το μόνο που κατάφεραν τελικά ήταν να οριοθετήσουν το μέγεθος της δεξαμενής ψήφων της αστικής δεξιάς, αναδείχτηκαν οι γραφικές φυσιογνωμίες των «Μακεδονομάχων» πολιτικάντηδων, οι οποίοι έχτισαν ένα δήθεν πατριωτικό προφίλ με ανέξοδες δηλώσεις και εμφανίσεις, στηρίζοντας ταυτόχρονα τις προδοτικές κινήσεις των πολιτικών τους ηγεσιών. Με αυτές τις μεθοδεύσεις, λαμβάνοντας υπόψη το πολιτικό κλίμα της εποχής, χάθηκε ουσιαστικά μία μεγάλη ευκαιρία για τον ελληνισμό και αποδείχτηκε η έλλειψη εθνικής πολιτικής και οράματος.

Από το 1993 ακόμη, η Χρυσή Αυγή έγραφε και είχε προβλέψει ότι το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων είχε ξεπουληθεί ή, εάν θέλετε, δεν υπήρχε η πολιτική βούληση για τη διεκδίκησή του. Παρά την ένθερμη συμμετοχή, είχε δει με σκεπτικισμό τα εθνικά συλλαλητήρια, υπό την έννοια πως αυτοί που τα καθοδηγούσαν, μοιραία μέσα στον χρόνο, θα έσκυβαν το κεφάλι και θα σιωπούσαν.

Η «Real Politic»

Δυστυχώς, οι προβλέψεις του Λαϊκού Εθνικιστικού Κινήματος επαληθεύτηκαν, καθώς, ήδη από τον Απρίλιο του 1993, τα Σκόπια μπαίνουν στον ΟΗΕ με την προσωρινή ονομασία «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» και αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις για την τελική τους ονομασία. Το «πολιτικά ρεαλιστικό» ρεύμα, προσπαθώντας να αποφύγει οποιαδήποτε ρήξη με την αμερικανική πολιτική στα Βαλκάνια και να συνεχίσει απρόσκοπτα την προαποφασισμένη «ευρωπαϊκή πορεία» της Ελλάδας, είναι πρόθυμο να συζητήσει οποιαδήποτε πρόταση – επιθυμία εξωτερικών παραγόντων.

Ο κυνισμός και η τρανή απόδειξη της διγλωσσίας της πολιτικής ηγεσίας, η οποία είχε προαποφασίσει το μέλλον του ζητήματος, αποτυπώθηκαν στη δήλωση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προς τους έλληνες δημοσιογράφους, στις 13 Φεβρουαρίου 1993, πως το όνομα δεν έχει τόση σημασία και σε δέκα χρόνια δεν θα το θυμάται κανείς. Αρκετοί όψιμοι «πατριώτες» και «Μακεδονομάχοι», με πρώτο και καλύτερο τον Γ. Καρατζαφέρη, ήταν τότε χειροκροτητές και συνοδοιπόροι της κυβέρνησης Μητσοτάκη…

Οι λεονταρισμοί του Ανδρέα Παπανδρέου στην προεκλογική περίοδο του ’93, με την περίφημη δήλωση: «Δεν δεχόμαστε το όνομα Μακεδονία ή οποιοδήποτε παράγωγο ή οποιαδήποτε σύνθετη ονομασία που περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία», αποδείχτηκαν πυροτέχνημα. Το ίδιο κούφιο και άνευ ουσίας, ήταν το εμπάργκο που επέβαλε η κυβέρνηση Παπανδρέου στα Σκόπια, το Φεβρουάριο του 1994, λίγο μετά την αναγνώριση του κρατιδίου, με το προσωρινό του όνομα, από τις ΗΠΑ. Το εμπάργκο κατέρρευσε τον Σεπτέμβριο του 1995, οπότε υπεγράφη η Ενδιάμεση Συμφωνία από τους Κ. Παπούλια και Μπ. Τσερβενκόφσκι, κάτω από την πίεση των ΗΠΑ και αφήνοντας σε εκκρεμότητα το ζήτημα του ονόματος.

Κατά τη διάρκεια του εμπορικού αποκλεισμού, οι ίδιοι οι δήθεν πατριώτες επιχειρηματίες της Θεσσαλονίκης κάνουν λαθρεμπόριο, πετρελαίου κυρίως, τροφοδοτώντας Σκόπια και Σερβία, σχηματίζοντας τεράστιες περιουσίες. Στα 13 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, οι οικονομικές σχέσεις Ελλάδας – Σκοπίων έχουν αλλάξει άρδην, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των κερδοσκόπων, οι οποίοι βρήκαν στην αγορά των Σκοπίων μία ακόμα οικονομική ευκαιρία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ελλήνων επιχειρηματιών, υπολογίζεται ότι περίπου το 20% του ΑΕΠ του κρατιδίου των Σκοπίων έχει σχέση με την ελληνική οικονομία. Αν συνυπολογιστεί και η παραοικονομία, οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο.

Από το αποτυχημένο εμπάργκο και για τα επόμενα χρόνια, η ελληνική πολιτική ηγεσία παγώνει το ζήτημα της ονομασίας, ελπίζοντας να βγει προφήτης ο Μητσοτάκης και να λησμονήσει ο ιθαγενής πληθυσμός. Στο μεταξύ, η μία χώρα μετά την άλλη, αναγνωρίζουν τα Σκόπια ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» με το τελειωτικό χτύπημα να δίνεται από τις ΗΠΑ, το Νοέμβριο του 2004. Όλο αυτό το διάστημα, οι μόνοι οι οποίοι επανέφεραν το ζήτημα στην επικαιρότητα, με δυναμικές κινητοποιήσεις, ήταν οι Έλληνες Εθνικιστές.

ΗΠΑ, Βουλγαρία, Αλβανία και πέμπτη φάλαγγα

Γεωπολιτικά, οι εξελίξεις των τελευταίων ετών στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα η ενεργειακή κρίση και οι συμφωνίες για τη δημιουργία των αγωγών πετρελαίου από τη Ρωσία, καθιστούν το κρατίδιο των Σκοπίων ιδιαίτερα σημαντικό, ως δορυφόρο της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή. Η γιγαντιαία αμερικανική στρατιωτική βάση Camp Bondsteel, που εκτείνεται στο έδαφος των Σκοπίων και του Κοσσόβου, καθώς και τα σχέδια των αμερικανών για δεύτερη βάση, έχουν στόχο να εγκλωβίσουν και ελέγξουν στρατιωτικά ολόκληρη την περιοχή. Για τη διατήρηση και την ανάπτυξη του προτεκτοράτου τους, οι ΗΠΑ προσπαθούν να συντηρήσουν την επίπλαστη εθνική συνοχή στο εσωτερικό των Σκοπίων με τα δολάρια των «επενδυτών» τύπου Σόρος και με την επιβολή της θέλησής τους για είσοδο του ψευδοκράτους στο ΝΑΤΟ.

Ταυτόχρονα με τη δραστηριότητα του αμερικανικού παράγοντα και την ελληνική αδράνεια, στα Σκόπια διεξάγεται μία μάχη μεταξύ της Βουλγαρικής και της Αλβανικής προπαγάνδας για την επικράτηση των αντίστοιχων μειονοτήτων και την εξυπηρέτηση των αντίστοιχων μεγαλοϊδεατισμών. Η Βουλγαρική προπαγάνδα λειτουργεί άψογα, από παλιά, στο διαδίκτυο και σε διεθνές επίπεδο, ενώ ένας όλο και αυξανόμενος αριθμός Σκοπιανών επιλέγουν να πάρουν το Βουλγαρικό διαβατήριο, είτε γιατί αισθάνονται εθνικά Βούλγαροι, είτε γιατί θέλουν να εκμεταλλευτούν τα προνόμια που δίνει το διαβατήριο μίας χώρας που έχει ήδη ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε αρκετούς διεθνείς οργανισμούς. Από την άλλη μεριά, οι Αλβανοί επιλέγουν τον δρόμο της κρίσης και της δράσης, κάτι που φάνηκε με τις πρόσφατες αιματηρές εκλογές. Οι δύο χώρες, σε αντίθεση με την Ελλάδα, λειτουργούν με συνέπεια και επιθετική στρατηγική διεκδικώντας εδάφη και δικαιώματα για τις μειονότητες, ενώ η ελληνική μειονότητα αντιμετωπίζει καταστολή και τρομοκρατία.

Όσο, βέβαια, τα Σκόπια εξυπηρετούν τις βλέψεις των ΗΠΑ στην περιοχή των Βαλκανίων, τότε, με κάθε κόστος, η αμερικανική – σιωνιστική πολιτική θα προστατέψει την ύπαρξή τους και φαντάζει αδύνατο για οποιαδήποτε εξαρτημένη χώρα, είτε αυτή έχει ιστορικό και δίκαιο έρεισμα είτε όχι, να προβάλλει αξιώσεις. Η διαφορά της πολιτικής της Αλβανίας και της Βουλγαρίας με αυτή της Ελλάδας είναι ότι οι πρώτες δημιουργούν την υποδομή για να το κάνουν αργότερα, όταν θα υπάρξουν οι δυνατότητες. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση των Σκοπίων, για να τονώσει το «πατριωτικό αίσθημα» του πολυεθνικού μωσαϊκού, διεκδικεί ελληνικά εδάφη, μέχρι και τη Θεσσαλονίκη, χωρίς καμία ουσιαστική απάντηση από πλευράς Ελλάδας.

Αντιθέτως, αυτό που συμβαίνει πλέον στην Ελλάδα, είναι, μετά από τόσα χρόνια αδράνειας, να ακούγονται σιγά σιγά οι γνωστές φωνές της διεθνιστικής αριστεράς και των πρακτορίσκων, δήθεν μειονοτικών, «σλαβομακεδόνων», οι οποίοι ξερνούν την γνωστή τους ρητορεία. Οι πασίγνωστες, επιδοτούμενες, ΜΚΟ, η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ και το «Ουράνιο Τόξο» έχουν αναλάβει την σιωνιστική – αμερικανική προπαγάνδα στο εσωτερικό χωρίς καμία αντίδραση από το επίσημο κράτος.

Οι «ακραίοι»

«Ο Λαός, θέλουμε να πιστεύουμε, πως στο μεγαλύτερο μέρος του παρακολουθεί με οργή και απελπισία ό,τι συμβαίνει. Ανίκανος να εκφράσει την οργή του, νιώθει άδειος και απογοητευμένος. Η γεύση της ήττας έχει σαστίσει κάθε έντιμο Έλληνα Πατριώτη. Ας γνωρίζουν όλοι τους πως η Ιστορία δεν γράφεται ούτε με συμφωνίες, ούτε με μίσθαρνους και πουλημένους «ενημερωτές». Η Ιστορία έχει τους δικούς της ρυθμούς, τις δικές της ανάγκες και διεκδικήσεις. Ό,τι υπεγράφη από τους πολιτικούς, δεν είναι Ιστορία, δεν είναι επιταγή του Έθνους, είναι άχρηστα χαρτιά που όχι μόνο θα ξεπεραστούν, αλλά θα αποτελέσουν και τα τεκμήρια της αναξιότητος ορισμένων στο εδώλιο των αιώνων».

Αυτή ήταν η θέση του Λαϊκού Συνδέσμου Χρυσή Αυγή, όπως εκφράστηκε από τον Γ.Γ. του Κινήματος, συναγωνιστή Ν.Γ. Μιχαλολιάκο τον Οκτώβρη του 1995, στο φύλλο 124 της εφημερίδας μας και αυτή παραμένει ατόφια μέχρι σήμερα και μέχρι την τελική δικαίωση. Αυτή είναι η απάντηση των Ελλήνων Εθνικιστών στους προδότες και τους μειοδότες της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής γης. Αυτή είναι η απάντηση στα ψευτοδιλλήματα, στα παζάρια για την ονομασία και στο δόγμα της «μικράς και εντίμου» Ελλάδος.

Η Μακεδονία ήταν και είναι Ελληνική, όσο οι νεοέλληνες μπορούν να το επιβάλλουν. Οι πρόγονοί μας έπραξαν ήδη το καθήκον τους και δεν μπορούν από τους τάφους τους να αγωνιστούν ή να διεκδικήσουν οτιδήποτε. Απλά μας δείχνουν τον δρόμο και το καθήκον. Περισσότερο από οποιαδήποτε ιστορική, ανθρωπολογική και γεωγραφική μελέτη, την ελληνικότητα της Μακεδονίας την πιστοποιούν ο θρύλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το θαύμα του Αγίου Δημητρίου και, κυρίως, το Αίμα του Παύλου Μελά, των Μακεδονομάχων και όσων έπεσαν για τη Μεγάλη Ιδέα.

Αντί επιλόγου, ας θυμηθούμε το κάλεσμα του Ίωνα Δραγούμη: «Να ξέρετε πως αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει. Θα μας σώσει από τη βρώμα όπου κυλιούμαστε, θα μας σώσει από τη μετριότητα κι από την ψοφιοσύνη, θα μας λυτρώσει από τον αισχρό τον ύπνο, θα μάς ελευθερώσει. Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε».

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:xryshaygh.wordpress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου