O Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας σε δηωμένο από τους βαρβάρους κεμαλικούς ναό της Κωνστατινούπολης, το Σεπτέμβριο του 1955
Η προβολή της ταινίας «Φθινοπωρινός Πόνος» στην Τουρκία, προκάλεσε αντιφατικές αντιδράσεις. Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιλμάζ Καράκογιουνλου που έχει εκδοθεί προ ετών. Η υπόθεση του έχει ως σημείο αναφοράς τους ανθελληνικούς - αντιμειονοτικούς διωγμούς στις 6/7 Σεπτεμβρίου 1955, στην Πόλη... και την Σμύρνη.
Ένα σημαντικό ποσοστό θεατών (κυρίως οι νεότεροι) έβγαινε εμφανώς ταραγμένο από τις αίθουσες που προβαλλόταν η ταινία, αδυνατώντας να πιστέψει ότι στη χώρα τους, συνέβησαν τέτοια γεγονότα.
Η ταινία, έδωσε την αφορμή στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης να παρουσιάσουν και να δημοσιεύσουν πολυάριθμες εκπομπές, άρθρα, έρευνες, συνεντεύξεις κ.α. σε σχέση με τα Σεπτεμβριανά.
Η πολυήμερη και πολύπλευρη ενασχόληση των τουρκικών μέσων ενημέρωσης με τα Σεπτεμβριανά, ήταν από τα πιο θετικά αποτελέσματα της προβολής αυτής της ταινίας.
Να σημειώσουμε βέβαια ότι τα Σεπτεμβριανά, εξαιτίας της διαρκούς δράσης των παρακρατικών μηχανισμών στην Τουρκία, αποτελεί μόνιμο σημείο αναφοράς στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης (ως παράδειγμα παρακρατικής δράσης, προς αποφυγή).
Η δημόσια συζήτηση για τα Σεπτεμβριανά με αφορμή την ταινία, αποτέλεσε το νέο «επεισόδιο» στον κύκλο που άνοιξε τους τελευταίους πέντε μήνες στην Τουρκία. Στο διάστημα αυτό με διάφορες αφορμές βρέθηκαν πολύ ψηλά στην επικαιρότητα οι αντιμειονοτικές διώξεις του παρελθόντος. Ο κύκλος αυτός ξεκίνησε με τις δηλώσεις του Υπ. Άμυνας Βεζντί Γκιονούλ, στις αρχές Νοεμβρίου 2008, που είπε «εάν δεν είχε γίνει η ανταλλαγή των Ελλήνων και ζούσαν Έλληνες και Αρμένιοι στην Ανατολή, δεν θα μπορούσε να οικοδομηθεί το έθνος – κράτος».
Οι δηλώσεις του Υπουργού προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις και επικρίθηκαν από διάφορες πλευρές. Τόσο από αυτούς που κατηγόρησαν τον Υπουργό, επειδή με τις δηλώσεις του ομολόγησε την εθνοκάθαρση των Χριστιανικών λαών της Ανατολής. Όσο και απ’ αυτούς που υποστήριξαν ότι η Τουρκία έγινε φτωχότερη με την φυγή των Ελλήνων και Αρμενίων.
Αυτή την διάσταση απόψεων θα την παρουσιάσουμε σε κάποιο προσεχές τεύχος, επειδή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Ελληνισμό της καθ’ ημάς Ανατολής.
Στη συνέχεια ξεκίνησε η εκστρατεία μερίδας διανοουμένων για συλλογή υπογραφών σε κείμενο με τίτλο: «Ζητούμε συγνώμη από τους Αρμένιους». Η εκστρατεία αυτή, παρά την λυσσαλέα αντίδραση των υποστηρικτών του συστήματος, κατάφερε να συγκεντρώσει δεκάδες χιλιάδες υπογραφές. Το σημαντικότερο όμως επανέφερε στην επικαιρότητα το Αρμενικό ζήτημα.
Τώρα, έρχεται η προβολή της ταινίας και οι συζητήσεις που προκάλεσε για να προστεθούν στην διαδικασία απομυθοποίησης της επίσημης ιστορίας.
Από την άποψη αυτή η ταινία μπορεί να έχει κάποια θετική επίδραση στην τουρκική κοινωνία, όμως το γεγονός αυτό δεν αλλάζει την ουσία, ότι τόσο το μυθιστόρημα όσο και η ταινία αποτελούν μία προσπάθεια «ωραιοποίησης» του συστήματος.
Οι αναφορές των δύο έργων (μυθιστόρημα και ταινία) στις μειονότητες (ειδικά στους Ρωμιούς) αναπαράγουν στερεότυπα και είναι προσβλητικές για τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, η ταινία μπορεί να έχει κάποια θετική λειτουργία στην τουρκική κοινωνία. Όμως αυτό το κάνει με τρόπο που προσβάλλει την ιστορική πραγματικότητα και τις μειονότητες.
Σε διπλανή στήλη αναφερόμαστε σε αυτή την διάσταση της ταινίας.
Τα γεγονότα με τα μάτια του κράτους
Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Φθινοπωρινός Πόνος» Γιλμάζ Καράκογιουνλου, είναι ένας απολογητής του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι διαφορετικό από έναν άνθρωπο που υπηρέτησε από διάφορες θέσεις το κρατικό σύστημα. Υπήρξε στέλεχος του Οργανισμού Κρατικού Σχεδιασμού, εκλέχτηκε με το κόμμα της Μητέρας Πατρίδας το 1995 και το 1999 βουλευτής. Διετέλεσε υπουργός προεδρίας, αρμόδιος για την κρατική ραδιοτηλεόραση, τα μέσα ενημέρωσης και τον οργανισμό αποκρατικοποίησης.
Τα μυθιστορήματα του είναι γραμμένα με ανάλογο πνεύμα και έχουν ως σημείο αναφοράς μεγάλα ιστορικά γεγονότα της Τουρκίας. Το μυθιστόρημα του «Οι ρώγες της Σαλκίμ χανίμ» με αναφορά στον Φόρο Περιουσίας, επίσης έγινε ταινία από την σκηνοθέτιδα του «Φθινοπωρινού Πόνου» κα Τομρίς Γκιριτλίογλου.
Σε συνέντευξη του στον Ιχσάν Γιλμάζ (Χουριέτ 24-1-2009) ο Γ. Καράκογιουνλου αναπαράγει την επίσημη επιχειρηματολογία.
Στο ερώτημα «Τα μυθιστορήματα «Οι ρώγες της Σαλκίμ χανίμ» και «Ο φθινοπωρινός πόνος» αφορούσαν την εθνικοποίηση της οικονομίας;» απαντά:
«Αφορούν μία κατάσταση πέρα από την εθνικοποίηση. Επρόκειτο για επιβολή της κρατικής πειθαρχίας στην οικονομία. Τις προάλλες ένας οικονομολόγος στην ομιλία του είπε, το χρήμα σε όποιον βρίσκεται, από αυτόν εισπράττεται ο φόρος. Το χρήμα τότε βρισκόταν στα χέρια των μειονοτήτων, οπότε από αυτούς εισπράχθηκε ο φόρος…»
Βέβαια η πραγματικότητα είναι ότι κατά την εφαρμογή του Φόρου Περιουσίας (1942) οι πολίτες διαχωρίστηκαν με βάση την εθνικότητα τους. Οι μη μουσλουμάνοι φορολογήθηκαν με ποσά που στις περισσότερες περιπτώσεις υπερέβαιναν την αντικειμενική αξία της περιουσίας τους. Επίσης οι μη μουσλουμάνοι ήταν αυτοί που εστάλησαν σε καταναγκαστικά έργα στο αφιλόξενο Άσκαλε.
Στη συνέχεια της συνέντευξης ο Καράκογιουνλου αποδίδει τα Σεπτεμβριανά στη καταστροφική μανία των μαζών, όπως ακριβώς ισχυρίζεται η επίσημη κρατική επιχειρηματολογία, αποκρύπτοντας την αντιμειονοτική πολιτική του κράτους.
Στην ερώτηση «Πώς ερμηνεύεται τα Σεπτεμβριανά;» απαντά:
«Εδώ έχουμε μία διαφορετική κατάσταση σε σχέση με τον Φόρο Περιουσίας. Δεν πρόκειται για μεταφορά κεφαλαίου σε άλλη κοινωνική τάξη, αλλά μία πράξη καταστροφής…»
Ένα από τα πρόσωπα που άσκησαν δημόσια κριτική στο έργο του Καράκογιουνλου και την ταινία της Γκιριτλίογλου, ήταν και η Ντιλέκ Γκιουβέν.
Η δρ. Ντιλέκ Γκιουβέν είναι μία από τις πιο γνωστές ερευνήτριες των Σεπτεμβριανών. Το 2005 εξέδωσε το διδακτορικό της που είχε ως θέμα «τα Σεπτεμβριανά στο πλαίσιο της αντιμειονοτικής πολιτικής του κράτους». Επίσης με την δική της ερευνητική εργασία εκδόθηκαν τ’ αρχεία του στρατιωτικού δικαστή Φαχρί Τσόκερ, προέδρου του δικαστηρίου που συγκροτήθηκε το 1955 για να δικάσει τους λιγοστούς δράστες που συλλήφθηκαν για τα προσχήματα, την νύκτα των καταστροφών.
Στο άρθρο της που δημοσιεύτηκε (6/2/09) στην εφημερίδα Taraf, με το χαρακτηριστικό τίτλο «Τα Σεπετεμβριανά με τα μάτια του κράτους» επικρίνει την ταινία και τον τρόπο προβολής της από ορισμένα μέσα ενημέρωσης.
Αναφέρεται σε μία τηλεοπτική εκπομπή (του γνωστού εθνικιστή «δημοσιογράφου» Φατίχ Αλταϊλή) όπου οι προσκεκλημένοι αναφέρονταν ειρωνικά στις βιαιότητες και με προσβλητικό τρόπο στα θύματα εκείνης της νύκτας. Η Guven σημειώνει «…Παρακολουθώντας αυτή την αθλιότητα ένιωσα ντροπή. Ντράπηκα από τους Ρωμιούς, Αρμένιους και Εβραίους συμπολίτες μας, που ακόμη ζουν μαζί μας σε αυτή τη χώρα, αλλά και από αυτούς που αναγκάστηκαν να φύγουν εξ αιτίας παρόμοιων γεγονότων…»
Η Ντιλέκ Γκιουβέν καταγράφει στα θετικά της ταινίας, ότι έδωσε την ευκαιρία να συζητηθεί εκ νέου «μία σκοτεινή σελίδα της ιστορίας μας».
Η Γκιουβέν υπενθυμίζει ότι η σκηνοθέτης είχε θέσει στους στόχους της ταινίας, την αντιμετώπιση της ιστορικής πραγματικότητας από την κοινωνία. Και γράφει:
«Εφόσον τα «Σεπτεμβριανά» δεν αποτελούν το ντεκόρ σε μία υπόθεση έρωτα, θα έπρεπε να αποφευχθούν τα λάθη που θα παραθέσω. Κάποιος που δεν κατέχει το θέμα, είναι σχεδόν αδύνατο να καταλάβει το ιστορικό υπόβαθρο των γεγονότων… Στον «Φθινοπωρινό Πόνο» για την αιτία των γεγονότων προτείνεται το Κυπριακό. Αυτή άλλωστε είναι και η επίσημη δικαιολογία του κράτους. Εφόσον ο σκοπός είναι η αντιμετώπιση της ιστορικής πραγματικότητας, πιστεύω ότι θα ήταν πιο σωστό να αφηγηθούμε τα Σεπτεμβριανά ως μέρος της στρατηγικής για την εθνική ομογενοποίηση της Τουρκίας… Η τελευταία μου κριτική αφορά τον χαρακτήρα της Ρωμιάς ιερόδουλης που αποδίδεται στην κεντρική ηρωίδα. Έχω ακούσει πολύ συχνά από τους Ρωμιούς και Αρμένιους συμπολίτες μας, την ενόχληση τους επειδή οι γυναίκες τους παρουσιάζονται στις ταινίες ως ιερόδουλες ή ως «μαμά» των οίκων ανοχής.
Η ακαδημαϊκή εργασία του Ηρακλή Μύλλα επιβεβαιώνει αυτή την διαπίστωση:
«Η Ελληνίδα/Ρωμιά είναι ή κακιά και ανήθικη, ενώ η κάπως καλύτερη ερωτεύεται έναν Τούρκο»… Δυστυχώς (στην ταινία) δεν ανατρέπονται τα στερεότυπα. Στην ταινία η Ρωμιά (ιερόδουλη) ερωτεύεται τον Τούρκο (Μπεχτσέτ). Ενώ εάν ανατρέξουμε στο μυθιστόρημα που αποτέλεσε την βάση του σενάριου της ταινίας συναντούμε μία άλλη βασική ηρωίδα, την μαντάμ Αθηνά που λειτουργεί τον οίκο ανοχής. Πόσο ορθό είναι να «κτίζεται» η ταινία πάνω στον χαρακτήρα της Ρωμιάς πόρνης, σε μία κοινωνία που παράγει ρήσεις όπως ‘Με την Τουρκάλα θα κυκλοφορείς στους δρόμους, την Αρμένισσα θα την βάλεις στην κουζίνα και με την Ρωμιά θα πλαγιάσεις’...;»
Προσπάθεια ωραιοποίησης της αντιμειονοτικής πολιτικής
Ο κ. Ηρακλής Μύλλας κατά καιρούς έχει επικριθεί για τον τρόπο που αντιμετωπίζει την Ρωμέϊκη μειονότητα της Πόλης και για τις άνισες συγκρίσεις που κάνει μεταξύ τουρκικού και ελλαδικού εθνικισμού.
Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα από άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ζαμάν. Ο κ. Μύλλας με το άρθρο του αυτό κονιορτοποιεί με επιχειρήματα το μυθιστόρημα και την ταινία.
«Ανέκαθεν δεν μου άρεσε το μυθιστόρημα «Φθινοπωρινός Πόνος». Στην κριτική που δημοσίευσα το 1994 είχα επικρίνει την προσέγγιση του μυθιστορήματος που επιδιώκει να μην τραυματίσει το εθνικό γόητρο και στην πραγματικότητα το «χαϊδεύει». Σύμφωνα με το μυθιστόρημα αυτό, όλα στην χώρα ήταν πολύ ωραία! Άνθρωποι διαφορετικής εθνικότητας ζούσαν αρμονικά μαζί. Και οι γυναίκες των μειονοτήτων απλόχερα προσέφεραν την θηλυκότητα τους στους ιδανικούς Τούρκους. Αυτό ονομαζόταν έρωτας. Πολλές από αυτές τις γυναίκες ήταν ιερόδουλες. Για παράδειγμα η Ρωμιά «μαμά» έφερνε λυγερές Ρωμιές από τα Ταταύλα και προέβαλλε στους πελάτες τα εξαιρετικά φυλετικά χαρίσματα τους. Στο μυθιστόρημα συναντούμε έναν πονηρό Ρωμιό μανάβη και την κα Ρέα που ερωτεύεται τρελά τον Καμίλ εφέντη. Και όταν ξέσπασαν οι ταραχές των Σεπτεμβριανών, δίπλα σε κάθε μειονοτικό πολίτη υπήρχαν Τούρκοι προστάτες άγγελοι. Και γι’ αυτή τη συμπαράσταση οι μειονοτικοί τρέφουν αισθήματα ευγνωμοσύνης. Ίσως να βγαίνουν και χρεώστες στο τέλος, διότι όταν εγκαταλείπουν την χώρα η σκέψη τους έμεινε προσκολλημένη σ’ αυτούς τους «ωραίους ανθρώπους». Είναι ενδιαφέρον, αλλά δεν μπορούμε να καταλάβουμε ποιοι είναι οι βάνδαλοι. Λες και ήρθαν από το υπερπέραν. Δεν είναι φανεροί ούτε οι στόχοι τους, ούτε τα πιστεύω τους. Το μόνο που μένει στο μυαλό μας διαβάζοντας το μυθιστόρημα, είναι αυτοί οι προστάτες άγγελοι και οι ελαφρών ηθών γυναίκες που τους ερωτεύονται.
Προφανώς ο συγγραφέας που ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, αυτά είδε μόνο. Ούτε την εχθρότητα που τροφοδοτήθηκε επί χρόνια, ούτε τα σχέδια εξόντωσης των μειονοτήτων και την εφαρμογή τους, ούτε τις προκαταλήψεις, ούτε τις προκλήσεις που προηγήθηκαν των γεγονότων είδε ο συγγραφέας. Ούτε τον πανικό των μειονοτήτων, ούτε την απουσία του κράτους εκείνη την νύκτα, ούτε τα οικονομικά προβλήματα που έζησαν μετά τα γεγονότα και την ανασφάλεια τους αντιλήφθηκε. Ούτε την απουσία έστω μίας επικριτικής φωνής της διανόησης, εκείνα τα χρόνια. Το γεγονός ότι αντιλήφθηκαν τόσο λίγα όσοι παρέμειναν θεατές των γεγονότων, πολλαπλασιάζει τον φθινοπωρινό πόνο όσων έζησαν τα γεγονότα.
Η ταινία σε μεγάλο βαθμό διατηρεί αυτές τις ελλείψεις. Έγιναν φοβερά γεγονότα, όμως μόνο σ’ ένα δρόμο. Την καταστροφική δραστηριότητα που απλώθηκε σε όλη την Πόλη, ακόμη σε εκκλησίες και σε σχολεία δεν τα βλέπει ο θεατής. Ούτε τα χαρούμενα πρόσωπα των καταστροφέων. Παρακολουθούμε τα κατορθώματα μίας κακής, μικρής ομάδας. Η πολιτική διάσταση περιορίζεται στο Κυπριακό. Τα στερεότυπα για τις γυναίκες των μειονοτήτων σε φαντασία ξεπερνά και το μυθιστόρημα. Αυτή τη φορά είναι η γιαγιά της Ρωμιάς πόρνης, που πουλά στους πελάτες τα φυλετικά χαρίσματα της εγγονής…
Είναι δικαίωμα του καλλιτέχνη να μην μεταφέρει τα γεγονότα στην οθόνη σαν ντοκυμαντέρ. Όμως όταν γίνονται τέτοιες επιλογές τότε ο κριτικός δικαιούται να επισημάνει την απόσταση μεταξύ των ιστορικών γεγονότων που έχουμε βιώσει και την ταινία. Η ταινία δεν αφηγείται τα Σεπτεμβριανά, αλλά μεταφέρει στην οθόνη την πολύ ιδιαίτερη αντίληψη της σκηνοθέτιδας. Για παράδειγμα η σύγκρουση που υποδηλώνει η ταινία μεταξύ εθνικιστικών/ρατσιστικών και αντιεθνικιστικών (ή αριστερών) δυνάμεων και η παρουσίαση ενός παράνομου σκοτεινού μορφώματος που σχετίζεται με το κράτος, είναι αναχρονισμοί. Θυμίζουν την σημερινή Τουρκία. Στα γεγονότα του 1955 δεν υπήρξε τέτοια σύγκρουση, στο πλαίσιο αυτό δεν βρέθηκαν αντιμέτωποι οι κακοί με τους καλούς…
Η ταινία με την επιλογή των Σεπτεμβριανών και την ερμηνεία τους, εμμέσως παίρνει θέση στην σημερινή κοινωνική σύγκρουση.
Εάν κοιτάξουμε την ταινία από αυτή την άποψη θα εντοπίζαμε τις θετικές πλευρές της ταινίας. Η σημερινή κοινωνία σε γενικές γραμμές δεν επιθυμεί τέτοιες συγκρούσεις και απορρίψεις. Επιθυμεί την αποδοχή του διαφορετικού, την κοινωνία που αποδέχεται τον πολυπολιτισμό. Ο Φθινοπωρινός Πόνος είναι η παρωδία αυτής της επιθυμίας. Από τη μία αποδέχεται μία εντελώς άνοστη ξενοφοβία, όμως από την άλλη δεν μπορεί να αποδεχτεί τα πραγματικά γεγονότα. Η ταινία εκφράζει την κατά βάθος επιθυμία το παρελθόν να είχε εξελιχθεί διαφορετικά. Η σημερινή επιθυμία να ήταν διαφορετικό το παρελθόν, θα μπορούσε να θεωρηθεί μία κριτική προσέγγιση. Όμως το γεγονός ότι δεν μπορούμε να αποδεχτούμε το παρελθόν με όλες τις ελλείψεις του και η επιδίωξη μας να το «ωραιοποιήσουμε» δείχνει ότι αυτή η κριτική είναι περιορισμένη…»
Πηγή: Εφημερίδα Ανατολή
Η προβολή της ταινίας «Φθινοπωρινός Πόνος» στην Τουρκία, προκάλεσε αντιφατικές αντιδράσεις. Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιλμάζ Καράκογιουνλου που έχει εκδοθεί προ ετών. Η υπόθεση του έχει ως σημείο αναφοράς τους ανθελληνικούς - αντιμειονοτικούς διωγμούς στις 6/7 Σεπτεμβρίου 1955, στην Πόλη... και την Σμύρνη.
Ένα σημαντικό ποσοστό θεατών (κυρίως οι νεότεροι) έβγαινε εμφανώς ταραγμένο από τις αίθουσες που προβαλλόταν η ταινία, αδυνατώντας να πιστέψει ότι στη χώρα τους, συνέβησαν τέτοια γεγονότα.
Η ταινία, έδωσε την αφορμή στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης να παρουσιάσουν και να δημοσιεύσουν πολυάριθμες εκπομπές, άρθρα, έρευνες, συνεντεύξεις κ.α. σε σχέση με τα Σεπτεμβριανά.
Η πολυήμερη και πολύπλευρη ενασχόληση των τουρκικών μέσων ενημέρωσης με τα Σεπτεμβριανά, ήταν από τα πιο θετικά αποτελέσματα της προβολής αυτής της ταινίας.
Να σημειώσουμε βέβαια ότι τα Σεπτεμβριανά, εξαιτίας της διαρκούς δράσης των παρακρατικών μηχανισμών στην Τουρκία, αποτελεί μόνιμο σημείο αναφοράς στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης (ως παράδειγμα παρακρατικής δράσης, προς αποφυγή).
Η δημόσια συζήτηση για τα Σεπτεμβριανά με αφορμή την ταινία, αποτέλεσε το νέο «επεισόδιο» στον κύκλο που άνοιξε τους τελευταίους πέντε μήνες στην Τουρκία. Στο διάστημα αυτό με διάφορες αφορμές βρέθηκαν πολύ ψηλά στην επικαιρότητα οι αντιμειονοτικές διώξεις του παρελθόντος. Ο κύκλος αυτός ξεκίνησε με τις δηλώσεις του Υπ. Άμυνας Βεζντί Γκιονούλ, στις αρχές Νοεμβρίου 2008, που είπε «εάν δεν είχε γίνει η ανταλλαγή των Ελλήνων και ζούσαν Έλληνες και Αρμένιοι στην Ανατολή, δεν θα μπορούσε να οικοδομηθεί το έθνος – κράτος».
Οι δηλώσεις του Υπουργού προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις και επικρίθηκαν από διάφορες πλευρές. Τόσο από αυτούς που κατηγόρησαν τον Υπουργό, επειδή με τις δηλώσεις του ομολόγησε την εθνοκάθαρση των Χριστιανικών λαών της Ανατολής. Όσο και απ’ αυτούς που υποστήριξαν ότι η Τουρκία έγινε φτωχότερη με την φυγή των Ελλήνων και Αρμενίων.
Αυτή την διάσταση απόψεων θα την παρουσιάσουμε σε κάποιο προσεχές τεύχος, επειδή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Ελληνισμό της καθ’ ημάς Ανατολής.
Στη συνέχεια ξεκίνησε η εκστρατεία μερίδας διανοουμένων για συλλογή υπογραφών σε κείμενο με τίτλο: «Ζητούμε συγνώμη από τους Αρμένιους». Η εκστρατεία αυτή, παρά την λυσσαλέα αντίδραση των υποστηρικτών του συστήματος, κατάφερε να συγκεντρώσει δεκάδες χιλιάδες υπογραφές. Το σημαντικότερο όμως επανέφερε στην επικαιρότητα το Αρμενικό ζήτημα.
Τώρα, έρχεται η προβολή της ταινίας και οι συζητήσεις που προκάλεσε για να προστεθούν στην διαδικασία απομυθοποίησης της επίσημης ιστορίας.
Από την άποψη αυτή η ταινία μπορεί να έχει κάποια θετική επίδραση στην τουρκική κοινωνία, όμως το γεγονός αυτό δεν αλλάζει την ουσία, ότι τόσο το μυθιστόρημα όσο και η ταινία αποτελούν μία προσπάθεια «ωραιοποίησης» του συστήματος.
Οι αναφορές των δύο έργων (μυθιστόρημα και ταινία) στις μειονότητες (ειδικά στους Ρωμιούς) αναπαράγουν στερεότυπα και είναι προσβλητικές για τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, η ταινία μπορεί να έχει κάποια θετική λειτουργία στην τουρκική κοινωνία. Όμως αυτό το κάνει με τρόπο που προσβάλλει την ιστορική πραγματικότητα και τις μειονότητες.
Σε διπλανή στήλη αναφερόμαστε σε αυτή την διάσταση της ταινίας.
Τα γεγονότα με τα μάτια του κράτους
Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Φθινοπωρινός Πόνος» Γιλμάζ Καράκογιουνλου, είναι ένας απολογητής του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι διαφορετικό από έναν άνθρωπο που υπηρέτησε από διάφορες θέσεις το κρατικό σύστημα. Υπήρξε στέλεχος του Οργανισμού Κρατικού Σχεδιασμού, εκλέχτηκε με το κόμμα της Μητέρας Πατρίδας το 1995 και το 1999 βουλευτής. Διετέλεσε υπουργός προεδρίας, αρμόδιος για την κρατική ραδιοτηλεόραση, τα μέσα ενημέρωσης και τον οργανισμό αποκρατικοποίησης.
Τα μυθιστορήματα του είναι γραμμένα με ανάλογο πνεύμα και έχουν ως σημείο αναφοράς μεγάλα ιστορικά γεγονότα της Τουρκίας. Το μυθιστόρημα του «Οι ρώγες της Σαλκίμ χανίμ» με αναφορά στον Φόρο Περιουσίας, επίσης έγινε ταινία από την σκηνοθέτιδα του «Φθινοπωρινού Πόνου» κα Τομρίς Γκιριτλίογλου.
Σε συνέντευξη του στον Ιχσάν Γιλμάζ (Χουριέτ 24-1-2009) ο Γ. Καράκογιουνλου αναπαράγει την επίσημη επιχειρηματολογία.
Στο ερώτημα «Τα μυθιστορήματα «Οι ρώγες της Σαλκίμ χανίμ» και «Ο φθινοπωρινός πόνος» αφορούσαν την εθνικοποίηση της οικονομίας;» απαντά:
«Αφορούν μία κατάσταση πέρα από την εθνικοποίηση. Επρόκειτο για επιβολή της κρατικής πειθαρχίας στην οικονομία. Τις προάλλες ένας οικονομολόγος στην ομιλία του είπε, το χρήμα σε όποιον βρίσκεται, από αυτόν εισπράττεται ο φόρος. Το χρήμα τότε βρισκόταν στα χέρια των μειονοτήτων, οπότε από αυτούς εισπράχθηκε ο φόρος…»
Βέβαια η πραγματικότητα είναι ότι κατά την εφαρμογή του Φόρου Περιουσίας (1942) οι πολίτες διαχωρίστηκαν με βάση την εθνικότητα τους. Οι μη μουσλουμάνοι φορολογήθηκαν με ποσά που στις περισσότερες περιπτώσεις υπερέβαιναν την αντικειμενική αξία της περιουσίας τους. Επίσης οι μη μουσλουμάνοι ήταν αυτοί που εστάλησαν σε καταναγκαστικά έργα στο αφιλόξενο Άσκαλε.
Στη συνέχεια της συνέντευξης ο Καράκογιουνλου αποδίδει τα Σεπτεμβριανά στη καταστροφική μανία των μαζών, όπως ακριβώς ισχυρίζεται η επίσημη κρατική επιχειρηματολογία, αποκρύπτοντας την αντιμειονοτική πολιτική του κράτους.
Στην ερώτηση «Πώς ερμηνεύεται τα Σεπτεμβριανά;» απαντά:
«Εδώ έχουμε μία διαφορετική κατάσταση σε σχέση με τον Φόρο Περιουσίας. Δεν πρόκειται για μεταφορά κεφαλαίου σε άλλη κοινωνική τάξη, αλλά μία πράξη καταστροφής…»
Ένα από τα πρόσωπα που άσκησαν δημόσια κριτική στο έργο του Καράκογιουνλου και την ταινία της Γκιριτλίογλου, ήταν και η Ντιλέκ Γκιουβέν.
Η δρ. Ντιλέκ Γκιουβέν είναι μία από τις πιο γνωστές ερευνήτριες των Σεπτεμβριανών. Το 2005 εξέδωσε το διδακτορικό της που είχε ως θέμα «τα Σεπτεμβριανά στο πλαίσιο της αντιμειονοτικής πολιτικής του κράτους». Επίσης με την δική της ερευνητική εργασία εκδόθηκαν τ’ αρχεία του στρατιωτικού δικαστή Φαχρί Τσόκερ, προέδρου του δικαστηρίου που συγκροτήθηκε το 1955 για να δικάσει τους λιγοστούς δράστες που συλλήφθηκαν για τα προσχήματα, την νύκτα των καταστροφών.
Στο άρθρο της που δημοσιεύτηκε (6/2/09) στην εφημερίδα Taraf, με το χαρακτηριστικό τίτλο «Τα Σεπετεμβριανά με τα μάτια του κράτους» επικρίνει την ταινία και τον τρόπο προβολής της από ορισμένα μέσα ενημέρωσης.
Αναφέρεται σε μία τηλεοπτική εκπομπή (του γνωστού εθνικιστή «δημοσιογράφου» Φατίχ Αλταϊλή) όπου οι προσκεκλημένοι αναφέρονταν ειρωνικά στις βιαιότητες και με προσβλητικό τρόπο στα θύματα εκείνης της νύκτας. Η Guven σημειώνει «…Παρακολουθώντας αυτή την αθλιότητα ένιωσα ντροπή. Ντράπηκα από τους Ρωμιούς, Αρμένιους και Εβραίους συμπολίτες μας, που ακόμη ζουν μαζί μας σε αυτή τη χώρα, αλλά και από αυτούς που αναγκάστηκαν να φύγουν εξ αιτίας παρόμοιων γεγονότων…»
Η Ντιλέκ Γκιουβέν καταγράφει στα θετικά της ταινίας, ότι έδωσε την ευκαιρία να συζητηθεί εκ νέου «μία σκοτεινή σελίδα της ιστορίας μας».
Η Γκιουβέν υπενθυμίζει ότι η σκηνοθέτης είχε θέσει στους στόχους της ταινίας, την αντιμετώπιση της ιστορικής πραγματικότητας από την κοινωνία. Και γράφει:
«Εφόσον τα «Σεπτεμβριανά» δεν αποτελούν το ντεκόρ σε μία υπόθεση έρωτα, θα έπρεπε να αποφευχθούν τα λάθη που θα παραθέσω. Κάποιος που δεν κατέχει το θέμα, είναι σχεδόν αδύνατο να καταλάβει το ιστορικό υπόβαθρο των γεγονότων… Στον «Φθινοπωρινό Πόνο» για την αιτία των γεγονότων προτείνεται το Κυπριακό. Αυτή άλλωστε είναι και η επίσημη δικαιολογία του κράτους. Εφόσον ο σκοπός είναι η αντιμετώπιση της ιστορικής πραγματικότητας, πιστεύω ότι θα ήταν πιο σωστό να αφηγηθούμε τα Σεπτεμβριανά ως μέρος της στρατηγικής για την εθνική ομογενοποίηση της Τουρκίας… Η τελευταία μου κριτική αφορά τον χαρακτήρα της Ρωμιάς ιερόδουλης που αποδίδεται στην κεντρική ηρωίδα. Έχω ακούσει πολύ συχνά από τους Ρωμιούς και Αρμένιους συμπολίτες μας, την ενόχληση τους επειδή οι γυναίκες τους παρουσιάζονται στις ταινίες ως ιερόδουλες ή ως «μαμά» των οίκων ανοχής.
Η ακαδημαϊκή εργασία του Ηρακλή Μύλλα επιβεβαιώνει αυτή την διαπίστωση:
«Η Ελληνίδα/Ρωμιά είναι ή κακιά και ανήθικη, ενώ η κάπως καλύτερη ερωτεύεται έναν Τούρκο»… Δυστυχώς (στην ταινία) δεν ανατρέπονται τα στερεότυπα. Στην ταινία η Ρωμιά (ιερόδουλη) ερωτεύεται τον Τούρκο (Μπεχτσέτ). Ενώ εάν ανατρέξουμε στο μυθιστόρημα που αποτέλεσε την βάση του σενάριου της ταινίας συναντούμε μία άλλη βασική ηρωίδα, την μαντάμ Αθηνά που λειτουργεί τον οίκο ανοχής. Πόσο ορθό είναι να «κτίζεται» η ταινία πάνω στον χαρακτήρα της Ρωμιάς πόρνης, σε μία κοινωνία που παράγει ρήσεις όπως ‘Με την Τουρκάλα θα κυκλοφορείς στους δρόμους, την Αρμένισσα θα την βάλεις στην κουζίνα και με την Ρωμιά θα πλαγιάσεις’...;»
Προσπάθεια ωραιοποίησης της αντιμειονοτικής πολιτικής
Ο κ. Ηρακλής Μύλλας κατά καιρούς έχει επικριθεί για τον τρόπο που αντιμετωπίζει την Ρωμέϊκη μειονότητα της Πόλης και για τις άνισες συγκρίσεις που κάνει μεταξύ τουρκικού και ελλαδικού εθνικισμού.
Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα από άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ζαμάν. Ο κ. Μύλλας με το άρθρο του αυτό κονιορτοποιεί με επιχειρήματα το μυθιστόρημα και την ταινία.
«Ανέκαθεν δεν μου άρεσε το μυθιστόρημα «Φθινοπωρινός Πόνος». Στην κριτική που δημοσίευσα το 1994 είχα επικρίνει την προσέγγιση του μυθιστορήματος που επιδιώκει να μην τραυματίσει το εθνικό γόητρο και στην πραγματικότητα το «χαϊδεύει». Σύμφωνα με το μυθιστόρημα αυτό, όλα στην χώρα ήταν πολύ ωραία! Άνθρωποι διαφορετικής εθνικότητας ζούσαν αρμονικά μαζί. Και οι γυναίκες των μειονοτήτων απλόχερα προσέφεραν την θηλυκότητα τους στους ιδανικούς Τούρκους. Αυτό ονομαζόταν έρωτας. Πολλές από αυτές τις γυναίκες ήταν ιερόδουλες. Για παράδειγμα η Ρωμιά «μαμά» έφερνε λυγερές Ρωμιές από τα Ταταύλα και προέβαλλε στους πελάτες τα εξαιρετικά φυλετικά χαρίσματα τους. Στο μυθιστόρημα συναντούμε έναν πονηρό Ρωμιό μανάβη και την κα Ρέα που ερωτεύεται τρελά τον Καμίλ εφέντη. Και όταν ξέσπασαν οι ταραχές των Σεπτεμβριανών, δίπλα σε κάθε μειονοτικό πολίτη υπήρχαν Τούρκοι προστάτες άγγελοι. Και γι’ αυτή τη συμπαράσταση οι μειονοτικοί τρέφουν αισθήματα ευγνωμοσύνης. Ίσως να βγαίνουν και χρεώστες στο τέλος, διότι όταν εγκαταλείπουν την χώρα η σκέψη τους έμεινε προσκολλημένη σ’ αυτούς τους «ωραίους ανθρώπους». Είναι ενδιαφέρον, αλλά δεν μπορούμε να καταλάβουμε ποιοι είναι οι βάνδαλοι. Λες και ήρθαν από το υπερπέραν. Δεν είναι φανεροί ούτε οι στόχοι τους, ούτε τα πιστεύω τους. Το μόνο που μένει στο μυαλό μας διαβάζοντας το μυθιστόρημα, είναι αυτοί οι προστάτες άγγελοι και οι ελαφρών ηθών γυναίκες που τους ερωτεύονται.
Προφανώς ο συγγραφέας που ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, αυτά είδε μόνο. Ούτε την εχθρότητα που τροφοδοτήθηκε επί χρόνια, ούτε τα σχέδια εξόντωσης των μειονοτήτων και την εφαρμογή τους, ούτε τις προκαταλήψεις, ούτε τις προκλήσεις που προηγήθηκαν των γεγονότων είδε ο συγγραφέας. Ούτε τον πανικό των μειονοτήτων, ούτε την απουσία του κράτους εκείνη την νύκτα, ούτε τα οικονομικά προβλήματα που έζησαν μετά τα γεγονότα και την ανασφάλεια τους αντιλήφθηκε. Ούτε την απουσία έστω μίας επικριτικής φωνής της διανόησης, εκείνα τα χρόνια. Το γεγονός ότι αντιλήφθηκαν τόσο λίγα όσοι παρέμειναν θεατές των γεγονότων, πολλαπλασιάζει τον φθινοπωρινό πόνο όσων έζησαν τα γεγονότα.
Η ταινία σε μεγάλο βαθμό διατηρεί αυτές τις ελλείψεις. Έγιναν φοβερά γεγονότα, όμως μόνο σ’ ένα δρόμο. Την καταστροφική δραστηριότητα που απλώθηκε σε όλη την Πόλη, ακόμη σε εκκλησίες και σε σχολεία δεν τα βλέπει ο θεατής. Ούτε τα χαρούμενα πρόσωπα των καταστροφέων. Παρακολουθούμε τα κατορθώματα μίας κακής, μικρής ομάδας. Η πολιτική διάσταση περιορίζεται στο Κυπριακό. Τα στερεότυπα για τις γυναίκες των μειονοτήτων σε φαντασία ξεπερνά και το μυθιστόρημα. Αυτή τη φορά είναι η γιαγιά της Ρωμιάς πόρνης, που πουλά στους πελάτες τα φυλετικά χαρίσματα της εγγονής…
Είναι δικαίωμα του καλλιτέχνη να μην μεταφέρει τα γεγονότα στην οθόνη σαν ντοκυμαντέρ. Όμως όταν γίνονται τέτοιες επιλογές τότε ο κριτικός δικαιούται να επισημάνει την απόσταση μεταξύ των ιστορικών γεγονότων που έχουμε βιώσει και την ταινία. Η ταινία δεν αφηγείται τα Σεπτεμβριανά, αλλά μεταφέρει στην οθόνη την πολύ ιδιαίτερη αντίληψη της σκηνοθέτιδας. Για παράδειγμα η σύγκρουση που υποδηλώνει η ταινία μεταξύ εθνικιστικών/ρατσιστικών και αντιεθνικιστικών (ή αριστερών) δυνάμεων και η παρουσίαση ενός παράνομου σκοτεινού μορφώματος που σχετίζεται με το κράτος, είναι αναχρονισμοί. Θυμίζουν την σημερινή Τουρκία. Στα γεγονότα του 1955 δεν υπήρξε τέτοια σύγκρουση, στο πλαίσιο αυτό δεν βρέθηκαν αντιμέτωποι οι κακοί με τους καλούς…
Η ταινία με την επιλογή των Σεπτεμβριανών και την ερμηνεία τους, εμμέσως παίρνει θέση στην σημερινή κοινωνική σύγκρουση.
Εάν κοιτάξουμε την ταινία από αυτή την άποψη θα εντοπίζαμε τις θετικές πλευρές της ταινίας. Η σημερινή κοινωνία σε γενικές γραμμές δεν επιθυμεί τέτοιες συγκρούσεις και απορρίψεις. Επιθυμεί την αποδοχή του διαφορετικού, την κοινωνία που αποδέχεται τον πολυπολιτισμό. Ο Φθινοπωρινός Πόνος είναι η παρωδία αυτής της επιθυμίας. Από τη μία αποδέχεται μία εντελώς άνοστη ξενοφοβία, όμως από την άλλη δεν μπορεί να αποδεχτεί τα πραγματικά γεγονότα. Η ταινία εκφράζει την κατά βάθος επιθυμία το παρελθόν να είχε εξελιχθεί διαφορετικά. Η σημερινή επιθυμία να ήταν διαφορετικό το παρελθόν, θα μπορούσε να θεωρηθεί μία κριτική προσέγγιση. Όμως το γεγονός ότι δεν μπορούμε να αποδεχτούμε το παρελθόν με όλες τις ελλείψεις του και η επιδίωξη μας να το «ωραιοποιήσουμε» δείχνει ότι αυτή η κριτική είναι περιορισμένη…»
Πηγή: Εφημερίδα Ανατολή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου