Η πρόσφατη Σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών, στις 24 & 25 Μαρτίου, ήταν μια από τα ίδια. Οι ευρωπαίοι ηγέτες έψαχναν να βρουν λύσεις για το πώς θα σταθεροποιήσουν την ευρωζώνη εν μέσω κρίσης. Και τη ώρα που οι επενδυτές ανίχνευαν την αποφασιστικότητα της ΕΕ στο να αντιμετωπίσει το οικονομικό χάος στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, και την Πορτογαλία, τα σπρέντς της τελευταίας απογειώθηκαν, και η κυβέρνηση του José Sócrates κατέρρευσε.
Πιο πριν, οι χώρες της ΕΕ είχαν συμφωνήσει στη σύσταση μόνιμου μηχανισμού στήριξης, και στην ενίσχυση των μακροοικονομικών κανόνων έτσι ώστε να διευκολυνθεί το δημοσιονομικό συμμάζεμα. Όλα όμως αυτά μπορεί να αποδειχθούν πολύ λίγα, και πολύ καθυστερημένα.
Πολλοί είδαν τη Σύνοδο, ως το τελευταίο κεφάλαιο ενός αποτυχημένου πειράματος ευρωπαϊκής διακυβέρνησης. Στη πραγματικότητα όμως, η ΕΕ παραμένει ισχυρή. Σαν διακρατική ένωση, άσχετα με τις επικεφαλίδες των ειδήσεων, τα πάει μια χαρά. Έχει «εξευρωπαΐσει» τις εθνικές πολιτικές, τη νομοθεσία, και τις εφαρμογές, ενώ οι θεσμοί της αγγίζουν το σύνολο σχεδόν των δραστηριοτήτων των πολιτών, των πολιτικών, των ιδιωτικών επιχειρήσεων, και του δημόσιου τομέα. Η πραγματική πολιτική της ΕΕ εφαρμόζεται καθημερινά, σε όλα τα επίπεδα, από την νομοθεσία περί των φορτηγών, έως αυτήν της ισότητας των φύλλων. Η ΕΕ έχει μπει για τα καλά στην εσωτερική νομοθεσία όλων των χωρών μελών. Αυτό είναι δύσκολο να αλλάξει.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται και υψηλή πολιτική. Σήμερα, η ΕΕ μπορεί να πάει μπροστά, αν οι ηγέτες της, και πιο ειδικά η Angela Merkel, εκμεταλλευτούν την τρέχουσα οικονομική κρίση ως μια ευκαιρία εμβάθυνσης της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Αν δεν το κάνουν, δύσκολα θα αποφύγουν περαιτέρω εντάσεις.
Η μόνη μακροπρόθεσμη λύση στα οικονομικά προβλήματα της ΕΕ είναι η απόφαση των χωρών της ευρωζώνης να δεσμευτούν για περαιτέρω δημοσιονομικές ρυθμίσεις και ελέγχους σε επίπεδο ΕΕ. Έτσι, η οικονομική υγεία της ένωσης δεν θα εξαρτάται από μη ρεαλιστικούς μακροοικονομικούς κανόνες που θεσπίστηκαν το 1997 με το Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας, και που βάζουν όρια στα ελλείμματα και στα χρέη των κρατών, και επιτρέπουν ad hoc διασώσεις όταν ένα κράτος καταρρέει οικονομικά.
Αυτού του είδους οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν πολιτική ενσωμάτωση, η οποία θα ηρεμούσε τις αγορές μακροπρόθεσμα. Όπως κάθε νόμισμα, έτσι και το ευρώ θα ανήκει σε μια συνομοσπονδιακή κυβέρνηση, αντί να είναι απλά ένα εργαλείο που παριστάνει τη τεχνοκρατική λύση σε ένα υποθετικό οικονομικό πρόβλημα (το κόστος των συναλλαγών με διαφορετικά νομίσματα σε μια ενιαία ευρωπαϊκή αγορά), όπως αρχικά προτάθηκε από τους εμπνευστές του.
Η δημιουργία του μόνιμου μηχανισμού στήριξης είναι ένα καλό πρώτο βήμα. Αν είναι να διατηρηθεί η ευρωζώνη, θα χρειαστεί χρηματοδότηση στο επίπεδο της ΕΕ, ώστε να αντιμετωπιστούν οι χρεοκοπίες κάποιων χωρών μελών. Βέβαια το ποσό των €700 δισ. είναι πολύ μικρό για να μπορέσει να συμβάλλει σε κάποια επόμενη κατάρρευση.
Ένας τρόπος ενίσχυσης της σταθερότητας είναι η δημιουργία ενός ευρωομολόγου. Προς το παρόν, τα εθνικά ομόλογα τιμώνται σε ευρώ, αλλά στηρίζονται αποκλειστικά από τις εθνικές κυβερνήσεις που τα εκδίδουν. Αυτό σημαίνει ότι οι αγορές ομολόγων στην ευρωζώνη είναι διασπασμένες, με τη κάθε μια να συνεισφέρει σε μικρό μόνο μέρος της χρηματοδότησης. Όπως τα αμερικανικά, έτσι και τα μελλοντικά ευρωομόλογα θα ήταν ιδιαίτερα ελκυστικά, αφού θα αντανακλούσαν τη συνολική οικονομική ισχύ της ΕΕ.
Πρόσφατα, ο Jean-Claude Juncker υποστήριξε τη δημιουργία αγοράς ευρωομολόγων αξίας ίσης με το 40% του ΑΕΠ της ΕΕ. Η Merkel αντιστάθηκε φοβούμενη πως οι ασθενείς οικονομίες θα ανέβαζαν τα επιτόκια των ομολόγων, και θα καθιστούσαν ολόκληρη της ΕΕ συνυπεύθυνη για τη διατήρηση της σταθερότητας της ευρωζώνης.
Είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως τα μικρά κράτη όπως η Πορτογαλία, με μόλις 2% του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ, μπορούν να επηρεάσουν τόσο πολύ, ενώ τα κέρδη θα ήταν πολύ περισσότερα από τα ρίσκα. Εξάλλου, τα πλούσια κράτη όπως η Γερμανία έχουν πολλά να χάσουν αν δεν υπάρχει οικονομική σταθερότητα. Οι τράπεζες τους έχουν τεράστια ανοίγματα στις ασθενείς οικονομικά χώρες. Και μπορεί οι Γερμανοί πολίτες να μη θέλουν να πληρώσουν για τους υπόλοιπους, όμως και οι Ιρλανδοί δεν θέλουν να υποστούν δρακόντεια μέτρα λιτότητας, ώστε να εξοφληθούν κάποιες ιδιωτικές γερμανικές τράπεζες, τη ώρα που η ΕΕ αδρανεί. Αυτού του είδους οι διαφορές, θα εξομαλύνονταν με το ευρωομόλογο σε ισχύ.
Η δημιουργία του ευρωομόλογου είναι μια πολιτικά δύσκολη μετάβαση. Θα προχωρούσε την ΕΕ προς μια παραδοσιακή κατεύθυνση μοντέλου εθνικού κράτους, και θα απαιτούσε πολύ νηφάλια ανάλυση της απαραίτητης πολιτικής ώστε να πετύχει η νέα νομισματική και οικονομική ένωση. Και αν κρίνουμε από τις τελευταίες συναντήσεις τους, οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν έχουν τη πολιτική θέληση για κάτι τέτοιο.
Ένα ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό δημοσιονομικό σύστημα απαιτεί πολιτική συναίνεση, στήριξη, και ενθουσιασμό, από πλευράς Γαλλίας και Γερμανίας. Το πρόγραμμα της κοινής αγοράς του 1986, που απορύθμισε (ελευθέρωσε) τις αγορές προϊόντων, και η Συνθήκη του Maastricht του 1992, που δημιούργησε την νομισματική ένωση, ήταν πράξεις επαναστατικές, που όμως στηρίχτηκαν σε κοινή αποδοχή μεταξύ των χωρών. Σήμερα όμως, δεν βλέπουμε κάποια σύγκλιση απόψεων, όσον αφορά πολιτικές κρατικών δαπανών, φορολογίας, και δανεισμού.
Οι αγορές δεν βλέπουν της ΕΕ ως ένα κράτος. Όταν η ΕΕ αμφιταλαντεύεται και κωλυσιεργεί, οι αγορές δεν ξέρουν τι μέλλει γενέσθαι. Το ευρώ αποτελεί το μόνο νόμισμα στην ιστορία, που δεν συνδέεται με μια ευρύτερη δόμηση κράτους. Αν και αποτελεί τρομερό επίτευγμα, πάσχει από την απουσία στήριξης κάποιων πολιτικών θεσμών που θα διεύρυναν την μακροοικονομική αξία του. Η ΕΕ πρέπει να αλλάξει και να ξεφύγει από τη παρούσα νομισματική ένωση, που λες και σχεδιάστηκε για ένα κόσμο όπου οι ιδιώτες και το δημόσιο δεν υπερδανείζονται, και όπου οι αγορές ποτέ δεν αμφισβητούν την ικανότητά τους για εξόφληση. Θα πρέπει να υπάρξει μια νέα πολιτική και οικονομική συνοχή, την οποία οι διεθνείς αγορές θα εμπιστεύονται, αναγνωρίζοντάς την ως παρόμοια με αυτήν ενός έθνους κράτους.
Κάτι τέτοιο, για να γίνει, θα χρειαστεί πάνω απ όλα μια αλλαγή πλεύσης της Γερμανίας. Αυτό είναι που καθιστά το όλο εγχείρημα, απαραίτητο μεν, δύσκολο δε. Πάντως είναι η μόνη ελπίδα για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Ευρώπης.
S.A.-Foreign Affairs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου