Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Θέμα χρόνου η αναδιάρθρωση του χρέους



Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γερμανία έθεσε και πάλι στο Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών (Ecofin) τη θέση της για ελεγχόμενη πτώχευση ενός κράτους – μέλους της Ευρωζώνης. Ανεπισήμως οι συζητήσεις για το αναπόφευκτο ή μη και το timing μιας τέτοιας κίνησης, η οποία άλλωστε χρειάζεται και σημαντικό χρόνο προετοιμασίας, γίνονται και στην Ουάσιγκτον και στις Βρυξέλλες. Ακόμη πιο καθαρά μίλησε για το θέμα αυτό σε συνέδριο που έγινε στην Ιταλία ο επικεφαλής του φημισμένου Ινστιτούτου Οικονομίας το Μονάχου (IFO) καθηγητής Χανς Βέρνερ Ζιν, που από τη θέση του έχει και ρόλο συμβούλου της γερμανικής κυβέρνησης. Είπε, λοιπόν, ο κ. Ζιν ότι "πριν «αποφασιστεί ένα σχέδιο διάσωσης μιας χώρας, θα πρέπει οι πιστωτές της χώρας – τράπεζες- να αποδέχονται μείωση των απαιτήσεών τους, διαφορετικά δεν θα υπάρξει ποτέ δημοσιονομική πειθαρχία στην Ευρωζώνη». Πολύ απλά, ο κ. Ζιν είπε αυτό που ισχύει στην καθημερνή τραπεζική πρακτική, ότι δηλαδή και οι τράπεζες αναλαμβάνουν κινδύνους με δάνεια που δίνουν και πρέπει να αναλαμβάνουν τον κίνδυνο αυτό. Μάλιστα, ο Γερμανός καθηγητής είναι πιο απαισιόδοξος από άλλους συναδέλφους του και θεωρεί ότι η μεγάλη μείωση των εισοδημάτων θα φέρει την Ελλάδα στα πρόθυρα… εμφυλίου πολέμου το 2011. «Είναι αδύνατον να μειωθούν οι μισθοί κατά 30% χωρίς μείζονα κοινωνική αναταραχή», είπε χαρακτηριστικά. Αλλά και στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης μιλάνε για τις συζητήσεις που γίνονται για το θέμα αυτό πίσω από κλειστές πόρτες.
Το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι επισήμως από τα πλέον αμφιλεγόμενα της οικονομικής πολιτικής. Από τη μια πλευρά είναι η μεγάλη πλειοψηφία των διεθνών αναλυτών και κορυφαίων οικονομολόγων, οι οποίοι θεωρούν την αναδιάρθρωση ως αναγκαία προϋπόθεση για τη σταθεροποίηση της δημοσιονομικής και οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, μέσω της μείωσης της υπερβολικής δαπάνης για τόκους – στο ύψος των 14 δις ευρώ ή 5% του ΑΕΠ – που πληρώνει στους κατόχους των ομολόγων της. Θεωρούν, δηλαδή, ότι με την αναδιάρθρωση θα περιοριστεί η μείωση των εισοδημάτων των Ελλήνων και η ύφεση της οικονομίας σε επίπεδα που θα είναι δυνατό να οδηγήσουν σε έξοδο από την κρίση. Από την άλλη πλευρά, έχουμε κορυφαίους αξιωματούχους της ΕΕ να απορρίπτουν με επίσημες δηλώσεις τους τη λύση της αναδιάρθρωσης, υποστηρίζοντας ότι μείωση του ελλείμματος και η σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους είναι δυνατή και χωρίς αυτή. Ο επίτροπος κ. Όλι Ρεν στάθηκε ιδιαίτερα στα προβλήματα που θα δημιουργούσε μια αναδιάρθρωση στην ελληνική και την ευρωπαϊκή οικονομία, ενώ ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δήλωσε ότι η Ελλάδα θα εξυπηρετήσει κανονικά όλα τα χρέη της. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται, όπως ήταν αναμενόμενο, και οι δηλώσεις του Έλληνα υπουργού Οικονομικών κ. Γιώργου Παπακωνσταντίνου.
Πρόσφατα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσιοποίησε μια έκθεση στελεχών του για τον κίνδυνο χρέους που αντιμετωπίζουν 10 από τις πιο αναπτυγμένες οικονομίες στον κόσμο, μεταξύ των οποίων η ελληνική αλλά και η αμερικανική και η βρετανική, η ιαπωνική και η γαλλική. Η έκθεση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η αναδιάρθρωση του χρέους και πολύ περισσότερο η πτώχευση τους είναι «μη αναγκαία, μη επιθυμητή και απίθανη». Η μελέτη συνέκρινε βασικά χαρακτηριστικά των αναπτυγμένων οικονομικών – το ύψος του πραγματικού επιτοκίου και τη συνολική δαπάνη για τόκους που πληρώνουν, τα πρωτογενή ελλείμματά τους (δηλαδή, τα ελλείμματα του προϋπολογισμού χωρίς τους τόκους) και το ρυθμό ανάπτυξης – για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτές δεν έχουν κίνητρο να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση ή ανοιχτή χρεοκοπία, όπως συνέβη με τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες τις περασμένες δεκαετίες. Ωστόσο, αν διαβάσει κανείς αναλυτικά τη μελέτη και δεν περιοριστεί στα συμπεράσματα, θα διαπιστώσει ότι με βάση τα στοιχεία που προσκομίζουν οι συγγραφείς της, η Ελλάδα βρίσκεται πιο κοντά στις χώρες που αναγκάστηκαν να πτωχεύσουν. Για παράδειγμα, ενώ το πραγματικό επιτόκιο – μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού – που θα πληρώσουν οι δέκα αναπτυγμένες χώρες για τη διετία 2011-12 υπολογίζεται σε 2,5%, για την Ελλάδα φτάνει στο 4%, έναντι 5,4% που ήταν κατά μέσο όρο στις χώρες που πτώχευσαν. Το ίδιο ισχύει και για τη διαφορά μεταξύ πραγματικού επιτοκίου και πραγματικού ρυθμού ανάπτυξης, ο οποίος είναι κρίσιμης σημασίας για τη δυνατότητα μείωσης του ελλείμματος. Στην περίπτωση της Ελλάδας εκτιμάται στο 4,4%, έναντι μόλις 0,8% στις 10 αναπτυγμένες χώρες και 7,3% στις χώρες που πτώχευσαν. Η έκθεση συμπεραίνει ότι μ’ ένα «κούρεμα» του χρέους κατά 50%, η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα θα μειωνόταν κατά 2,7% του ΑΕΠ, έναντι μόλις 0,5% για όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες. Αν, όμως, η αναδιάρθρωση γίνει σε «εθελοντική» βάση, το «κούρεμα» θα είναι αρκετά μικρότερο και ανάλογα και η μείωση της δημοσιονομικής προσαρμογής. Ακόμη, όμως, και το μισό να είναι το «κούρεμα», θα μιλάμε για ελάφρυνση του βάρους για τους Έλληνες κατά 1,3% του ΑΕΠ ή πάνω από 3 δις ευρώ, ποσό που δεν είναι καθόλου μικρό.
Το ερώτημα, βεβαίως, που τίθεται για ποιο λόγο οι κοινοτικοί αξιωματούχοι διαψεύδουν την προοπτική της αναδιάρθρωσης του χρέους. Η μια πιθανή απάντηση είναι αυτή που έδωσε ο κ. Ζιν, όταν τον ρώτησαν γιατί δεν συνδυάστηκε η διάσωση της Ελλάδας με την τρόικα για το Μνημόνιο και το πακέτο των 110 δις ευρώ. Το μέτρο αυτό, είπε, αποκλείστηκε, γιατί θεωρήθηκε ότι θα αποτελούσε ηθικό κίνδυνο (moral hazard), δηλαδή μια «πρόκληση» και σε άλλες χώρες να αφήσουν το έλλειμμα και το χρέος τους να εκτροχιαστεί. Αυτή η εκδοχή συνεπάγεται ότι η Ελλάδα θα πρέπει να «βασανιστεί» αρκετά, ώστε να αποτελέσει παράδειγμα προς αποφυγή για τις άλλες χώρες της Περιφέρειας της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν μεγάλο δημοσιονομικό πρόβλημα. Μια παραλλαγή της είναι ότι η Ελλάδα έχει ακόμα «λίπος» να κάψει – παρά την προφανή αποτυχία της μείωσης του ελλείμματος με τα μέτρα του Μνημονίου - , αρκεί να βάλει ουσιαστικό «χέρι» στη φοροδιαφυγή και στη σπατάλη στο ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως τις ΔΕΚΟ και τα νοσοκομεία. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι οι τράπεζες στη Γερμανία και στη Γαλλία, που έχουν τις μεγαλύτερες θέσεις σε ελληνικά ομόλογα, πιέζουν για να καθυστερήσει κι άλλο η αναδιάρθρωση, παρά το γεγονός ότι η επίπτωση που θα υπάρξει θεωρείται ελεγχόμενη, σύμφωνα με τα πρόσφατα stress tests. Ό,τι κι αν ισχύει από αυτά – πιθανόν και όλα μαζί-, η πραγματικότητα είναι ότι οι Ευρωπαίοι γραφειοκράτες παίζουν ακόμη μια φορά με τη «φωτιά». Γιατί, είναι προφανής ο κίνδυνος να οδηγηθεί η ελληνική οικονομία σε τέτοια πίεση, ώστε να καταστεί αναπόφευκτη μια πολύ πιο επώδυνη χρεοκοπία της που θα πλήξει όλη την Ευρωζώνη, πριν προχωρήσουν σε μια συντεταγμένη ή «φιλική» αναδιάρθρωση του χρέους με μικρότερες αρνητικές επιπτώσεις για όλους. Την άποψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αποδεχτεί την αρχή της αναδιάρθρωσης του χρέους και να ξεκινήσει τις θεσμικές προετοιμασίες γι’ αυτή υπογραμμίζει σε άρθρο του στους Financial Times ο βασικός αρθρογράφος της εφημερίδας κ. Βόλφγκανγκ Μινχάου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου