Του Βασίλη Μαρκεζίνη
Ρόλος των ΜΜΕ είναι, πρωτίστως, να πληροφορούν το κοινό για τις εξελίξεις στον δημόσιο και τον κοινωνικό βίο, να δημοσιοποιούν και, εντός συγκεκριμένων νομικών ορίων, να διερευνούν περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας και, μέσα από το έργο των εκπροσώπων τους που έχουν το απαραίτητο διανοητικό υπόβαθρο, να ενθαρρύνουν το ευρύ κοινό να σκέφτεται σε βάθος τα μεγάλα ζητήματα των ημερών.
Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, τα ΜΜΕ αποτελούν για τους ιδιοκτήτες τους ένα μέσο ενίσχυσης της εξουσίας τους και του κοινωνικού γοήτρου τους, έναν έμμεσο τρόπο προώθησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους και, με τη βοήθεια μερικών από τους συντάκτες των κειμένων που δημοσιεύονται καθημερινά στις σελίδες τους ή διαβάζονται κατά τη διάρκεια των ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών προγραμμάτων τους, ένα μέσο επηρεασμού της κυβερνητικής πολιτικής ή ακόμη και συμβολής στην ανάδειξη κυβερνήσεων και αρχηγών πολιτικών κομμάτων κατά τρόπο που να συμφωνεί με τις απόψεις και τις πεποιθήσεις τους.
Παρ’ ότι κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι καινοφανές, η σημερινή τους ένταση, κυριολεκτικά, δεν έχει προηγούμενο. Το συγκεκριμένο φαινόμενο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτή η πολιτική πηγή εξουσίας, αντίθετα με τις περισσότερες άλλες, δεν ελέγχεται κατ’ ουσίαν από κανέναν, σημαίνει ότι τα σημερινά ΜΜΕ έχουν μάλλον διαστρεβλωτικό αντίκτυπο στον σύγχρονο πολιτικό βίο.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο στην Ελλάδα. Η (διαστρεφική) εξουσία, φέρ’ ειπείν, που ασκούν διάφορες ομάδες συμφερόντων στην αμερικανική και τη βρετανική κυβέρνηση έχει σχολιαστεί κατ’ επανάληψη. Η πρακτική αυτή είναι εντυπωσιακή και, στον ίδιο βαθμό, επικίνδυνη.
Στη δική μας χώρα, αυτή η «τάση» να μη σχολιάζεις, να μην ασκείς κριτική, να μην ενημερώνεις, αλλά, συγχρόνως, να «καθορίζεις» (α) ποιοι θα είναι οι ηγέτες και (β) ποια θα είναι τα ζητήματα με τα οποία αυτοί θα ασχοληθούν, έχει εκδηλωθεί υπό δύο αξιοσημείωτες και αντιθετικές μορφές: από τη μια πλευρά, υπερδραστηριότητα, από την άλλη, παθητικότητα.
Μερικοί σχολιαστές διέκριναν την πρώτη μορφή στην άκρως παραποιημένη προώθηση ενός από τα άτομα που ήταν υποψήφια για τη θέση του αρχηγού της ΝΔ.
Περισσότεροι όμως ήταν εκείνοι που επέκριναν δριμύτατα τη δεύτερη μορφή, διακρίνοντάς τη στη γενική σιωπή που επικράτησε ως προς τα εξωτερικά ζητήματα κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο, σιωπή η οποία επικρατεί ακόμη και σήμερα, που τα εκκρεμή εξωτερικά ζητήματα πλησιάζουν σε κρίσιμο σημείο. Η σιωπή αυτή, θα έλεγε κανείς, ενθαρρύνθηκε από τις κοινές αλλά, εν προκειμένω, εσφαλμένες προσδοκίες για τα εκλογικά αποτελέσματα, τα οποία, κατά τη γνώμη ορισμένων, θα διευκόλυναν λύσεις στις οποίες κανένα μεμονωμένο κόμμα δεν θα είχε το θάρρος να προβεί.
Το πώς θα εξηγήσει κανείς την πρώτη στάση εξαρτάται από την πληροφόρηση, τη διαισθητική αντίληψη, τις προσωπικές προκαταλήψεις ή τον κυνισμό. Υπάρχει ενδεχομένως περιθώριο να συνδυαστούν και τα τέσσερα αυτά στοιχεία. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι αυτή η συνήθεια -αυτή η «δίψα» για τη δυνατότητα ανάδειξης μελλοντικών πρωθυπουργών οι οποίοι να ανταποκρίνονται στο προφίλ που προτιμούν αυτοί που τους προωθούν, μοιάζει να εντείνεται παρά το γεγονός ότι ο λαός δεν ξεγελιέται εύκολα πλέον. Ετσι, πρωθυπουργοί που αναμενόταν να ηττηθούν με οριακή διαφορά αποπέμπονται τελικά με τον πιο βάναυσο τρόπο, διάδοχοι που αναμενόταν να αναλάβουν αρχηγική θέση παραμερίζονται αίφνης, παρ’ όλη τη δύναμη των πανίσχυρων οργανισμών υποστήριξής τους.
Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι τακτικές κινήσεις ανάλογες με εκείνες που έγιναν πρόσφατα ώστε να προβληθεί η κ. Μπακογιάννη (εν σχέσει με τον αντίπαλό της) ως υπόδειγμα πολιτικής ηθικής και αποφασιστικότητας στην εξωτερική πολιτική παρατηρήθηκαν και όταν ο κ. Παπανδρέου είδε το κύρος του να αμφισβητείται κατά χονδροειδή τρόπο το 2007. Και στις δύο περιπτώσεις, τα αποτελέσματα που επιθυμούσαν ορισμένοι δημοσιογράφοι δεν επιτεύχθηκαν.
Επισημαίνοντας αυτά τα φαινόμενα εξυπακούεται ότι δεν εστιάζομαι κυρίως στα άτομα. Τονίζω απλώς ότι η μερίδα των ΜΜΕ που επεδίωξε δύο φορές τα τελευταία χρόνια να αποκτήσει την εν λόγω εξουσία, δεν τα κατάφερε. Είναι ανθρώπινο να κάνεις λάθη, είναι όμως ανόητο να τα επαναλαμβάνεις.
«Viva el Popolo!», λοιπόν - «Ζήτω ο Λαός!», ο οποίος δεν έπεσε θύμα των παρασκηνιακών δημοσιογραφικών κινήσεων. Και τούτο ας το λάβουν σοβαρά υπόψη τους όσοι πιστεύουν ότι τα κατεστημένα συμφέροντα μπορούν, όσο εύκολα μπορούσαν κάποτε, να επιβάλουν τους κυβερνήτες που τα ίδια προτιμούν: μολονότι αυτή η δύναμη δεν έχει πεθάνει, έχει οπωσδήποτε μειωθεί σημαντικά.
Το δεύτερο μειονέκτημα των ΜΜΕ δεν είναι άσχετο με το πρώτο, εφόσον, για διάφορους και σύνθετους λόγους, μπορούν να επιλέξουν ποια θέματα θα προωθήσουν ή θα αποσιωπήσουν -όχι ανάλογα με την εγγενή τους αξία, αλλά σύμφωνα με την αξιολόγηση των δημοσιογράφων σχετικά με το τι πρέπει ή δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο δημόσιου διαλόγου.
Το γεγονός ότι υφίσταται αυτή η δύναμη είναι αδιαμφισβήτητο. Λιγότερο ξεκάθαρα είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων τα ΜΜΕ πραγματοποιούν αυτήν τη θεματική επιλογή.
Οι πιο αμφιλεγόμενοι παράγοντες που ενδεχομένως -και, αν ναι, κακώς- έχουν επηρεάσει αυτές τις αποφάσεις είναι τα συμφέροντα ορισμένων ξένων χωρών, ακόμη μάλιστα και εκείνων που υποτίθεται ότι είναι φίλιες χώρες και λέγεται ότι ευνοούν ορισμένα πρόσωπα ή έναν ορισμένο τρόπο δράσης. Η ολέθρια περίοδος της δεκαετίας του ‘60 και των αρχών της δεκαετίας του ‘70 περιλαμβάνει τρία από τα χειρότερα παραδείγματα εξωτερικού παρεμβατισμού στη διοίκηση της χώρας μας -1965, 1967, 1974- γεγονός για το οποίο κάποια ελληνικά ΜΜΕ δεν είναι καθόλου άμοιρα ευθυνών.
Είναι γεγονός ότι η απουσία ενός ανοικτού και πλήρους διαλόγου για τα εξωτερικά ζητήματα έχει ήδη επισημανθεί από αρκετούς αρθρογράφους, οπότε δεν χρειάζεται εδώ να τη σχολιάσω εκ νέου. Πρόσφατα, επισημάνθηκαν επίσης ορισμένες ενδείξεις -εσφαλμένες, ελπίζω- ότι στη χώρα μας θα επιτραπεί να ακολουθήσει (φαινομενικά ή πραγματικά) σκληρή στάση ως προς ένα ζήτημα (την πΓΔΜ), ώστε, έπειτα, να σταθεί σχετικά πιο «ελαστική» ως προς άλλα, σημαντικότερα ζητήματα: το ευρωπαϊκό μέλλον της Τουρκίας και τις εν γένει σχέσεις μας μαζί της. Δυστυχώς, τόσο ο κ. Λυγερός όσο και άλλοι αρθρογράφοι που προέβλεψαν αυτές τις κινήσεις αποδεικνύονται σήμερα σωστοί.
Εν προκειμένω, οι παραλείψεις είναι δύο. Το ευρύ κοινό πρέπει, για διάφορους λόγους, να ενημερωθεί για τα ζητήματα και τους κινδύνους που δεν έχουν συζητηθεί μέχρι τώρα.
Κατά πρώτο λόγο, η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας δεν αποτελεί ζήτημα -ή μάλλον πρόβλημα- μόνο για την Ελλάδα και την Τουρκία, είναι πρόβλημα για την Ευρώπη στο σύνολό της, καθώς και για όλους όσοι θέλουν να δουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση να προοδεύει και να ευδοκιμεί. Θεωρώ ότι όσοι δεν βλέπουν με καλό μάτι αυτή την προοπτική -η Αμερική, η οποία δεν θα έπρεπε να παρεμβαίνει καν, αλλά και η Βρετανία, η οποία ποτέ δεν μπορεί να αποφύγει τις παρεμβάσεις στις υποθέσεις της ηπειρωτικής Ευρώπης, της οποίας το πνεύμα κατά τα άλλα δεν ασπάζεται- είναι εντούτοις ιδιαίτερα θετικοί απέναντι στις αλλεπάλληλες διευρύνσεις, καθ΄ότι δυσχεραίνουν την ολοκλήρωση και εμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία της Ευρώπης.
Οχι μόνο δεν είμαι ο μοναδικός που προβάλλει αυτό τον ισχυρισμό, αλλά, ως άνθρωπος που έχει περάσει όλη του τη ζωή εργαζόμενος στην Ευρώπη και για την Ευρώπη, θεωρώ επίσης ότι ξέρω πολύ καλά για τι μιλάω. Η ουσία των απόψεών μου έχει επίσης εμφανιστεί και σε πολλές αμερικανικές επιθεωρήσεις στρατηγικής -ή και στρατιωτικών πληροφοριών. Κατόπιν τούτου, δεν θα έπρεπε άραγε τα ζητήματα αυτά να εμφανίζονται, έστω και για λίγο, σε έναν κοινοβουλευτικό διάλογο και, ασφαλώς, στα ΜΜΕ της χώρας μας;
Για να το θέσω απλά: η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θα ακύρωνε για πάντα κάθε πιθανότητα βαθύτερης ολοκλήρωσης. Και η προοπτική αυτή μόνο την Αγγλία και την Αμερική θα ικανοποιούσε.
Κατά δεύτερο λόγο, η επίλυση της χρηματοοικονομικής κρίσης της Ελλάδας δεν εξαρτάται μόνο από την προθυμία της, ή και την ικανότητά της, να προβεί σε εξοικονομήσεις και περικοπές, τις οποίες η προηγούμενη κυβέρνηση καθυστέρησε να υλοποιήσει αποκλειστικά και μόνο για προεκλογικούς λόγους -τις ευρωεκλογές του Ιουνίου και τις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου. Εξαρτάται επίσης από τη δυνατότητα οικονομικής υποστήριξης που θα δρομολογηθεί, ή και θα προέλθει, από τον πυρήνα των αμερικανικών επιχειρηματικών οργανισμών.
Μια τέτοια κίνηση θα επιβεβαίωνε την καλή θέληση της οποίας απολαύει ο Ελληνας πρωθυπουργός στις ΗΠΑ. Και πάλι, όμως, δεν θα έπρεπε άραγε αυτές οι κινήσεις να δημοσιοποιούνται πλήρως και οι πιθανές πολιτικές συνέπειές τους να τίθενται υπό ενδελεχή εξέταση;
Πράγματι, τι θα είχαμε να πούμε για το τίμημα που μπορεί να συνεπάγεται αυτή η εύνοια; Και όταν μιλώ για τίμημα, δεν αναφέρομαι στο κόστος (δηλαδή τον τόκο) της -τελικής- αποπληρωμής αυτής της οικονομικής υποστήριξης.
Πιθανολογώ ότι η εν λόγω υποστήριξη θα συνδεθεί με δικές μας παραχωρήσεις σε πολιτικό επίπεδο. Ας ξεκαθαρίσω ότι σκοπίμως έγραψα τη λέξη πιθανολογώ με πλάγια στοιχεία, διότι ελπίζω ότι αυτό το εφιαλτικό ενδεχόμενο είναι απλώς καρπός της δικής μου γόνιμης φαντασίας και δεν πρόκειται να γίνει πραγματικότητα, αν και κάποιες πρόσφατες δηλώσεις υψηλά ιστάμενων στελεχών της κυβέρνησης θα μπορούσαν να εκληφθούν ως προμηνύματα μιας τέτοιας υποχώρησης.
Γιατί όμως φοβάμαι τόσο τις ξένες παρεμβάσεις στις υποθέσεις μας;
Πρώτον, επειδή έχω μελετήσει την ιστορία μας και γνωρίζω ότι, κατά τη νεότερη περίοδο, η Ελλάδα έχει υποφέρει περισσότερο από τις παρεμβάσεις των ανταγωνιστικών «φίλων» της παρά από τις πολιτικές των πραγματικών εχθρών της.
Δεύτερον, επειδή, όπως κατ’ επανάληψη έχω τονίσει, δεν έχουμε καταφέρει να προ σαρμόσουμε την εξωτερική πολιτική μας στο γεγονός ότι έχει πλέον παρέλθει η εποχή που η Αμερική ήταν η μοναδική ηγεμονική δύναμη στον κόσμο. Το ότι οι προτάσεις μου δεν έχουν ληφθεί σοβαρά υπόψη δεν προξενεί καμία εντύπωση -σε εμένα τουλάχιστον. Αυτό που με φοβίζει όμως είναι η ανησυχητική απουσία εναλλακτικών προτάσεων, μια και το σημερινό διεθνές καθεστώς δεν εγγυάται καμία απολύτως ασφάλεια για τη χώρα μας.
Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης κατέχει τον τίτλο του "σερ", είναι νομικός σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας και μέλος σε επτά Ακαδημίες του εξωτερικού.
Πηγή
Ρόλος των ΜΜΕ είναι, πρωτίστως, να πληροφορούν το κοινό για τις εξελίξεις στον δημόσιο και τον κοινωνικό βίο, να δημοσιοποιούν και, εντός συγκεκριμένων νομικών ορίων, να διερευνούν περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας και, μέσα από το έργο των εκπροσώπων τους που έχουν το απαραίτητο διανοητικό υπόβαθρο, να ενθαρρύνουν το ευρύ κοινό να σκέφτεται σε βάθος τα μεγάλα ζητήματα των ημερών.
Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, τα ΜΜΕ αποτελούν για τους ιδιοκτήτες τους ένα μέσο ενίσχυσης της εξουσίας τους και του κοινωνικού γοήτρου τους, έναν έμμεσο τρόπο προώθησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους και, με τη βοήθεια μερικών από τους συντάκτες των κειμένων που δημοσιεύονται καθημερινά στις σελίδες τους ή διαβάζονται κατά τη διάρκεια των ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών προγραμμάτων τους, ένα μέσο επηρεασμού της κυβερνητικής πολιτικής ή ακόμη και συμβολής στην ανάδειξη κυβερνήσεων και αρχηγών πολιτικών κομμάτων κατά τρόπο που να συμφωνεί με τις απόψεις και τις πεποιθήσεις τους.
Παρ’ ότι κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι καινοφανές, η σημερινή τους ένταση, κυριολεκτικά, δεν έχει προηγούμενο. Το συγκεκριμένο φαινόμενο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτή η πολιτική πηγή εξουσίας, αντίθετα με τις περισσότερες άλλες, δεν ελέγχεται κατ’ ουσίαν από κανέναν, σημαίνει ότι τα σημερινά ΜΜΕ έχουν μάλλον διαστρεβλωτικό αντίκτυπο στον σύγχρονο πολιτικό βίο.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο στην Ελλάδα. Η (διαστρεφική) εξουσία, φέρ’ ειπείν, που ασκούν διάφορες ομάδες συμφερόντων στην αμερικανική και τη βρετανική κυβέρνηση έχει σχολιαστεί κατ’ επανάληψη. Η πρακτική αυτή είναι εντυπωσιακή και, στον ίδιο βαθμό, επικίνδυνη.
Στη δική μας χώρα, αυτή η «τάση» να μη σχολιάζεις, να μην ασκείς κριτική, να μην ενημερώνεις, αλλά, συγχρόνως, να «καθορίζεις» (α) ποιοι θα είναι οι ηγέτες και (β) ποια θα είναι τα ζητήματα με τα οποία αυτοί θα ασχοληθούν, έχει εκδηλωθεί υπό δύο αξιοσημείωτες και αντιθετικές μορφές: από τη μια πλευρά, υπερδραστηριότητα, από την άλλη, παθητικότητα.
Μερικοί σχολιαστές διέκριναν την πρώτη μορφή στην άκρως παραποιημένη προώθηση ενός από τα άτομα που ήταν υποψήφια για τη θέση του αρχηγού της ΝΔ.
Περισσότεροι όμως ήταν εκείνοι που επέκριναν δριμύτατα τη δεύτερη μορφή, διακρίνοντάς τη στη γενική σιωπή που επικράτησε ως προς τα εξωτερικά ζητήματα κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο, σιωπή η οποία επικρατεί ακόμη και σήμερα, που τα εκκρεμή εξωτερικά ζητήματα πλησιάζουν σε κρίσιμο σημείο. Η σιωπή αυτή, θα έλεγε κανείς, ενθαρρύνθηκε από τις κοινές αλλά, εν προκειμένω, εσφαλμένες προσδοκίες για τα εκλογικά αποτελέσματα, τα οποία, κατά τη γνώμη ορισμένων, θα διευκόλυναν λύσεις στις οποίες κανένα μεμονωμένο κόμμα δεν θα είχε το θάρρος να προβεί.
Το πώς θα εξηγήσει κανείς την πρώτη στάση εξαρτάται από την πληροφόρηση, τη διαισθητική αντίληψη, τις προσωπικές προκαταλήψεις ή τον κυνισμό. Υπάρχει ενδεχομένως περιθώριο να συνδυαστούν και τα τέσσερα αυτά στοιχεία. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι αυτή η συνήθεια -αυτή η «δίψα» για τη δυνατότητα ανάδειξης μελλοντικών πρωθυπουργών οι οποίοι να ανταποκρίνονται στο προφίλ που προτιμούν αυτοί που τους προωθούν, μοιάζει να εντείνεται παρά το γεγονός ότι ο λαός δεν ξεγελιέται εύκολα πλέον. Ετσι, πρωθυπουργοί που αναμενόταν να ηττηθούν με οριακή διαφορά αποπέμπονται τελικά με τον πιο βάναυσο τρόπο, διάδοχοι που αναμενόταν να αναλάβουν αρχηγική θέση παραμερίζονται αίφνης, παρ’ όλη τη δύναμη των πανίσχυρων οργανισμών υποστήριξής τους.
Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι τακτικές κινήσεις ανάλογες με εκείνες που έγιναν πρόσφατα ώστε να προβληθεί η κ. Μπακογιάννη (εν σχέσει με τον αντίπαλό της) ως υπόδειγμα πολιτικής ηθικής και αποφασιστικότητας στην εξωτερική πολιτική παρατηρήθηκαν και όταν ο κ. Παπανδρέου είδε το κύρος του να αμφισβητείται κατά χονδροειδή τρόπο το 2007. Και στις δύο περιπτώσεις, τα αποτελέσματα που επιθυμούσαν ορισμένοι δημοσιογράφοι δεν επιτεύχθηκαν.
Επισημαίνοντας αυτά τα φαινόμενα εξυπακούεται ότι δεν εστιάζομαι κυρίως στα άτομα. Τονίζω απλώς ότι η μερίδα των ΜΜΕ που επεδίωξε δύο φορές τα τελευταία χρόνια να αποκτήσει την εν λόγω εξουσία, δεν τα κατάφερε. Είναι ανθρώπινο να κάνεις λάθη, είναι όμως ανόητο να τα επαναλαμβάνεις.
«Viva el Popolo!», λοιπόν - «Ζήτω ο Λαός!», ο οποίος δεν έπεσε θύμα των παρασκηνιακών δημοσιογραφικών κινήσεων. Και τούτο ας το λάβουν σοβαρά υπόψη τους όσοι πιστεύουν ότι τα κατεστημένα συμφέροντα μπορούν, όσο εύκολα μπορούσαν κάποτε, να επιβάλουν τους κυβερνήτες που τα ίδια προτιμούν: μολονότι αυτή η δύναμη δεν έχει πεθάνει, έχει οπωσδήποτε μειωθεί σημαντικά.
Το δεύτερο μειονέκτημα των ΜΜΕ δεν είναι άσχετο με το πρώτο, εφόσον, για διάφορους και σύνθετους λόγους, μπορούν να επιλέξουν ποια θέματα θα προωθήσουν ή θα αποσιωπήσουν -όχι ανάλογα με την εγγενή τους αξία, αλλά σύμφωνα με την αξιολόγηση των δημοσιογράφων σχετικά με το τι πρέπει ή δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο δημόσιου διαλόγου.
Το γεγονός ότι υφίσταται αυτή η δύναμη είναι αδιαμφισβήτητο. Λιγότερο ξεκάθαρα είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων τα ΜΜΕ πραγματοποιούν αυτήν τη θεματική επιλογή.
Οι πιο αμφιλεγόμενοι παράγοντες που ενδεχομένως -και, αν ναι, κακώς- έχουν επηρεάσει αυτές τις αποφάσεις είναι τα συμφέροντα ορισμένων ξένων χωρών, ακόμη μάλιστα και εκείνων που υποτίθεται ότι είναι φίλιες χώρες και λέγεται ότι ευνοούν ορισμένα πρόσωπα ή έναν ορισμένο τρόπο δράσης. Η ολέθρια περίοδος της δεκαετίας του ‘60 και των αρχών της δεκαετίας του ‘70 περιλαμβάνει τρία από τα χειρότερα παραδείγματα εξωτερικού παρεμβατισμού στη διοίκηση της χώρας μας -1965, 1967, 1974- γεγονός για το οποίο κάποια ελληνικά ΜΜΕ δεν είναι καθόλου άμοιρα ευθυνών.
Είναι γεγονός ότι η απουσία ενός ανοικτού και πλήρους διαλόγου για τα εξωτερικά ζητήματα έχει ήδη επισημανθεί από αρκετούς αρθρογράφους, οπότε δεν χρειάζεται εδώ να τη σχολιάσω εκ νέου. Πρόσφατα, επισημάνθηκαν επίσης ορισμένες ενδείξεις -εσφαλμένες, ελπίζω- ότι στη χώρα μας θα επιτραπεί να ακολουθήσει (φαινομενικά ή πραγματικά) σκληρή στάση ως προς ένα ζήτημα (την πΓΔΜ), ώστε, έπειτα, να σταθεί σχετικά πιο «ελαστική» ως προς άλλα, σημαντικότερα ζητήματα: το ευρωπαϊκό μέλλον της Τουρκίας και τις εν γένει σχέσεις μας μαζί της. Δυστυχώς, τόσο ο κ. Λυγερός όσο και άλλοι αρθρογράφοι που προέβλεψαν αυτές τις κινήσεις αποδεικνύονται σήμερα σωστοί.
Εν προκειμένω, οι παραλείψεις είναι δύο. Το ευρύ κοινό πρέπει, για διάφορους λόγους, να ενημερωθεί για τα ζητήματα και τους κινδύνους που δεν έχουν συζητηθεί μέχρι τώρα.
Κατά πρώτο λόγο, η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας δεν αποτελεί ζήτημα -ή μάλλον πρόβλημα- μόνο για την Ελλάδα και την Τουρκία, είναι πρόβλημα για την Ευρώπη στο σύνολό της, καθώς και για όλους όσοι θέλουν να δουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση να προοδεύει και να ευδοκιμεί. Θεωρώ ότι όσοι δεν βλέπουν με καλό μάτι αυτή την προοπτική -η Αμερική, η οποία δεν θα έπρεπε να παρεμβαίνει καν, αλλά και η Βρετανία, η οποία ποτέ δεν μπορεί να αποφύγει τις παρεμβάσεις στις υποθέσεις της ηπειρωτικής Ευρώπης, της οποίας το πνεύμα κατά τα άλλα δεν ασπάζεται- είναι εντούτοις ιδιαίτερα θετικοί απέναντι στις αλλεπάλληλες διευρύνσεις, καθ΄ότι δυσχεραίνουν την ολοκλήρωση και εμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία της Ευρώπης.
Οχι μόνο δεν είμαι ο μοναδικός που προβάλλει αυτό τον ισχυρισμό, αλλά, ως άνθρωπος που έχει περάσει όλη του τη ζωή εργαζόμενος στην Ευρώπη και για την Ευρώπη, θεωρώ επίσης ότι ξέρω πολύ καλά για τι μιλάω. Η ουσία των απόψεών μου έχει επίσης εμφανιστεί και σε πολλές αμερικανικές επιθεωρήσεις στρατηγικής -ή και στρατιωτικών πληροφοριών. Κατόπιν τούτου, δεν θα έπρεπε άραγε τα ζητήματα αυτά να εμφανίζονται, έστω και για λίγο, σε έναν κοινοβουλευτικό διάλογο και, ασφαλώς, στα ΜΜΕ της χώρας μας;
Για να το θέσω απλά: η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θα ακύρωνε για πάντα κάθε πιθανότητα βαθύτερης ολοκλήρωσης. Και η προοπτική αυτή μόνο την Αγγλία και την Αμερική θα ικανοποιούσε.
Κατά δεύτερο λόγο, η επίλυση της χρηματοοικονομικής κρίσης της Ελλάδας δεν εξαρτάται μόνο από την προθυμία της, ή και την ικανότητά της, να προβεί σε εξοικονομήσεις και περικοπές, τις οποίες η προηγούμενη κυβέρνηση καθυστέρησε να υλοποιήσει αποκλειστικά και μόνο για προεκλογικούς λόγους -τις ευρωεκλογές του Ιουνίου και τις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου. Εξαρτάται επίσης από τη δυνατότητα οικονομικής υποστήριξης που θα δρομολογηθεί, ή και θα προέλθει, από τον πυρήνα των αμερικανικών επιχειρηματικών οργανισμών.
Μια τέτοια κίνηση θα επιβεβαίωνε την καλή θέληση της οποίας απολαύει ο Ελληνας πρωθυπουργός στις ΗΠΑ. Και πάλι, όμως, δεν θα έπρεπε άραγε αυτές οι κινήσεις να δημοσιοποιούνται πλήρως και οι πιθανές πολιτικές συνέπειές τους να τίθενται υπό ενδελεχή εξέταση;
Πράγματι, τι θα είχαμε να πούμε για το τίμημα που μπορεί να συνεπάγεται αυτή η εύνοια; Και όταν μιλώ για τίμημα, δεν αναφέρομαι στο κόστος (δηλαδή τον τόκο) της -τελικής- αποπληρωμής αυτής της οικονομικής υποστήριξης.
Πιθανολογώ ότι η εν λόγω υποστήριξη θα συνδεθεί με δικές μας παραχωρήσεις σε πολιτικό επίπεδο. Ας ξεκαθαρίσω ότι σκοπίμως έγραψα τη λέξη πιθανολογώ με πλάγια στοιχεία, διότι ελπίζω ότι αυτό το εφιαλτικό ενδεχόμενο είναι απλώς καρπός της δικής μου γόνιμης φαντασίας και δεν πρόκειται να γίνει πραγματικότητα, αν και κάποιες πρόσφατες δηλώσεις υψηλά ιστάμενων στελεχών της κυβέρνησης θα μπορούσαν να εκληφθούν ως προμηνύματα μιας τέτοιας υποχώρησης.
Γιατί όμως φοβάμαι τόσο τις ξένες παρεμβάσεις στις υποθέσεις μας;
Πρώτον, επειδή έχω μελετήσει την ιστορία μας και γνωρίζω ότι, κατά τη νεότερη περίοδο, η Ελλάδα έχει υποφέρει περισσότερο από τις παρεμβάσεις των ανταγωνιστικών «φίλων» της παρά από τις πολιτικές των πραγματικών εχθρών της.
Δεύτερον, επειδή, όπως κατ’ επανάληψη έχω τονίσει, δεν έχουμε καταφέρει να προ σαρμόσουμε την εξωτερική πολιτική μας στο γεγονός ότι έχει πλέον παρέλθει η εποχή που η Αμερική ήταν η μοναδική ηγεμονική δύναμη στον κόσμο. Το ότι οι προτάσεις μου δεν έχουν ληφθεί σοβαρά υπόψη δεν προξενεί καμία εντύπωση -σε εμένα τουλάχιστον. Αυτό που με φοβίζει όμως είναι η ανησυχητική απουσία εναλλακτικών προτάσεων, μια και το σημερινό διεθνές καθεστώς δεν εγγυάται καμία απολύτως ασφάλεια για τη χώρα μας.
Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης κατέχει τον τίτλο του "σερ", είναι νομικός σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας και μέλος σε επτά Ακαδημίες του εξωτερικού.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου