«Δουλεύω στον γιατρό από το χειμώνα. Κάθε δεκαπέντε ημέρες πήγαινα για δουλειά. Τους κούρευα το γκαζόν και πότιζα τις πιπεριές και τις ντομάτες. Προχθές (1 Ιουνίου) με είχε καλέσει ο γιατρός στο τηλέφωνο μου και μου ζήτησε να πάω το επόμενο πρωί για ν' ανοίξουμε λάκκους για να φυτέψουμε φυτά. Για τη δουλειά που θα έκαναν θα μου έδινε 25 ευρώ.
Μου είχε πει να πάω στις 08.00 το πρωί. Πήγα στις 8 η ώρα και χτύπησα το κουδούνι. Δεν μου απαντούσαν και συνέχισα για λίγο να χτυπάω το κουδούνι. Μετά πήδηξα από την σιδεριά και μπήκα μέσα στο σπίτι.
Κατέβηκα από τη δεξιά μεριά του σπιτιού και συγκεκριμένα απο το γκαζόν και κατέβηκα κάτω και είδα τη μαμά να κάνει δουλειές στον κήπο.
Της είπα καλημέρα και μετά μιλήσαμε για τη δουλειά που θα έκανα. Μου είπε να πάρω την τσάπα και να της τη δώσω. Εγώ το έκανα και μετά φτιάξαμε το λάστιχο για το νερό.
Όσο αυτή είχε σκύψει κι έφτιαχνε τα λάστιχα του νερού, εγώ βρήκα την ευκαιρία και σήκωσα μία πλάκα πεζοδρομίου και την χτύπησα στο κεφάλι.
Αυτή έπεσε κάτω αμέσως, φώναξε από τον πόνο και μετά δεν ξανασηκώθηκε.
Εγώ σήκωσα ακόμα μια φορά την πλάκα και τη χτύπησα πάλι στο κεφάλι. Μετά, ανέβηκα από την αντίθετη μεριά απο εκεί που είχα κατέβει,έφτασα στον χώρο της πισίνας και είδα την μπαλκονόπορτα που ήταν ανοιχτή, αμέσως σκέφτηκα ότι επειδή είχα σκοτώσει τη μαμά, θα έπρεπε για να μη με μαρτυρήσει στην αστυνομία ο γιατρός να σκοτώσω κι αυτόν.
Μπήκα μέσα και πήγα στην κουζίνα και πήρα ένα μαχαίρι όσο ήταν η παλάμη μου, το έβαλα στη τσέπη μου, πήγα στο υπνοδωμάτιο με είδε ο γιατρός ο οποίος καθόταν στο κρεβάτι και μου είπε πού είσαι Χασάν. Εγώ έβγαλα το μαύρο μαχαίρι και μπήκα στο δωμάτιο, δεν του μίλησα και τον χτύπησα στο στήθος.
Τον χτύπησα τρεις φορές στο στήθος και το μαχαίρι μπήκε μέσα.
Μετά πήρα ένα ξύλο που βρήκα μέσα στο δωμάτιο και ήταν αυτό που κατεβάζουν τα ρούχα από την κρεμάστρα και τον πίεσα στο λαιμό για ένα περίπου λεπτό με αυτό. Αυτός σταμάτησε να κουνιέται. Τότε κλείδωσα την πόρτα με το κλειδί που ήταν από πίσω αφού πρώτα το έβγαλα έξω. Πάνω από την κουζίνα πήρα ένα τσαντάκι έβαλα μέσα το κλειδί της πόρτας, μετά έψαξα και πήρα από μέσα 4 κάρτες τραπεζών και 90 ευρώ. Μετά κλείδωσα την μπαλκονόπορτα κι έφυγα από την πόρτα εισόδου. Πήρα την τσάντα μαζί μου και την πέταξα στο υπόγειο.
Μετά έφυγα, πήδηξα τον φράχτη πήρα το μηχανάκι μου κι έφυγα. Όταν πήρα το μηχανάκι μου πήγα στο σπίτι μου και η ώρα ήταν περίπου 12.
Έκανα μπάνιο, έφαγα και με πήρε τηλέφωνο ο φίλος μου από τη Λάμψακο να πάμε να φάμε.
Στις 8 η ώρα το βράδυ έφυγα από το σπίτι μου και στις 9 η ώρα περίπου έφτασα στο σπίτι του φίλου μου Iqbal. Εκεί έμεινα μέχρι σήμερα (2 Ιουνίου) που με πιάσατε».
Στη συνέχεια, απαντώντας σε ερωτήσεις αποκαλύπτει πως το «φονικό μαχαίρι το έκρυψε στον κήπο εκεί που είναι το γκαζόν», λέει πως είχε μαζί του τη βαλίτσα με τα ρούχα γιατί όπως σας είπα ήθελα να φύγω στο Πακιστάν».
Το ανατριχιαστικά εντυπωσιακό επίσης είναι όταν αποκαλύπτει πως στο φίλο του Ahmad, «του είχα πει πριν από τρεις ημέρες ότι σκεφτόμουν να σκοτώσω τους παπούδες για να τους πάρω τα λεφτά. Μου είπε ότι αν του έδινα τα μισά χρήματα, θα με βοηθούσε να πάω στο Πακιστάν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου