Εδώ και μήνες ήθελα να γράψω ένα κείμενο όπου να αναλύω το φαινόμενο της πλημμυρίδας των μουσουλμάνων μεταναστών που έχουν κατακλύσει την χώρα μας, παράνομοι, «νόμιμοι» και νόμιμοι(;). Επειδή το θέμα είναι ανθρωπιστικά «ευαίσθητο», κοινωνικά εκρηκτικό και πολιτικά αμφιλεγόμενο, σχεδίαζα πολύ προσεχτικά το κείμενο. Το έγραφα και το ξαναέγραφα, το διόρθωνα, το σενιάριζα, το «γυάλιζα», το ντάντευα, αλλά πάντα μου φαινόταν λειψό κι έτσι δίσταζα να το δώσω για δημοσίευση. Και μου φαινόταν λειψό, επειδή όντας πάντα άνθρωπος τους μέτρου, της λογικής και της συνεννόησης, έβρισκα κάθε φορά αυτό το κείμενό μου επιθετικό, φορτισμένο, καταλυτικό, στα όρια ίσως της γενικώς νοούμενης (καλώς ή κακώς) «πολιτικής ορθότητας». Διάβαζα και άλλα παρόμοια κείμενα γύρω μου, κείμενα που προέρχονταν από ποικίλες πηγές, πολλές από τις οποίες δεν θα επέτρεπα ποτέ να αρδεύσουν το πνεύμα, την σκέψη και την πολιτική μου συνείδηση. Για πολύ καιρό με απασχολούσε το γεγονός πως σε αυτό το κρίσιμο για την χώρα και τον λαό μας σημείο, έβρισκα τις μύχιες σκέψεις μου και τις λέξεις, τις φράσεις και τις παραγράφους που «έβαζα» στο χαρτί, να μην απέχουν και πολύ από παρόμοιες σκέψεις, φράσεις και γραπτά που συναντά κανείς συχνά σε ακραίες εκφάνσεις της πολιτικής σκέψης.
Όλα αυτά, μέχρι που διάβασα ένα κείμενο της γνωστής ιταλίδας συγγραφέως και δημοσιογράφου, της Οριάνα Φαλάτσι. Έχω διαβάσει διάφορα κείμενα πάνω σε αυτό το θέμα, κείμενα που το βλέπουν από όλες τις σκοπιές και τις απόψεις. Κείμενα ενδιαφέροντα, αδιάφορα, συμπαθητικά ή απωθητικά. Ετούτο εδώ όμως ήταν διαφορετικό! Είχα την εντύπωση πως με εξέφραζε ολοκληρωτικά, ήταν σα να το έγραψα εγώ ο ίδιος, έμοιαζε καταπληκτικά με το κείμενο που μήνες τώρα παίδευα και δεν κατάφερνα να ολοκληρώσω. Επιτρέψτε μου να το αποδώσω ελεύθερα και σε κάποια σημεία να το παραφράσω για να το μεταφέρω στην ελληνική πραγματικότητα, υπογράφοντας με όλη μου την δύναμη κάθε σημείο της σκέψης της νεκρής πια συγγραφέως. Το κείμενο έχει ερανισθεί από ένα μακροσκελές άρθρο της συγγραφέως που δημοσιεύτηκε στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera, στις 29 Σεπτεμβρίου του 2001 αλλά παραμένει επίκαιρο όχι μονάχα για την πατρίδα μας αλλά κατά την γνώμη μου για την Ευρώπη ολόκληρη.
«Από όσο γνωρίζω, δεν υπήρξε ποτέ κάποιος νόμος του κοινοβουλίου της Ελλάδας που να προσκαλεί ή και να υποχρεώνει τους σημερινούς μας «καλεσμένους» να εγκαταλείψουν τις χώρες τους και να έρθουν απρόσκλητοι στην χώρα μας. Δεν τους είπαμε ποτέ όπως άλλες χώρες (παλιότερα η Αμερική, πιο πρόσφατα η Αυστραλία ή η Δ. Γερμανία, π.χ.) ελάτε και θα σας δώσουμε δουλειά και ίσως και ένα κομμάτι γη στην Μακεδονία, την Θράκη ή την Ήπειρο. Ήρθαν σε μας με δική τους πρωτοβουλία, μέσα στις σαραβαλιασμένες βάρκες των (τούρκων κυρίως) λαθρεμπόρων ψυχών, και παρά τις απόπειρες των συνοριοφυλάκων μας να τους αποτρέψουν. Αυτό που συνέβη δεν ήταν μετανάστευση, ήταν περισσότερο μια εισβολή που διεξάγεται υπό το πρίσμα μιας οιονεί μυστικότητας. Μιας μυστικότητας που είναι ενοχλητική, επειδή δεν είναι ανθρώπινη και συμπονετική, αλλά αλαζονική και προστατευμένη από τον κυνισμό των πολιτικών οι οποίοι της κλείνουν το ένα μάτι ή ίσως και τα δύο. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τις συγκεντρώσεις τους εν μέσω Αθηνών, με αίτημα κυρίως την άδεια παραμονής. Εκείνα τα διαταραγμένα αγριωπά πρόσωπα. Εκείνες τις υψωμένες γροθιές που απειλούσαν. Εκείνες τις ολέθριες φωνές που θύμιζαν τις πλατείες στο Ιράν του Χομεϊνί. Δεν θα τα ξεχάσω ποτέ, επειδή ένιωσα προσβεβλημένος μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Και επίσης ένιωσα πως οι πολιτικοί μας ταγοί με κορόιδευαν, όταν μου έλεγαν πως δεν μπορούν να τους συλλάβουν και να τους απελάσουν. Μα, υπήρχαν χιλιάδες από δαύτους στις πλατείες μας, και σίγουρα δεν κρυβότανε. Για να τους απελάσουν το μόνο που χρειαζόταν ήταν να τους περικυκλώσουν, να τους βάλουν σε λεωφορεία και φορτηγά και να τους στείλουν στο πιο κοντινό λιμάνι ή αεροδρόμιο».
«Εκείνο που λέω, είναι πως εμείς στην Ελλάδα δεν είμαστε σαν την Αμερική, ένα μωσαϊκό εθνικών και θρησκευτικών ομάδων, συνονθύλευμα χιλιάδων πολιτισμών, ανοιχτοί σε κάθε εισβολή και έτοιμοι να την ξορκίσουμε. Είμαστε μια χώρα με ιστορία χιλιάδων χρόνων, ένα Έθνος παλαιό, το πιο παλαιό Έθνος της Δύσης. Εκείνο που λέω είναι πως, για τον πολύ συγκεκριμένο λόγο πως η πολιτιστική μας ταυτότητα είναι τόσο ακριβής και ορισμένη εδώ και τόσες χιλιετηρίδες, είναι αδύνατον να δεχτούμε ένα μαζικό κύμα μεταναστών που απαρτίζεται από ανθρώπους που με τον ένα τρόπο ή τον άλλο θέλουν να αλλάξουν τον τρόπο ζωής μας, τις αξίες μας. Σας λέω πως δεν έχουμε καθόλου χώρο για μουεζίνηδες, για μιναρέδες, για ψευτο-εγκράτειες, για τον οπισθοδρομικό τους μεσαίωνα, για το ταπεινωτικό τους τσαντόρ. Ακόμη όμως και να είχαμε τέτοιον χώρο, ποτέ δεν θα τον δίναμε σε αυτούς! Γιατί θα ήταν σα να ξεπουλούσαμε τους ήρωές μας, τους αρχαίους φιλοσόφους μας, την ελευθερία μας για την οποία πολεμήσαμε και νικήσαμε, την ίδια την Πατρίδα μας. Θα ήταν σα να ξεπουλούσαμε την Ελλάδα. Και δεν πρόκειται ποτέ να τους δώσω την Ελλάδα!»
«Ακόμη, αυτή η ταυτότητά μας έχει πάρα πολλά να κάνει με μια θρησκεία που λέγεται Χριστιανισμός και μια Εκκλησία που λέγεται Ορθόδοξη Εκκλησία. Ομολογώ πως άνθρωποι όπως εγώ, λένε καμιά φορά πως δεν έχουν καμιά δουλειά με την θρησκεία, την Εκκλησία και την Ορθοδοξία. Αυτό, παρόλο που είναι αλήθεια, ταυτόχρονα είναι και ένα μεγάλο ψέμα! Γιατί είτε μου αρέσει είτε όχι, έχω πολλά κοινά με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Γεννήθηκα σε ένα τοπίο γεμάτο τρούλους εκκλησιών, καμπαναριά και μοναστήρια. Οι πρώτες μου αναμνήσεις, ήταν από Αγίους, θυμιατά και εικόνες της Παναγίας. Οι πρώτοι ήχοι που θυμάμαι είναι αυτοί της καμπάνας του Προφήτη Ηλία στο ορεινό χωριό μου. Και μεγάλωσα μέσα σε αυτούς τους ήχους, και σε αυτό το τοπίο. Μέσα σε λιτανείες, σε λειτουργίες, στους Χαιρετισμούς, την περιφορά του Επιταφίου, τις φάτνες, τα βράδια της Ανάστασης, τους Δεκαπενταύγουστους στα ξωκλήσια των νησιών του Αιγαίου. Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον, έμαθα και αγάπησα την ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, την γλυπτική, την τέχνη του Βυζαντίου και της Ορθοδοξίας, δίπλα στην μεγάλη τέχνη των κλασσικών και ελληνιστικών χρόνων. Περπάτησα μέσα σε εκκλησιές που είχαν θεμελιωθεί πάνω σε αρχαίους ναούς. Διάβασα αρχαίους φιλόσοφους, αντιγραμμένους από φιλομαθείς μοναχούς σε σκοτεινά, κελιά απρόσιτων μοναστηριών κάτω από το φως του κεριού. Μέσα σε αυτή την Εκκλησία (την οποία αργότερα απέρριψα) άρχισα να αναρωτιέμαι τι είναι ο Θεός, τι είναι το Κακό και για όνομα του Χριστού, τι είναι ο άνθρωπος και ο κόσμος. Ορίστε: έγραψα «για όνομα του Χριστού» ξανά. Παρά την εκκοσμίκευσή μου, παρά τον αθεϊσμό μου, είμαι τόσο ποτισμένος από την θρησκεία των προγόνων μου που έχει γίνει κομμάτι της καθημερινής μου έκφρασης. «Θεέ μου», «Δόξα τω Θεώ», «Χριστέ μου», «Παναγιά μου» είναι εκφράσεις που έρχονται αυτόματα στο στόμα και του μεγαλύτερου άθεου. Αν και ποτέ δεν τα πήγα καλά με τους παπάδες και δεν πιστεύω στις προσευχές τους, την ίδια ώρα αγαπώ τον ήχο της καμπάνας, μαλακώνει την καρδιά μου. Αγαπώ ακόμη τις βυζαντινές εικόνες, τους Αγίους, τον Χριστό την Παναγία όπως απεικονίζονται πάνω τους. Αγαπώ επίσης τα μοναστήρια. Μου δίνουν μιαν αίσθηση γαλήνης και καμιά φορά ζηλεύω τους μοναχούς που ζούνε εκεί. Και ναι, το παραδέχομαι: οι εκκλησίες και οι ναοί μας είναι ομορφότεροι από τα τζαμιά των μωαμεθανών, ακόμη και από τις απρόσωπες εκκλησίες των Προτεσταντών ή και από τις συναγωγές των Εβραίων. Δεν νομίζετε;»
The Rage and The Pride (La Rabbia e l’Orgoglio) by Oriana Fallaci («Corriere della Sera», 29 Σεπτεμβρίου 2001)
Εν κατακλείδι, παραθέτω έναν αφορισμό της συγγραφέως, που νομίζω πως περικλείει σε λίγες λέξεις όλα όσα προσπάθησα να υπαινιχθώ παραπάνω μέσω επίσης της γραφίδας της:
«Οι μουσουλμάνοι αρνούνται την κουλτούρα μας και προσπαθούν να επιβάλλουν την δική τους κουλτούρα επάνω μας. Τους απορρίπτω και αυτό δεν είναι μονάχα ένα καθήκον μου απέναντι στην δική μου κουλτούρα, αλλά και απέναντι στις αξίες μου, τις αρχές μου, τον πολιτισμό μου. Την στιγμή που παραδίδεις τις αρχές και τις αξίες σου, είσαι νεκρός, η κουλτούρα σου είναι νεκρή, ο πολιτισμός σου είναι νεκρός. Τελεία και παύλα».
Oriana Fallaci (1930 – 2006).
Για την απόδοση – διασκευή: Akenaton
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου