Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Τι κοινό έχουν ο Αέρας με τo Ούστ;


-
Γράφει η Αρτάνη

Απολαύστε το, χάρισμά σας !

- Το παρακάτω κείμενο δέν απευθύνεται σε άλογους, παράλογους, άμυαλους, άνοες, κοινώς ούνους. Οι γνωστικοί, οι νοήμονες, οι σώφρονες, οι σκεπτόμενοι, οι έλλογοι, ούτως ή άλλως δεν τό έχουν και τόσο ανάγκη! 

Λοιπόν, αφού αντλήσουμε (καί απαλλάξουμε από οποιαδήποτε φοινικική ανωμαλία καί διαστρέβλωση) από την αστείρευτη Ζωοδότρα Πηγή της Ελληνίδας Γλώσσας μας, τίς παρακάτω έλξεις > < λέξεις, πού σημαίνουν, προειδοποιούν, σημαίνονται και κυριολεκτούν, έχουμε και λέμε:
Αέρα = πολεμική ιαχή - κραυγή των Ελλήνων Στρατιωτών κατά τό Έπος του ’40, πού σημαίνει πάρε τον αέρα σου, φύγε, άδειασε τον τόπο. 

Αέρας > αήρ, η>ε, αερήιον, Αερία, αερίδες, αερίζω, εξαέρωσις, εξαερίζω, εξαερισμός, αερικόν, αέρινος, αερίοικος (οίκος), αέριος, εναέριος, αερίτις, αερο-, αερονηχής (νήχομαι), αέροψ, αερόω, αερώδης, αέρωσις, αεραγωγός, αγέρας, αγέρι, αγεράκι, αεράκι, αγερικά, αγερικάτα, αερικάτα, αγερικάτος, αερικάτος, αγερικό, αερικό, αγερικός, αερικός, αγέρινα, αέρινα, αγεροδρομώ, αγεροδέρνομαι, αγερο-, αγερωπός (ωψ), αερωπός, αγέροχος (έχω), αγέρωχα, αγερώχως, αγερωχεύω, αγερωχία, αεράτα, αεράτος, Αέρηδες, αέρι, αερ- αερινάδα, αερινίζω, Αέρινο, αέριον, αεριο-, αερισμός, αέρισμα, αγέρισμα, αερίσιμος, αεριστήρ, εξαεριστήρ, αεριστής, αεριστικός, αεριτζής, αεριτζίδικος, αεριώδης, αεριώνω, αεροειδής, Αερόπη (οψ), Αέροπος, αερού, αερούδι, αγερούδι, ευάερος.

Αήρ >αFήρ, αυήρ, βαβήρ, αβήρ όπως φαίνεται η ρίζα είναι
FαFα > αFα, αF, Fα, εκ του ήχου του αέρα (φ>F>υ>β) - ο αέρας ο εγγύτερος στη γη, κατά τον Όμηρο ο αέρας ο από της γης μέχρι των νεφών τόπος, ομίχλη, νέφος, ο υπαίθριος χώρος στα λουτρά. άησις, αήτη, αήτης, άητος, αήσυρος, ζαής (δια, δι>ζ), άημι- πνέω δυνατά, φυσώ, κοιμάμαι, άω- πνέω, φυσώ, κοιμάμαι, ημί (α>η)- λέγω.
Αύρη, αύρα > αήρ, αυήρ > αύρη- αέρας σε κίνηση, πνοή αέρος, κυρίως δροσερή πνοή, ο δροσερός αέρας της πρωίας. αυροφόρητος, Αύρα.

Αετός, αιετός, αιβετός (Ησύχ.), αιFετός (Όμηρ.) > αήρ + ετός (ρημ. επίθ. του ίημι = εξακοντίζω, πέφτω προς τα κάτω). Το όρνιο αυτό πετά φερόμενο από ανοδικά ρεύματα αέρος και επιπίπτει (ετός) σαν βολίδα επί των θηραμάτων του- αετός ως όνομα γένους ολοκλήρου, ιχθύς σελαχώδης, αέτωμα οικιών και ναών, ως σημαία στους Πέρσες και Ρωμαίους, και σχετικά πρόσφατα ως έμβλημα των σύγχρονων ιμπερατόρων. αιητός, αϊτός, αέτειος, αετιδεύς, αετίτης, αετόλιθος, αετόδρομος, αετώδης, αέτωμα, αέτωσις, αετάκι, αετίνα, Αέτιος, αέτιος, αετίσιος, αετίτιδα, Αετίωνας, αετο-, Αετόλοφος, αετομάνα, Αετόπετρα, αετόπουλο, Αετοράχη, Αετός, αετούδι, αετούκλας, αετωμάτιον, αετώνω, αητός, αητομάνα, αητονύχι, αητονύχης, αητοφωλιά, αϊτοφωλιά.

Βραυρών > βρι + αύρα, διότι εκεί φυσά συχνά δυνατός αέρας- αρχαίος δήμος της Αττικής. Βραυρώνα, Βραυρώνια.

Νοός >νούς (συνηρ.) > νέμω, νομός, νόμος, νομίζω. Ήταν θέμα ζωής και θανάτου για τους κτηνοτρόφους η διανομή των βοσκοτόπων η οποία απαιτούσε νόηση (δίκαιη διανομή) από μέρους όλων των εμπλεκομένων και κυρίως των αρχόντων ή της γερουσίας (Νέμεσις = η απόδοσις της εκδικητικής Δικαιοσύνης των Θεών στους φαύλους, άρπαγες προκλητικούς Υβριστές) νωμάω, νέμω, νομίζω). Προς γενίκευση δε απεβλήθη το γράμμα (μ) - ο νους ως αντιλαμβανόμενος και κρίνων, αντίληψη, προσοχή, κρίση, ο νους ως αποφασίζων και σχεδιάζων, σκέψη, διανόημα, η δύναμη της αντίληψης και της διανόησης. νως (οο,ου > ω), νώμα, νώσις, νωσάμενος, νοέω, νοότης, νόαρ, νοαρέως, νοατός, νοητός, νοϊκός, νοερός, νόημα, νόημι, νοήμων, νοήρης, νόησις, νοητικός, νοούμενον, νουθετώ (τίθημι), νουθέτησις, νουθεσία, νουνεχής (έχω), άνοος, άνους, άνοια, ανοίη, ανοητία, ανοησία, ανοηταίνω, ανόητος, εννοώ, έννοια, νοιάζομαι, έγνοια, γνοιάζομαι.

Νέμω: Ο Θειοφόρος Όμηρος εκτός του νέμω, αναφέρει τα εξής παράγωγά του: νομεύς = ποιμένας, νομεύων = ποιμαίνων και νομός = ο τόπος της βοσκής. Νέμω δε στον Όμηρο σημαίνει, βόσκω, ποιμαίνω. Επίσης, όταν αναφέρει το νέμω με την έννοια του διανέμω, διαμοιράζω, περισσότερο το αναφέρει επί ποτού και φαγητού. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η αρχική σημασία του νέμω αφορά στην κτηνοτροφία. Το νε- (του νέμω) από το νέω, με την σημασία του πηγαίνω και επιστρέφω (όπως το κοπάδι προς βοσκή, (νέομαι). 

Το -μω, σε χρονικούς τύπους γίνεται -μη (νεμήσω), -μα (ενει-μα-μην), από την ρίζα μα- (μάμμα, μαζός, μασάομαι), η οποία, έχει σχέση με την διατροφή. Το νέμω, δήλα-δή, αρχικώς δήλωνε την προσ-αγωγή του κοπαδιού προς βοσκή. Από την σημασία δε αυτή πηγάζει και η έννοια του καρπούμαι (γάλα, κρέας, μαλλί) και του κατοικώ διότι, η βοσκή σήμαινε κατοχή και κυριότητα της γης. Επίσης οι έννοιες του διαιρώ και διανέμω έχουν να κάνουν με τους βοσκότοπους.

Ζήτημα ως και σήμερα υπαρκτό και δυσεπίλυτο, το οποίο εξαναγκάζει τους κυβερνώντες σε θέσπιση νόμων και νομών - διανέμω, μοιράζω, απονέμω, κατέχω, διοικώ, κυβερνώ, κατοικώ, νομίζω, θεωρώ, βόσκω, περιποιούμαι, βόσκομαι, καταναλίσκω, καταστρέφω (ιδίως τα κατσίκια). νέμος, Νεμέα (χώρα με βοσκότοπους), Νέμειος, Νέμεος, Νεμεαίος, Νεμειακός, Νεμεήτης, Νεμειήτης, Νεμεάς, Νεμέασι, Νέμεα, Νέμεια, Νεμεονίκαι, Νέμειον, νέμεα, νεμέθω, νέμησις, νεμητός, νέμεσις, Νέμεσις, νεμέτωρ, νεμεσάω, Νεμέσεια, Νεμεσείον, Νεμέσια, νεμητής, νεμεσήμων, νεμεσητέος, νεμεσήτης, νεμητός, νεμεσητικός, νεμεσητός, νεμεσίζομαι, νεμεσσάω, νεμεσσητός, νέμεσσις. 
Νομός > νέμω, ε>ο- τόπος όπου βόσκουν τα κτήνη, βοσκή, χλόη, τα χόρτα. νομάς (ο περιφερόμενος χάριν βοσκής), νομάδην, νομάδειος, νομαδία, νομαδικός, νομαδίτης, νομάζω, νομαίος, νομεύς, νομέας, νόμευμα, νομευτικός, νομεύω, νομή, νομικός, νόμιος, νομίουρος (ούρος), νομώδης, νομώνης (ωνέομαι).

Ουρά [όρ-νυμι, ο >ου, διότι εγείρεται, ξεσηκώνεται για να διώξει τα έντομα], ουραγέω (άγω), ουραγός, ουραγία, ουράγιον, ουραία, ουραίος, ουρίακος (ακίς), ουρίαχος (κ > χ), όρρος (όρσω, μέλλ. του όρνυμι, ρς > σσ), η σεισοπυγή = η σουσουράδα, ορροπύγιον (πυγή).

Γλουτός > [λούω (λ>γλ), αυτός που χρειάζεται λούσιμο. Στα ζώα, η μητέρα με την γλώσσα της εκπλύνει τους γλουτούς των μικρών της]- ο πρωκτός, τα οπίσθια, η πυγή. γλούτια.
Πυγή > πυκάζω (κ>γ) = καλύπτω πυκνώς, διότι καλύπτεται από τους γλουτούς η πυγή - ο πρωκτός, οι γλουτοί, τα οπίσθια, πυγαίος, πυγαλγίας (άλγος), πυξ, πύγαργος (αργός), πυγίδιον, πυγίζω, πύγισμα, πυγολαμπίς (λάμπω!), πυγοσκελίς, πυγόριζα. 
Παλιπυγηδόν > κίνηση προς τα οπίσω, πισόκωλα, οπίσω, πίσω. Δήλα - δή σε απλά εκλαϊκευμένα Ελληνικά > Αέρα!!! Ούστ (πίσω) από εδώ, ωρέ.

Αβίαστο « υποκειμενικό» συμπέρασμα: 
-Αφού, τό έτυμα (η αλήθεια) τής κάθε μίας ξεχωριστά αντλημένης λέξεως κυριολεκτεί επί της ουσίας των πραγμάτων! 
-Αφού, είχαν τό Ψυχικό σθένος, τήν Γεναιότητα, τήν Αρετή, τήν Τόλμη, τήν Παληκαριά (οι τότε Στρατιώτες μας, του έπους του ΄40, οι Παππούδες μας, οι Πατέρες μας, τα μεγαλύτερα Αδέλφια μας, οι νεκροί μας, οι τραυματίες μας, οι Αθάνατοι ‘Ηρωές μας ) με την εφ΄ όπλου λόγχη να βροντοφωνάξουν ΑΕΡΑ!!! τους επίδοξους εισβολείς – κατακτητές! Nαί, με τέσσερα γράμματα με ΜΙΑ μοναχά λέξη τους έκαναν πίσω. 

-Αφού, ακόμη καρτερούν Ιστορική δικαίωση οι άταφοι νεκροί ήρωες μας - ναι ακόμη υπάρχουν μέχρι και σήμερα!!! Εμείς, οι τωρινοί απόγονοι (;)Εκείνων, πότε περιμένουμε, τι άλλο να καρτερούμε πλέον, μπροστά σέ αυτόν τόν ορυμαγδό, για να πούμε δυνατά, ντόμπρα και σταράτα ένα μεγάλο καί τρανό συνάμα; Ούστ, από ‘δώ ρε ούνοι!!! Έτσι για την Τιμή, την Λεβεντιά, την υπόληψη και για την Αξιοπρέπεια του ΕΙΝΑΙ μας.-

-Αρτάνη-
www.visaltis.blogspot.com/

1 σχόλιο:

  1. ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ.
    ΕΙΔΑ ΟΤΙ Μ' ΕΧΕΙΣ ΚΡΕΜΑΣΕΙ ΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΑΜΟΙΒΑΙΟΤΗΤΑΣ ΕΦΤΙΑΞΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ ΣΟΥ ΜΠΑΝΕΡΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΕΜΑΣΑ ΣΤΗ ΔΕΞΙΑ ΣΤΗΛΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΟΥ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή