Όπως όμως διαβάζουμε στο δημοσίευμα των New York Times, πολλοί πλέον αναρωτιούνται εντός και εκτός Τουρκίας: μήπως η κυβέρνηση Ερντογάν, που έχει πολύ στενούς δεσμούς με το Ισλάμ, υπερβάλει στο θέμα της απειλής προκειμένου να καλύψει έναν πολύ πιο ευρύ πόλεμο ενάντια στο φιλελεύθερο κοσμικό κατεστημένο της χώρας;
Λίγοι κάτοικοι της Πόλης αμφισβητούν ότι η υπόθεση ξεκίνησε από μια πραγματική απειλή: τον Ιούνιο του 2007 χειροβομβίδες χειρός και αυτοσχέδιες βόμβες ανακαλύφθηκαν στην σοφίτα ενός σπιτιού σε φτωχογειτονιά της Κωνσταντινούπολης. Στη συνέχεια, τα ευρήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως αποδείξεις στην στοιχειοθέτηση της υπόθεσης περί ενδεχόμενου πραξικοπήματος.
Από το 2007 και μετά, 300 άνθρωποι έχουν συλληφθεί στα πλαίσια της έρευνας για την Εργκενεγκόν, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται: ένας συγγραφέας ερωτικών διηγημάτων, παρασημοφορημένοι στρατηγοί και άλλοι αξιωματικοί του στρατού, καθηγητές, εκδότες και άτομα του υποκόσμου. Μερικοί από αυτούς κατηγορούνται γιατί απλά εκφράστηκαν υπέρ της κοσμικότητας του τουρκικού κράτους.
«Το θέμα της Εργκενεγκόν έχει γιγαντωθεί και πλέον οι έρευνες έχουν γίνει ένα εργαλείο για να ξεσκαρταριστεί η κοινωνία και ολόκληρη η Τουρκία από όλους τους κοσμικούς εχθρούς» δηλώνει ο πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης Αισέλ Τσελικέλ και νυν διευθυντής ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος υπέρμαχου της κοσμικότητας της χώρας. «Ως εκ τούτου, η δημοκρατία, το κράτος δικαίου και η ελευθερία έκφρασης απειλούνται».
Συνολικά, συνεχίζει το δημοσίευμα, 194 άτομα έχουν διωχθεί και κατηγορηθεί ότι θέλουν να ανατρέψουν την κυβέρνηση ως μέλη της οργάνωσης. Οι εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι τα μέλη της οργάνωσης σχεδίαζαν από κοινωνικές αναταραχές μέχρι δολοφονίες και τρομοκρατικές ενέργειες προκειμένου να δημιουργήσουν χάος και να υποθάλψουν την σταθερότητα της Τουρκίας. Μια κατάσταση που τελικά θα οδηγούσε σε ένα πραξικόπημα.
Όπως συνεχίζει το δημοσίευμα, η υπόθεση έχει αναδείξει ένα συνολικότερο πρόβλημα της χώρας: αυτό μεταξύ της κοσμικής ελίτ που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κρατηθεί στο προσκήνιο και ενός πιο θρησκευτικά δογματικού μέρους της κοινωνίας που παρατηρεί τα τεκταινόμενα. Την υπόθεση παρακολουθούν από κοντά οι Βρυξέλλες. Φαίνεται ότι αποτελεί βαρόμετρο για το κατά πόσο η Τουρκία συμβαδίζει με τα δυτικά πρότυπα δικαιοσύνης με αποτέλεσμα οι πιθανότητες να γίνει η Τουρκία μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας εξασθενούν.
Οι υπέρμαχοι της δίκης δηλώνουν ότι πρόκειται για μια σκηνή ενός έργου που παίζεται εδώ και χρόνια στην Τουρκία. Να κληθούν ενώπιον της δικαιοσύνης αυτοί που, για τους Τούρκους, αποτελούν «το βαθύ κράτος»: μια σκοτεινή ομάδα ανθρώπων, με διασυνδέσεις με το στρατό, οι οποίοι βλέπουν τον εαυτό τους ως προστάτες του κράτους από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Ο στρατός, που θεωρεί τον εαυτό του θεματοφύλακα του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, έχει ανατρέψει μέσα σε πενήντα χρόνια ιστορίας, τέσσερις φορές την κυβέρνηση.
«Δεν έχει κανείς το δικαίωμα να συστήνει μια πολιτοφυλακή προκειμένου να ανατρέψει την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση» δηλώνει ο Τούρκος υπουργός ευρωπαϊκών υποθέσεων Εγκεμέν Μπαγκίς σε μια συνέντευξή του.
Οι Αρχές κατηγορούν την Εργκενεγκόν για δύο επιθέσεις. Την ένοπλη επίθεση στο ανώτατο δικαστήριο του κράτους το 2006 καθώς και τη βόμβα που εξερράγη στα γραφεία της αριστερής εφημερίδας Τζουμ Χουριέτ το 2007 στην Κωνσταντινούπολη.
Όμως, όπως συνεχίζει το δημοσίευμα, οι επικριτές της έρευνας γύρω από την υπόθεση, κατηγορούν τις διωκτικές αρχές ότι δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο στην αναζήτηση των υπευθύνων. Νομικοί δηλώνουν ότι οι αρχές κρατούν δεκάδες υπόπτους χωρίς κατηγορίες, υποκλέπτουν συνομιλίες κινητών τηλεφώνων καθώς και προσωπικά έγγραφα συμπεριλαμβανομένων και ερωτικών επιστολών, τις οποίες έχουν βρει κατά τη διάρκεια εφόδων.
Σε μια λεπτομερέστατη έκθεση που έκανε το Central Asia-Caucasus Institute, ένα ερευνητικό κέντρο με έδρα την Ουάσινγκτον, ο Γκάρεθ Τζένκινς, ειδικός σε τουρκικά θέματα, σημειώνει το φόβο που διέπει τους δυτικούς αναλυτές της Τουρκίας αναφορικά με την Εργκενεγκόν. «Δεν πρόκειται για ένα τεράστιο βήμα, αντιθέτως από αυτά που υποστηρίζουν οι υπέρμαχοι της υπόθεσης, για την εδραίωση μιας πλουραλιστικής δημοκρατίας στην Τουρκία αλλά προς την επιβολή ενός αυταρχικού μονοκομματικού κράτους.»
Σύμφωνα με τον κύριο Τσελικέλ, η ιστορία της Τουρκάν Σαιλάν, μιας 73νης αντικαθεστωτικής αποτελεί απόδειξη πολιτικού πογκρόμ. Τον Απρίλιο, η κυρία Σαιλάν ανάρρωνε από την χημειοθεραπεία, όταν η αστυνομία μπούκαρε στο σπίτι της, μαζεύοντας χιλιάδες χαρτιά. Οι συνάδελφοί της ισχυρίζονται ότι μπήκε σε λίστα παρακολούθησης λόγω των κοσμικών πολιτικών της πεποιθήσεων. Πέθανε από καρκίνο τον επόμενο μήνα και δεν έγινε καμία μήνυση.
Επίσης, ο κύριος Τσελικέλ δήλωσε ότι έγιναν έφοδοι σε 95 από τα γραφεία του φιλανθρωπικού ιδρύματος του οποίου είναι πρόεδρος. Κατασχέθηκαν τα αρχεία τουλάχιστον 15,000 φοιτητών καθώς και υπολογιστές ενώ 14 μέλη του ΔΣ ανακρίθηκαν μερικοί από τους οποίους προφυλακίστηκαν χωρίς κατηγορίες. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κυρίου Τσελικέλ, οι Αρχές θέλησαν να συνδέσουν μερικούς από τους φοιτητές με το ΠΚΚ, το οποίο και θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση από την Άγκυρα και την Ουάσιγκτον.
Η υπόθεση μπλέκεται και με άλλες δικαστικές διαμάχες όπως η περσινή υπόθεση εναντίον της νομιμότητας του κόμματος του κυρίου Ερντογάν. Με αφορμή έναν νόμο για την χρήση της μαντίλας στα πανεπιστήμια, ανώτατος δικαστής είχε κατηγορήσει το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, για υπόθαλψη της κοσμικότητας του τουρκικού κράτους. Τελικά για μια μόνο ψήφο, το κόμμα του κυρίου Ερντογάν κρίθηκε νόμιμο.
Επικριτές της κυβέρνησης θεωρούν ότι η υπόθεση Εργκενεγκόν είναι μια συστηματική προσπάθεια από την πλευρά της προκειμένου να αποκαταστήσει την χαμένη αξιοπιστία της και να δαιμονοποιήσει τους αντιπάλους της.
Σύμφωνα με τον κύριο Τζένκινς, που έχει διαβάσει όλη τη δικογραφία, μερικές από τις κατηγορίες είναι παράλογες. Το πρώτο κατηγορητήριο αφορούσε σε συνάντηση της ομάδας με τον Ντικ Τσέινι, όταν αυτός ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, με θέμα την ανατροπή της κυβέρνησης. Σύμφωνα με τη δικογραφία, οι κατηγορούμενοι είχαν σχεδιάσει «να κατασκευάσουν βιολογικά και χημικά όπλα και αφού τα πουλούσαν και έβγαζαν ένα σεβαστό χρηματικό ποσό, θα χρηματοδοτούσαν και θα επόπτευαν όλες τις τρομοκρατικές οργανώσεις του κόσμου»!
Ο Σουλέλ Μπατούμ, που διδάσκει συνταγματικό δίκαιο σε πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, είναι σύμβουλος των δικηγόρων των κατηγορούμενων. Δύο από αυτούς, ο κύριος Εργκούν Ποϊράζ (συγγραφέας αντικαθεστωτικών βιβλίων) και ο Τουνσάι Οζκάν (δημοσιογράφος που συμμετείχε σε αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις) ο πρώτος είχε κρατηθεί για 29 μήνες ενώ ο δεύτερος για 13, χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Οι Αρχές είχαν σαν στοιχεία αποσπάσματα από τηλεφωνικές τους συνομιλίες στα κινητά, όπου ακουγόντουσαν φράσεις όπως «τι θα κάνουμε με αυτές τις αντικοσμικές πολιτικές;» κ.α.
«Πιστεύω ότι οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι το σκοτεινό παρελθόν της Τουρκίας θα βγει στο φως με την υπόθεση Εργκενεγκόν θα απογοητευτούν» δηλώνει ο Νεντίμ Σενέρ, δημοσιογράφος της Μιλιέτ που έχει ερευνήσει το θέμα και πλέον φοβάται για τη ζωή του. «Ως αποτέλεσμα της υπόθεσης Εργκενεγκόν, το δικαστικό σύστημα της Τουρκίας έχει διαλυθεί».
Πηγή
Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009
H υπόθεση Εργκένεκον θέτει υπό αμφισβήτηση την Δικαιοσύνη στην Τουρκία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου