Για την απαγορευμένη δράση των αμερικανικών μυστικών υππρεσιών έχουν γραφτεί αρκετά, λίγα όμως έχουν τεκμηριωθεί βάσει ατράνταχτων στοιχείων και ακόμα λιγότερα είναι εκείνα που έχουν γίνει παραδεκτά από την αμερικανική ηγεσία. Ένα από τα χαρακτηριστικότεραπαραδείγματα διαρροής πληροφοριών σχετικά με τέτοιου είδους δραστηριότητες αποτελεί η επιχείρηση ΜΚ Ultra, που στόχο είχε τον έλεγχο του ανθρώπινου νου.
Της Θεανώς Καρούτα
Η επιχείρηση ΜΚ Ultra ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 με πρωτοβουλία του αρηγού της CIA, Allen Dulles, σε μια προσπάθεια να αναζητηθούν νέες μέθοδοι αντιμετώπισης της «κόκκινης απειλής» (αν και παρόμοια πειράματα είχαν ξεκινήσει από τα τέλη του ‘40). Οι τεχνικές πλύσης εγκεφάλου που υποτίθεται πως είχαν αναπτύξει οι Σοβιετικοί και οι Κινέζοι είχαν θορυβήσει τις ΗΠΑ σε τέτοιο βαθμό που ένιωσαν την ανάγκη να ξεκινήσουν μια έρευνα για τον έλεγχο του ανθρώπινου νου, με απώτερο στόχο την πλήρη χειραγώγησή του και την εξάλειψη κάθε προσωπικής αντίληψης των «πειραματόζωων».
Στις μελέτες συμμετείχαν πάνω από 40 πανεπιστημιακά ιδρύματα, πολλά ερευνητικά κέντρα, φαρμακευτικές εταιρίες, αλλά και πλήθος επιστημόνων. Θύματα (όπως θα δούμε παρακάτω, οι επιπτώσεις των μελετών ήταν φρικτές) ήταν υπάλληλοι της CIA, στρατιωτικό προσωπικό, γιατροί, διάφοροι κυβερνητικοί πράκτορες, εκδιδόμενες γυναίκες, ψυχικά άρρωστοι ασθενείς, αλλά και απλοί πολίτες. Υπήρχαν, μάλιστα, και κάποιοι, κατά κύριο λόγο φοιτητές, που εθελοντικά δήλωσαν την επιθυμία να συμμετάσχουν ως πειραματόζωα. Οι δοκιμές ανθούσαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, με την CIA να δρα ανεμπόδιστη πραγματοποιώντας πειράματα ακόμη και σε ανυποψίαστους ανθρώπους.
Τα πειράματα διεξάγονταν με τέτοιον τρόπο ώστε να μην κινούν τις υποψίες των ανθρώπινων πειραματόζωων. Για παράδειγμα, η CIA νοίκιαζε και εξόπλιζε κατάλληλα πολυτελή διαμερίσματα, τα οποία διαμόρφωνε σαν οίκους ανοχής. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονταν στο Σαν Φρανσίσκο και φυσικά κανείς δεν γνώριζε ότι πίσω από καθρέφτες και τζαμαρίες, αλλά και σε άλλα σημεία στο χώρο υπήρχαν κρυμμένες κάμερες και μικρόφωνα. Οι πελάτες επίσης δεν γνώριζαν ότι κάθε φορά που πήγαιναν τους χορηγούνταν ναρκωτικές ουσίες με σκοπό να καταγραφούν οι αντιδράσεις τους, ενώ το οπτικό υλικό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο εκβιασμού. Σημαντικό μέρος των πειραμάτων όμως γινόταν με επίσημο ακαδημαϊκό μανδύα. Η CIA ζητούσε τη διεξαγωγή ενός πειράματος, γνωστοποιώντας σε ελάχιστους εμπλεκομένους τους στόχους του, και το αναλάμβανε κάποιο από τα πολλά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα που έψαχναν χρηματοδότηση. Έτσι ακόμα και αυτοί που πήγαιναν εθελοντικά να συμμετάσχουν ως «αντικείμενα μελέτης» είχαν την πεποίθηση ότι αυτό στο οποίο συμμετείχαν δεν ήταν παρά ένα πανεπιστημιακό πείραμα. Περιπτώσεις τέτοιων ιδρυμάτων που έγιναν γνωστές αργότερα ήταν: το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Georgetownτης Ουάσιγκτον μέσω του καθηγητή Charles Geschicter, ο οποίος έλαβε τη δεκαετία του ‘50 ένα τεράστιο για την εποχή ποσό, για να κάνει πειράματα με ναρκωτικές ουσίες σε ψυχικά διαταραγμένους ασθενείς, ενώ οι καθηγητές του Πανεπιστημίου του Cornell, Harold Wolf και LawrenceHinkil, έκαναν επίσης πειράματα για λογαριασμό της CIAσχετικά με την πλύση εγκεφάλου.
Στη μεγάλη λίστα συναντάμε το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, την Ψυχιατρική Κλινική της Νέας Υόρκης, το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας και Αποτοξίνωσης στο Κεντάκι (όπου έδιναν σε εθισμένους παραισθησιογόνα φάρμακα), την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Ιλινόι, με τον καθηγητή Φαρμακευτικής Carl Pfeiffer να χορηγεί LSD σε τρόφιμους σωφρονιστικών ιδρυμάτων στην Ατλάντα και αργότερα στο Νιου Τζέρσι. Επίσης το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, τα Πανεπιστήμια του Ρότσεστερ, της Οκλαχόμα, της Μινεσότα, της Ιντιάνα, του Στάνφορντ, αλλά και ερευνητικά και ιατρικά κέντρα, όπως το Νοσοκομείο της Βοστόνης, το Γενικό Νοσοκομείο του Σινσινάτι και το Ναυτικό Ιατρικό Ινστιτούτο Ερευνών, είναι κάποια ακόμα από τα ιδρύματα που εκούσια ή όχι ενεπλάκησαν στα πειράματα της CIA.
Για να επιτευχθεί το ζητούμενο, δηλαδή ο ολοκληρωτικός αναπρογραμματισμός του ανθρώπινου νου, οι πράκτορες και οι γιατροί της CIA χρησιμοποιούσαν μια σειρά μεθόδων και φαρμάκων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σωματικά και κυρίως διανοητική παράλυση. Μέσα σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν η έκθεση σε χημικά και ραδιενέργεια, η ύπνωση, το ηλεκτροσόκ, η απομόνωση και η διαμονή για μέρες σε μεγάλες λεκάνες νερού, η απαγόρευση του ύπνου, αλλά και η χρήση φυσικής, συναισθηματικής και σεξουαλικής βίας. Ταυτόχρονα με αυτές τις μεθόδους χορηγούσαν στα υποκείμενα των πειραμάτων κοκτέιλ φαρμάκων αποτελούμενα από LSD (η χρήση του οποίου ήταν νόμιμη στις ΗΠΑ μέχρι το 1966), μια ουσία που είχε το κωδικό όνομα ΜΚ Search (τεμαζεπάμη), μια σειρά γνωστών ναρκωτικών, όπως η ηρωίνη, η μαριχουάνα και η μορφίνη, αλλά και ένα κοκτέιλ φαρμάκων και ψυχοτρόπων παραισθησιογόνων (σκοπολαμίνη, μεσκαλίνη, ψιλοκυβίνη) και αυτά πολλές φορές σε συνδυασμό με αλκοόλ.
Χορηγώντας όλες αυτές τις ουσίες προσδοκούσαν στο να εξαφανίσουν την έλλογη κρίση, αλλά και να προκαλέσουν την αύξηση της αντίληψης, την ενίσχυση της αντοχής του οργανισμού σε στερήσεις, βασανιστήρια και πλύση εγκεφάλου κατά την ανακριτική διαδικασία, την αμνησία για συγκεκριμένα γεγονότα, την πρόκληση σύγχυσης κατά παραγγελία, την πρόκληση μεμονωμένων παραλύσεων, τη διαρκή ευφορία και ταυτόχρονα τη μείωση αισθήσεων, όπως η όραση και η ακοή, και τον αποπροσανατολισμό.
Παρόλο που τα πειράματα της CIA δεν είχαν τελικά (όπως γράφηκε) καμία σοβαρή επιτυχία και δεν κατέληξαν σε κάποια αποτελεσματική μέθοδο ελέγχου της σκέψης (ενώ πολλά ήταν και χωρίς καμία επιστημονική αξία), δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν επιπτώσεις. Στοιχεία για τα αποτελέσματα των πειραμάτων ήρθαν στο φως από ένορκες καταθέσεις θυμάτων που αποφάσισαν να μιλήσουν στις ακροάσεις που έκανε η Αμερικανική Γερουσία για τη διερεύνηση της υπόθεσης.
Όλοι δήλωσαν περίπου τα ίδια πράγματα. Μίλησαν για μια εμπειρία που καταστρέφει τον οργανισμό, αλλά και την ψυχή, καταπατώντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ατομικότητα. Η σκέψη και κάθε ένστικτο, ακόμα και αυτό της επιβίωσης, είχαν δώσει τη θέση τους σε ατελείωτες ψευδαισθήσεις. Πολλοί πιστεύουν ότι όταν μια εμπειρία που δεν θα καταφέρουν ποτέ να ξεπεράσουν, ακόμα και αν δέχονται χρόνια ψυχολογική υποστήριξη. Οι καταθέσεις μερικών από τα θύματα έχουν δημοσιοποιηθεί σε βίντεο, όπως το παρακάτω:
Η απόκρυψη, αλλά και η αποκάλυψη
Δεν υπάρχουν σαφείς αναφορές για το πότε ακριβώς διακόπηκαν αυτά τα πειράματα, όμως το 1973 ο Richard Helms, επικεφαλής τότε της CIA, διέταξε την καταστροφή όλων των σχετικών εγγράφων. Εξαιτίας μιας απροσεξίας όσων ασχολήθηκαν με την εξαφάνισή τους, περίπου 20.000 από αυτά διασώθηκαν και βρέθηκαν κατά τις έρευνες της κυβέρνησης, φυλαγμένα σε μια κρύπτη. Παρά τις επίμονες προσπάθειες της υπηρεσίας να θάψει την υπόθεση, ένα βιβλίο του John D. Marks, πρώην αξιωματούχου του StateDepartment, και του Victor Marchetti, ειδικού συμβούλου του αναπληρωτή διευθυντή της CIA, με τίτλο «The CIA and the Cult of Intelligence», που δημοσιεύτηκε το 1974, ήταν αυτό που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου αποκαλύπτοντας τη γενικότερη παράνομη δραστηριότητα της CIA. Το βιβλίο, ανάμεσα σε πολλά άλλα, έθιγε και την επιχείρηση ΜΚ Ultra. Η CIA απαίτησε από τους συγγραφείς τη λογοκρισία του βιβλίου ζητώντας την αφαίρεση 399 παραγράφων. ΟMarchetti, έπειτα από έντονες διαπραγματεύσεις, κατάφερε να διατηρήσει 171 από τα λογοκριμένα εδάφια. Ο Οίκος Alfred A. Knopf, που ανέλαβε την έκδοση, πήρε την πρωτοβουλία να δημοσιεύσει το βιβλίο με λευκά κενά στις θέσεις των λογοκριμένων παραγράφων και αυτές που αποφασίστηκε μετά τις διαπραγματεύσεις να διατηρηθούν γράφτηκαν με εντονότερη γραμματοσειρά.
Ο Marchetti, πάντως, δεν εφησύχασε μετά την έκδοση και συνέχισε να ρίχνει λάδι στη φωτιά με νέες δηλώσεις μιλώντας για «οργανωμένο έγκλημα της CIΑ». Σε συνεντεύξεις του, μάλιστα, δήλωνε ότι σι διαβεβαιώσεις της CIΑ περί παύσης των μυστικών πειραμάτων αποτελούσαν μια εκστρατεία, παραπληροφόρησης, από αυτές που συνηθίζει π υπηρεσία.
Τα όσα αποκάλυπταν οι Marks και Marchetti συνέβαλαν στην απόφαση για τη σύσταση της Επιτροπής Church το 1975 από την Αμερικανική Γερουσία ώστε να ελεγχθούν οι δραστηριότητες και οι τυχόν παρανομίες της CIΑ και του FΒΙ. Την ίδια περίοδο, στον απόηχο του σκανδάλου ο Λευκός Οίκος ίδρυσε την Επιτροπή Rockefeller με παρεμφερή στόχο. Και οι δύο επιτροπές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η CIΑ είχε πολλάκις κάνει κατάχρηση εξουσίας καταπατώντας θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Οι αποκαλύψεις των επιτροπών ανάγκασαν γνωστούς πολιτικούς να μιλήσουν δημόσια, με χαρακτηριστική τη δήλωση του γερουσιαστή Ted Kennedy, το 1977: «Η CIΑ είπε πως πάνω από 30 πανεπιστήμια και ιδρύματα ασχολήθηκαν με εκτεταμένες δοκιμές, που περιείχαν πειράματα με χρήση φαρμάκων και ναρκωτικών σε ανυποψίαστους πολίτες από όλα τα κοινωνικά στρώματα, Αμερικανούς και ξένους. Τουλάχιστον ένας θάνατος, του γιατρού Olson, προκλήθηκε από αυτά. Η CIΑ γνώριζε πως τα πειράματα δεν είχαν επιστημονική αξία και οι πράκτορες που τα πραγματοποιούσαν δεν είχαν καμία σχέση με ειδικευμένους επιστημονικούς παρατηρητές».
Μέσα στη δίνη του Ψυχρού Πολέμου οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, ασπαζόμενες το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», έκαναν πολλούς ανθρώπους πειραματόζωα. Από το 1975, όταν ξεσκεπάστηκαν οι κρυφές δραστηριότητες τηςCIΑ, οι κυβερνώντες των ΗΠΑ, αλλά και τα εκάστοτε ανώτερα στελέχη της υπηρεσίας ισχυρίζονται ότι η χρήση τέτοιων μεθόδων έχει σταματήσει και δεν πρόκειται να επανέλθουν καθώς παραβιάζουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Κατά πόσο, όμως, αυτές οι δηλώσεις ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα; Αν ο Ψυχρός Πόλεμος ώθησε τους Αμερικανούς στο να οργανώσουν επιχειρήσεις όπως το σχέδιο ΜΚ Ultra, τότε ποιος μας εγγυάται ότι η σημερινή μάχη με την τρομοκρατία δεν θα τους «αναγκάσει» να τις επαναφέρουν στο προσκήνιο; Ειδικά τώρα που οι νέες τεχνολογίες, η Βιοχημεία και η Ιατρική έχουν εξελιχθεί τόσο πολύ σε σχέση με τα απλοϊκά, αλλά και θανατηφόρα πειράματα του ‘50 και του ‘60;
Info: Κάποια από τα έγγραφα της CIΑ που δεν καταστράφηκαν δημοσιεύτηκαν το 1995 με βάση τη νομοθεσία για την «Ελευθερία της Ενημέρωσης». Μπορείτε να τα δείτε στην ιστοσελίδα:
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / Πηγή: ένθετο ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ, τ. 29
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου