Ελλάδα, Δύση και Ευρώπη
Του Νίκου Κοτζιά
Οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας είναι σύνθετες. Κορμός τους είναι 1) οι μεταξύ τους σχέσεις, 2) η ευρωπαϊκή (ή μη) προοπτική της Τουρκίας και 3) ο ρόλος της τελευταίας στην περιοχή. Θα ήταν λάθος να υποτιμήσει κανείς μία από αυτές τις τρεις πλευρές του «τριγώνου», αλλά εξίσου λάθος θα ήταν να ανάγει μία από αυτές σε μοναδική βάση των σχέσεων των δύο κρατών ή σε κάποιο είδος «υπερδομής».
Εξίσου απαραίτητο συστατικό της κατανόησης και αντιμετώπισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι η γνώση, ανάλυση και αντίκρουση των «φαντασιώσεων» που έχουν οι κυρίαρχες ομάδες της Τουρκίας για τον εαυτό τους.
Φαντασιώσεις που η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να αναλύσει, απαντήσει και αποδιοργανώσει αυτές τις φαντασιώσεις.Στη δεκαετία του ενενήντα η Ελλάδα έκανε μια έξυπνη στροφή στην πολιτική της και άνοιξε τον δρόμο να θέσει την Τουρκία σε έναν ευρωπαϊκό δρόμο και έλεγχο.
Σήμερα, οι συνθήκες δεν είναι οι ίδιες, αλλά η σημασία και η δυνατότητα αξιοποίησης προς όφελος των λαών της περιοχής μιας ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας παραμένει ισχυρό χαρτί και δέον της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής. Ταυτόχρονα, οι αποχρώσεις στην πολιτική της Γερμανίας και της Γαλλίας, ως προς την προοπτική ένταξης της Τουρκίας, είναι σημαντικές και οφείλει η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική να τις λαμβάνει σοβαρά υπόψη, όχι προκειμένου να αλλάξει αναγκαστικά απόψεις, αλλά προκειμένου να διευρύνει τα πεδία της πολιτικής της έναντι της Τουρκίας με νέες συμμαχίες και αντίβαρα στην ευρύτερη περιοχή, καθώς και με εγγυήσεις από τους ευρωπαίους εταίρους μας στην περίπτωση που θα θελήσουν να αλλάξουν ριζικά πορεία στα ευρωτουρκικά. Νέο στοιχείο ως προς την Τουρκία, αυτή την περίοδο είναι ο νεοθωμανισμός και ο οποίος δεν έχει απαντηθεί ακόμα από τη σκοπιά των αρμοδίων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Η αναθεώρηση της ιστορίας από την Άγκυρα
Στα βιβλία μου αναλύω τους λόγους που όλο και περισσότερες κράτη και κοινωνίες ξαναδιαβάζουν την ιστορία. Αναζητούν σε αυτή, πηγές για τη σύγχρονη ταυτότητά τους. Αναζητούν, επίσης, κίνητρα και προσανατολισμούς ως προς την παγκοσμιοποίηση και τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής τους. Ιδιαίτερα οι χώρες που κατείχαν αποικίες (άμεσες ή έμμεσες) προσπαθούν να αναθεωρήσουν την ιστορία της αυτοκρατορίας τους. Η μέθοδος που ακολουθούν συνίσταται στην απάλειψη των στιγματισμένων πλευρών της ιστορίας μιας αυτοκρατορίας και στον υπερτονισμό των θετικών της. Κατά κανόνα στα τελευταία συμπεριλαμβάνεται η διάχυση της ανεκτικότητας (έτσι βλέπουν οι αποικιοκράτες τον εαυτό τους – και ασφαλώς δεν είναι ίδια η ιστορική ματιά όσων υπέστησαν την αυτοκρατορία τους). Η διάχυση ορισμένων θεσμών και συνθηκών σταθερότητας (την οποία διατάρασσαν είτε πόλεμοι, είτε εξεγέρσεις των σκλαβωμένων). Λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη γενικότερη τάση, εκτιμώ, ότι η προσπάθεια της Τουρκίας να ξαναδιαβάσει την αυτοκρατορική ιστορία της, ως κληρονόμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν είναι κάτι το παράξενο. Επιπλέον, δε, από μια σκοπιά, είναι αναμενόμενο να συναντά ο νεοθωμανισμός τις ανάλογες προσπάθειες σε πολλές δυτικές και όχι μόνο χώρες. Να βρίσκει κατανόηση από αυτές.
Η λειτουργία και το περιεχόμενο του νέο-οθωμανισμού
Θα μπορούσε κανείς να διαβάσει την Οθωμανία ως μια εκδήλωση νοσταλγίας, που αφορά το φαγητό, ορισμένες πολιτιστικές συνήθειες, ως ένα «θεματικό πάρκο» όπως έγραψε ο διεθνής τύπος. Αλλά αυτή είναι η «χαριτωμένη πλευρά» του όλου ζητήματος. Στην πραγματικότητα, η αναθεώρηση αφορά τόσο εσωτερικούς συσχετισμούς, όσο και την διεθνή θέση της Τουρκίας και την εξωτερική της πολιτική.Η Άγκυρα προσπαθεί να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα νοσταλγίας στον πληθυσμό της για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η τελευταία, όμως, δεν ήταν απλά μια δυτικού τύπου αυτοκρατορία. Συνέδεε την κοσμική εξουσία με τον ισλαμισμό. Θεωρήθηκε δε. από μεγάλο μέρος του ισλαμικού κόσμου, ιδιαίτερα τους υπόδουλους Άραβες, ως το τελευταίο ισλαμικό χαλιφάτο/ως το κατεξοχήν κράτος των μουσουλμάνων. Η επαναφορά, κατά συνέπεια, της ιδεολογίας και φαντασίωσης του οθωμανικού κράτους συμβαδίζει με μια προσπάθεια των ισλαμιστών που κυβερνούν την Τουρκία να επανασυνδέσουν το απώτερο, προκεμαλικό παρελθόν, με τους ίδιους. Να εξαγνίσουν το βεβαρημένο χθες ώστε να δικαιολογήσουν το σήμερα και να προσδιορίσουν το αύριο. Από αυτή την άποψη η αναβίωση του νεοθωμανισμού περικλείει και περιγράφει την μετακίνηση της σύγχρονης Τουρκίας προς μια ισλαμική ανάγνωση της ιστορίας και μια μεγαλύτερη δόση άλλοθι για την σημερινή ενίσχυση του ισλαμισμού.
Η επιστροφή στις οθωμανικές ρίζες έχει και τα «θετικά» της. Διότι πρόκειται για μια επιστροφή σε ένα κράτος στο οποίο είχαν θέσει, σύμφωνα με τη σημερινή ανάγνωση, και άλλοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί πέραν των σημερινών Τούρκων. Μπορεί, δηλαδή, να αποτελέσει μηχανισμό ενσωμάτωσης των Κούρδων, ίσως και άλλων πληθυσμών στο σημερινό τουρκικό κράτος, χωρίς, όμως, να είναι σαφές ο προτεινόμενος τρόπος και το επίπεδο αυτής της ενσωμάτωσης. Από την άλλη, η επαναφορά της ιδεολογίας του οθωμανισμού εμπεριέχει «αυτόματα» και τα ιστορικά εγκλήματα που αυτός διέπραξε, όπως η γενοκτονία των Αρμενίων και το «ελληνικό» 1921, καθώς και αιώνες αποικιοκρατίες σε βάρος μη μουσουλμανικών πληθυσμών. Γεγονός που οφείλουμε να υπενθυμίζουμε σε όποιον επιθυμεί να παρουσιάζει μια ιδανική εικόνα του Οθωμανισμού. Διότι η επιστροφή μερίδας των ελίτ της Τουρκίας στο Χαλιφάτο, σημαίνει και μια άρνηση της κοσμικότητας του κεμαλικού κράτους.
Η οθωμανία και η εξωτερική πολιτική
Το τουρκικό υπουργείο εξωτερικών εμφανίζει τη γείτονα ως συνεχιστή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δηλαδή, όπως εκείνη το κατανοεί, της σταθερότητας και της συνύπαρξης των λαών της ευρύτερης περιφέρειας.
Η προσπάθεια αυτή στηρίζεται σε δύο υποθέσεις που είναι και οι δύο λανθασμένες. Η πρώτη αφορά για το πόσο καλά περνούσαν οι μη τουρκικοί πληθυσμοί από την κυριαρχία των Τούρκων. Αυτό αποτελεί ιστορική ανακρίβεια και από μια σκοπιά πρόκληση, που δεν νομίζω ότι χρήζει εδώ απάντησης, αλλά σίγουρα χρήσει αποκαλυπτικών σχολίων από την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική στα διεθνή φόρα. Αντίθετα η δεύτερη, είναι ένα σημαντικό πρόβλημα διότι αφορά τις σχέσεις της Τουρκίας με τις όμορες χώρες και κατά προέκταση και με την Ελλάδα και τη Δύση γενικότερα. Σύμφωνα με αυτή την δεύτερη υπόθεση, η Τουρκία έχει έναν αυξανόμενο και όλο και πιο υπεύθυνο ρόλο στην περιοχή που είναι προς όφελος τόσο των λαών στην περιφέρειά της, όσο και της Δύσης, αν όχι και της ανθρωπότητας συνολικά.Το πρόβλημα με αυτή την δεύτερη υπόθεση/φαντασίωση των τουρκικών ελίτ, δεν είναι ότι το πιστεύουν οι ίδιες, αλλά ότι το έχουν αποδεχτεί ως ορθό και πολλοί αναλυτές της Δύσης δίνοντάς της έναν «αντικειμενικό χαρακτήρα». Πιστοποιώντας με τον τρόπο τους το επιχείρημα της νέας φαντασίωσης της Αγκύρας. Και το χειρότερο, αιτιολογώντας την απόδοση στην Τουρκία ισχυρότερου ρόλο στην περιφέρεια που συνυπάρχουμε από αυτόν που πραγματικά της αντιστοιχεί.
Με αυτό τον τρόπο, όμως, αναβαθμίζεται στην πραγματική ζωή η φαντασίωση της Αγκύρας και αποκτά υλική – εμπράγματη λειτουργία. Το χειρότερο είναι, ότι υπάρχουν Έλληνες πολιτικοί και αναλυτές που αποδέχονται και άθελά τους υιοθετούν αυτή την τουρκική φαντασίωση. Όχι ότι δεν υπάρχουν εν δυνάμει καταστάσεις ώστε να αναλάβει και να ενισχύσει η Τουρκία νέες λειτουργίες στην περιοχή. Αλλά αυτό δεν έχει γίνει διότι βρίσκεται, ακόμα, εν τω γίγνεσθαι και είναι βαθύτατο αντιφατικό. Δηλαδή, μια εξωτερική πολιτική, όπως είναι η Ελληνική, δεν θα πρέπει να λαμβάνει ως δοσμένο αυτό που δεν είναι δοσμένο, αλλά πρέπει να αναλύει τους όρους τυχόν μελλοντικής υλοποίησής του. Ανάλυσης του πώς μπορούν να αξιοποιηθούν οι αντιφάσεις που εμπεριέχονται σε αυτούς προκειμένου η Τουρκία να μην αναλάβει τον ρόλο που επιθυμεί.
Κεντρικό στοιχείο αυτής της δεύτερης υπόθεσης είναι ότι η Τουρκία κλείνει όλες τις ανοικτές υποθέσεις που έχει στον περίγυρό της. Αυτό δεν αληθεύει διττά. Καταρχάς η Τουρκία παριστάνει ότι κλείνει υποθέσεις (όπως αυτή με την Αρμενία), αλλά μόλις «αρχίζει να τις κλείνει», αρχίζει «απότομα» να θυμάται λόγους διατήρησης τους ανοικτές. Να θέτει όρους (ιδιαίτερα ως προς τις σχέσεις της Αρμενίας με το Αζερμπαϊστάν). Όμως και αυτή ακόμα η παράσταση αφορά κράτη που ελπίζει ότι μπορεί να τα υποτάξει και να τα ελέγξει με την υπεροπλία που διαθέτει σε οικονομικές και αμυντικές χωρητικότητες / ικανότητες. Αντίθετα, δεν ακολουθεί τις ίδιες τακτικές έναντι της Ελλάδας που δεν έχει κανένα λόγο να υποταχτεί στον τουρκικό περιφερειακό ηγεμονισμό και στις ιστορικές καθώς και γεωπολιτικές φαντασιώσεις που τον τροφοδοτούν. Αλλά επί του τελευταίου θα επανέλθουμε την επόμενη εβδομάδα αναλυτικότερα.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου