«Τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι τα πιο όμορφα έργα τέχνης του κόσμου και γι’ αυτό πρέπει να τα επιστρέψουμε» γράφει στην Guardian ο γνωστός –και σημαντικός- κριτικός τέχνης της εφημερίδας Τζόναθαν Τζόουνς.
«Που ανήκουν; Πως μπορεί κανείς να τα φροντίσει και να τα εκθέσει;», αναρωτιέται ο Τζόουνς, τονίζοντας ότι τα γλυπτά δημιουργήθηκαν για να διακοσμήσουν τον Παρθενώνα που ακόμα και σήμερα «κυριαρχεί στον ορίζοντα της ελληνικής πρωτεύουσας». Όπως εξηγεί, αφαιρέθηκαν από τον Λόρδο Έλγιν και μεταφέρθηκαν στο Λονδίνο όπου βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο, παρότι η Ελλάδα επιθυμεί την επιστροφή τους.
«Έχουν ζωή, ενέργεια, ηρεμία και μεγαλοπρέπεια […] Τέτοιες λεπτομέρειες που συνθέτουν μία ομορφιά όπως αυτή, συναγωνίζονται μόνο με τα έργα της Αναγέννησης», γράφει ο Τζόουνς. Μοναδικοί ανταγωνιστές τους σε ομορφιά είναι τα έργα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι και του Μικελάντζελο. Όπως επισημαίνει μάλιστα, αν οι τοιχογραφίες της Καπέλα Σιστίνα είχαν αφαιρεθεί και τοποθετηθεί στην Εθνική Πινακοθήκη, δεν θα μπορούσαν οι επισκέπτες να θαυμάσουν την ομορφιά τους. «Θα αγωνιζόμασταν να φανταστούμε την δύναμη των έργων του Μικελάντζελο στην αρχική τους θέση. Θα χάναμε την αγωνία να τεντώσουμε το λαιμό μας και τον ενθουσιασμό να διασχίσουμε το Βατικανό για να τα δούμε, παρά την φασαρία τους ουράς», σχολιάζει.
Η θλιβερή αλήθεια είναι ότι μέσα στο Βρετανικό Μουσείο δεν μπορεί κάποιος να θαυμάσει την τελειότητα των Γλυπτών, επειδή εκτίθενται σε μία γκρίζα, νεοκλασική αίθουσα «όπου οι πέτρινοι τοίχοι δεν κάνουν αρκετή αντίθεση με αυτά τα λίθινα έργα τέχνης - είναι ένας νεκρικός χώρος που φιμώνει την σημαντικότερη ελληνική τέχνη αντί να την αναδεικνύει». Αν το Βρετανικό Μουσείο θέλει να κρατήσει τα έργα, καταλήγει ο Τζόουνς, τότε πρέπει να βρει χρήματα για να τα εκθέσει με πιο σύγχρονο τρόπο. Διαφορετικά, θα μπορούσε να τα επιστρέψει στην Ελλάδα, όπου έχει ήδη κατασκευαστεί ένα «υπέροχο, σύγχρονο μουσείο», από το οποίο κανείς μπορεί να δει τον Παρθενώνα, γεγονός που δημιουργεί μία μοναδική σύνδεση ανάμεσα στην τέχνη και το αρχιτεκτονικό σπίτι των μαρμάρων.
«Την πρώτη φορά που επισκέφτηκα τον Παρθενώνα μαγεύτηκα από την μοναδική φωτεινότητα και την τελειότητά του και σκέφτηκα ότι είναι απόλυτα προφανές πως τα μάρμαρα του Παρθενώνα πρέπει να βρίσκονται στην Αθήνα», αναφέρει ο δημοσιογράφος. Τότε λέει ότι ανακάλυψε περισσότερα και για την καμπάνια για την επιστροφή τους, η οποία θεωρεί ότι ήταν μάλλον «θέμα εθνικής υπερηφάνειας» και όχι τόσο καλλιτεχνικό. «Δεν με ενδιαφέρει ο εθνικισμός, παρά μόνο ο καλύτερος τρόπο για να αναδειχθεί αυτό το καταπληκτικό έργο τέχνης, ώστε ο καθένας να μπορεί να αισθανθεί τη δύναμή του. Ο τρόπος που η διαμάχη για τα Γλυπτά έχει μετατρέψει την τέχνη σε ένα ιδεολογικό παιχνίδι είναι μια φοβερή απόσπαση από την ουσία» γράφει. Παράλληλα όμως, επισημαίνει πως τα Γλυπτά βρίσκονται σε εξαιρετική κατάσταση στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ εκείνα στην Αθήνα «έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές εξαιτίας της μόλυνσης». Βέβαια, προσθέτει πως όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν καθώς τη δεκαετία του 1970 πράγματι τα Γλυπτά ήταν πιο ασφαλή στο μουσείο του Λονδίνου.
«Σήμερα, ανήκουν στο μουσείο της Ακρόπολης. Εθνικιστικό ή όχι, η Ελλάδα έχει αποδείξει ότι αγαπά αυτή την τέχνη και την βλέπει έτσι όπως είναι. Η Ελλάδα και όχι το Βρετανικό Μουσείο πρέπει να είναι ο θεματοφύλακας της σημαντικότερης τέχνης του κόσμου, για τον κόσμο. Και για την τέχνη», καταλήγει το άρθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου