Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Η σύγκρουση μέσα στην Τουρκία αγγίζει άμεσα και την Ελλάδα


  • Οι πρόσφατες αποκαλύψεις για το άκρως απόρρητο σχέδιο «Βαριοπούλα» των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων απέδειξαν ότι η σύγκρουση ανάμεσα στην κυβέρνηση Ερντογάν και τη στρατογραφειοκρατία αγγίζει άμεσα την Ελλάδα
Του Σταύρου Λυγερού
Υπενθυμίζουμε ότι για να καλλιεργήσουνακλίμα για πραξικόπημα, μεταξύ των άλλων οι στρατηγοί σχεδίαζαν και κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Για την ακρίβεια σχεδίαζαν να προκαλέσουν την πτώση τουρκικού μαχητικού κατά τρόπο, που να μπορούν να αποδώσουν την κατάρριψη στην ελληνική Αεροπορία.
Κι όλα αυτά για να κατηγορήσουν την κυβέρνηση Ερντογάν ότι είναι ανίκανη να υπερασπίσει τα εθνικά συμφέροντα. Οι στρατηγοί θα εκμεταλλεύονταν το κλίμα ελεγχόμενης κρίσης, που θα είχαν δημιουργήσει ή για να καταλάβουν στρατιωτικά κάποιο θύλακο στον βόρειο Εβρο. Μπορεί το σχέδιο τελικώς να μην εκτελέσθηκε, αλλά προκλήσεις, όπως αυτές που περιγράφονται, έγιναν. Σε μία εξ αυτών, μάλιστα, είχαμε την εσκεμμένη σύγκρουση τουρκικού μαχητικού με ελληνικό, που κόστισε τη ζωή του Ελληνα πιλότου Κώστα Ηλιάκη το 2006. Το σχέδιο «Βαριοπούλα» είναι παλαιότερο (2003), αλλά η νοοτροπία που αποπνέει ζει και βασιλεύει. Το αποδεικνύουν οι αποκαλύψεις για το σχέδιο «Κλωβός» (Μάρτιος 2009), που πρόβλεπε αιματηρές προβοκάτσιες εναντίον των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων.
Η συμπεριφορά της τουρκικής στρατιωτικής ελίτ τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν μάλλον συντηρητική. Προκλήσεις και κρίσεις στο ελληνοτουρκικό μέτωπο υπήρξαν, αλλά δεν ήταν προϊόν τυχοδιωκτισμού. Και όποτε υπήρξε τυχοδιωκτισμός αυτός εντοπίζεται περισσότερο στην κεμαλική πολιτική ελίτ παρά στο Γενικό Επιτελείο.
Ο συντηρητισμός των στρατηγών πηγάζει από τον ρόλο κηδεμόνα που παραδοσιακά ασκούν στο τουρκικό πολιτικό σύστημα. Προφανώς, τρέφουν επεκτατικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας. Προφανώς, φροντίζουν να τις καλλιεργούν και να τις προωθούν. Αμφισβητώντας επιμόνως, σταθερά και εμπράκτως ελληνικά κυριαρχικά και διοικητικά δικαιώματα, η Αγκυρα έχει καταφέρει να εθίσει όχι μόνο την διεθνή κοινότητα, αλλά ακόμα και κύκλους της ελληνικής ελίτ. Εξ ου και οι μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της σήμερα θεωρούνται διμερείς «διαφορές» και τουλάχιστον ατύπως αποτελούν αντικείμενο διμερούς διαπραγμάτευσης.
Στην πραγματικότητα, το μετακεμαλικό καθεστώς χρησιμοποίησε την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ως μέθοδο άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Ειδικά όταν διαπίστωσε ότι η ελληνική πολιτική ελίτ είχε κυριευθεί από φοβικό σύνδρομο, η Αγκυρα κλιμάκωσε και τις επεκτατικές διεκδικήσεις της και τις στρατιωτικές πιέσεις της.
Το νέο στοιχείο στην εξίσωση είναι η εσωτερική σύγκρουση εξουσίας στην Τουρκία. Για πρώτη φορά αμφισβητείται εμπράκτως το μέχρι πριν από μερικά χρόνια κυρίαρχο δόγμα ότι οι ένοπλες δυνάμεις είναι ο εγγυητής της χώρας και του κράτους. Οι στρατηγοί άρχισαν τις συνωμοσίες. Αντί, όμως, να ανατρέψουν την κυβέρνηση Ερντογάν, η κυβέρνηση Ερντογάν ξηλώνει το «βαθύ κράτος». Ολα δείχνουν ότι η σύγκρουση θα είναι μέχρι τελικής πτώσεως.
Η άλλοτε συντηρητική στρατιωτική ελίτ έχει περιέλθει σε κατάσταση πρωτοφανούς νευρικότητας, η οποία την εξωθεί στον τυχοδιωκτισμό. Οι αποκαλύψεις επιβεβαιώνουν την τάση των στρατηγών να χρησιμοποιήσουν την ελληνοτουρκική διένεξη ως πολιτικοψυχολογικό όπλο στη σύγκρουσή τους με την κυβέρνηση Ερντογάν. Είναι ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, που η Αθήνα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτική.
Η ελληνική πολιτική ελίτ εξαρχής προτιμούσε στο τιμόνι της Τουρκίας να βρίσκεται ο Ταγίπ Ερντογάν παρά οι κεμαλικοί. Η προτίμηση αυτή είναι σωστή, αλλά όχι γιατί αυτός και το κόμμα του είναι διατεθειμένοι να προσεγγίσουν πιο εποικοδομητικά τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, όπως πιστεύουν στην Αθήνα. Είναι σωστή, επειδή η κυβέρνηση Ερντογάν έχει ειδικά αυτή την περίοδο άλλες προτεραιότητες. Εχει επίγνωση, άλλωστε, ότι η πρόκληση ελληνοτουρκικής κρίσης θα διευκολύνει την προσπάθεια των στρατηγών να την ανατρέψουν.
Σε αντίθεση με τον στενό εθνικισμό του κεμαλικού κατεστημένου, η κυβέρνηση Ερντογάν διαπνέεται από το ιδεολόγημα του νεοοθωμανισμού. Πρόκειται για κρίσιμη διαφορά, η οποία, όμως, δεν έχει σημαντικές επιπτώσεις στα ελληνοτουρκικά. Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση Ερντογάν δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Κατά τα άλλα, στα ελληνοτουρκικά έχει επέλθει όσμωση μεταξύ των δύο πόλων εξουσίας στην Τουρκία. Στην Αθήνα έχουν την τάση να την παραβλέπουν. Τους βολεύει το επιχείρημα ότι σ’ αυτό τον τομέα η κυβέρνηση Ερντογάν είναι υποχρεωμένη να κινείται με την έγκριση του Γενικού Επιτελείου.
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου