Εντός του φθινοπώρου, χωρίς ακόμα να είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία, αναμένεται η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την προσφυγή των Σκοπίων εναντίον της Ελλάδας, σχετικά με την είσοδο του γειτονικού κράτους στο ΝΑΤΟ.
Η απόφαση, παρότι δεν αποτελεί πρόκριμα για την εισδοχή της ΠΓΔΜ σε άλλους οργανισμούς, π.χ. την Ε.Ε., αλλά ούτε υποχρεωτικά εκτελεστέα μπορεί να είναι σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης για την Ελλάδα, καθ’ ότι η απόφαση στη Συμμαχία έχει ληφθεί με ομοφωνία και το ΝΑΤΟ έχει τους δικούς του κανόνες και κριτήρια για την ένταξη μελών, θα είναι σημαντική σε επίπεδο εντυπώσεων. Αν η ελληνική πλευρά δικαιωθεί, όπως εκτιμά με βάση την παρουσίαση που έγινε στο Διεθνές Δικαστήριο, το ΥΠΕΞ πιστεύει ότι η πίεση στα Σκόπια για συμβιβασμό θα αυξηθεί, καθώς θα καταστεί σαφές ότι οι πόρτες των ευρωατλαντικών θεσμών θα ανοίξουν μόνο αν λυθεί το θέμα της ονομασίας. Στην οικονομική και πολιτική κατάσταση που βρίσκεται η ΠΓΔΜ και με τις άλλες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων να διεκδικούν την είσοδο στην Ε.Ε. με την «Ατζέντα 2014» (όσο μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο με δεδομένη την κρίση), η έλλειψη προοπτικής θα γίνεται πιο έντονη. Η υποβάθμιση κατά μία βαθμίδα της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από ΒΒ+ σε ΒΒ, από τη Standard and Poor’s, ήρθε να υπενθυμίσει ότι ο ψευδομακεδονικός εθνικισμός του Νίκολα Γκρούεφσκι δεν αρκεί. Όπως έλεγε Αλβανός πολιτικός αντιπολιτευομένου κόμματος, «εδώ δεν έχουμε να φάμε και αυτός γεμίζει τον κόσμο αγάλματα».
Η ΡΙΖΑ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Το πλαίσιο λύσης που έχει δρομολογηθεί στον ΟΗΕ, με τη μεσολάβηση του Μάθιου Νίμιτς, δίνει βεβαίως προτεραιότητα στο θέμα της ονομασίας, παρότι στόχος είναι μία συνολική λύση του ζητήματος, αφήνοντας θέματα δύσκολα και θεωρούμενα ως ανεπίλυτα, και πάντως πιο δυσεπίλυτα από το όνομα, εκτός στόχου άμεσης λύσης. Σκοπός είναι να διευθετηθεί η ονομασία για να ξεμπλοκάρουν οι σχέσεις της ΠΓΔΜ με την Ελλάδα και τους διεθνείς οργανισμούς. Το θέμα της εθνικής ταυτότητας και της γλώσσας, που είναι η ρίζα του προβλήματος, μένει απέξω. Οντως είναι δύσκολο να λυθεί άμεσα, χρειάζεται μακροπρόθεσμη στρατηγική.
Πρωτίστως, όπως τονίζουν διπλωμάτες που έχουν ασχοληθεί επί πολλά χρόνια με το θέμα, απαιτείται άμεση έναρξη πολιτικής που θα ξετυλίγεται με επιμονή σε βάθος χρόνου για την αντιμετώπιση της σκοπιανής προπαγάνδας και αυτό προϋποθέτει ενεργό παρουσία και ενημέρωση του παγκόσμιου ακροατηρίου: της κοινής γνώμης, των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και εν γένει των εκπαιδευτικών και μορφωτικών οργανισμών, στα διεθνή φόρα, όπου δηλαδή απευθύνονται και οι Σκοπιανοί. Αν δυσχερανθεί η υποδοχή και η αποδοχή της ιστορικής παραχάραξης, αν δεν «ποτίζεται» η σκοπιανή ψευδο-θεώρηση περί Μακεδονίας, θα είναι ένα πρώτο σημαντικό βήμα για την «αποξήρανση» της πηγής απ’ όπου εκπορεύεται. Και εν πάση περιπτώσει δεν θα λιμνάζει με την ίδια άνεση σε επίσημη βιβλιογραφία και σε ιστοσελίδες.
Οι βάσεις για την αντιμετώπιση του ζητήματος σε αυτό το πλαίσιο είχαν τεθεί με την Ενδιάμεση Συμφωνία, στο άρθρο 7 της οποίας «φωτογραφιζόταν» η υποχρέωση της ΠΓΔΜ να απόσχει από προπαγανδιστικές ενέργειες και πρακτικές: «…Κάθε μέρος θα λάβει σύντομα αποτελεσματικά μέτρα για να απαγορεύσει εχθρικές ενέργειες ή προπαγάνδα από κρατικά ελεγχόμενες υπηρεσίες και να αποθαρρύνει ενέργειες από ιδιωτικές οντότητες που θα είχαν ως πιθανό αποτέλεσμα να υποδαυλίσουν βία, μίσος ή εχθρότητα αμοιβαίως…». Σταδιακά η ελληνική επαγρύπνηση εκφυλίστηκε, καθώς περιορίστηκε στην αντιμετώπιση παραβιάσεων της Ενδιάμεση Συμφωνίας από τα Σκόπια σε διεθνείς οργανισμούς και σε επίσημες διοργανώσεις, αφήνοντας την παράλληλη προπαγάνδα να εξελίσσεται χωρίς οργανωμένη αντίδραση από το ελληνικό κράτος και τους φορείς του. Αυτό είναι το κύριο ζήτημα με το οποίο βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη η ελληνική διπλωματία και δικαιώνεται έτσι η αρχική θέση του Αντώνη Σαμαρά, ότι αν η Ελλάδα αποδεχθεί οποιαδήποτε ονομασία που θα περιλαμβάνει ως συνθετικό τον όρο «Μακεδονία», το ζήτημα όχι μόνο δεν θα λυθεί, αλλά θα επιδεινώνεται. Τώρα η Ελλάδα, στην ουσία, δίνει μάχη οπισθοφυλακών για τον επιθετικό προσδιορισμό του όρου «Μακεδονία», ο οποίος, όποιος και αν είναι, δεν θα αποτρέψει τη συνέχιση της αλυτρωτικής πολιτικής των Σκοπίων.
Ένας γεωγραφικός προσδιορισμός όπως αυτός που επιδιώκει η Αθήνα, π.χ. «Βόρεια Μακεδονία», θα επιτρέψει στο γειτονικό κράτος να υπονοεί αλύτρωτη «Νότια Μακεδονία» κ.λπ. Μόνο ένας φυλετικός/εθνικός επιθετικός προσδιορισμός θα έθετε βάση για την αντιμετώπιση του θέματος στην ουσία του, την καταγωγή των Σκοπιανών. Το όνομα «Σλαβομακεδονία», για παράδειγμα, θα περιέγραφε την εθνοτική σύσταση του κυρίαρχου πληθυσμιακού στοιχείου και θα απέκοπτε κάθε γέφυρα που προσπαθούν να στήσουν με την ελληνική Ιστορία. Και το «Μακεδονία» θα αποτελούσε το γεωγραφικό προσδιορισμό, αν και αυτό επίσης θα ήταν καθ’ υπέρβαση, καθώς μόνο ένα μικρό ποσοστό της έκτασης που καταλαμβάνει το κρατίδιο είναι μέρος του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας. Το πρόβλημα, πλέον, είναι ότι οι Αλβανοί της ΠΓΔΜ, οι οποίοι θεωρούν ότι αποτελούν συστατικό πληθυσμιακό στοιχείο του κράτους, και όχι μειονότητα, δεν αποδέχονται ονομασία που θα προσδιόριζε μονοδιάστατα τη φυλετική του σύσταση ως σλαβική. Στα Σκόπια, εκτός από την οικονομική δυσπραγία, πλανάται πάντα το φάσμα της διχοτόμησης από το πολυάριθμο και δημογραφικά δυναμικό αλβανικό στοιχείο, οι περιοχές του οποίου συνορεύουν με το Κοσσυφοπέδιο.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΛΑΡΡΥΤΗΣ στον Τύπο της Κυριακής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου