Θυμάστε την εποχή που η Λιβύη προβαλλόταν από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γαλλίας και του Κατάρ ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των καλοπροαίρετων και επιτυχημένων ξένων επεμβάσεων; Αξίζει να δείτε και πάλι ένα βίντεο του Ντέιβιντ Κάμερον, να στέκεται με μεγαλοπρέπεια ως ελευθερωτής στη Βεγγάζη τον Σεπτέμβριο του 2011, καθώς επικροτεί την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι και λέει στο λαό ότι «η πόλη σας ήταν ένα παράδειγμα για τον κόσμο, αφού διώξατε έναν δικτάτορα και επιλέξατε την ελευθερία».
Ο Κάμερον δεν επέστρεψε ποτέ στην Βεγγάζη, ούτε είναι πιθανό να το πράξει, καθώς οι αντιμαχόμενες πολιτοφυλακές σπρώχνουν τη Λιβύη σε μια πρωτογενή αναρχία, στην οποία κανείς δεν είναι ασφαλής. Η πλειοψηφία των Λίβυων είναι αποδεδειγμένα σε χειρότερη θέση σήμερα από ό,τι ήταν υπό τον Καντάφι, παρά την προσωπολατρία και την αυταρχική διακυβέρνησή του. Η σφαγή επιδεινώνεται κάθε μήνα και επεκτείνεται σε ολόκληρη τη χώρα. «Οι φίλοι σας στη Βρετανία και τη Γαλλία θα σταθούν στο πλάι σας, καθώς θα χτίζετε τη δημοκρατία σας», υποσχέθηκε ο Κάμερον στο λαό της Βεγγάζης. Τρία χρόνια αργότερα, είναι λέξεις που θέλει προφανώς να ξεχάσουμε, αφού δεν υπήρχε σχεδόν καμία αναφορά στη Λιβύη, την τελευταία στρατιωτική επέμβαση που είχε διατάξει, όταν μίλησε στη Βουλή των Κοινοτήτων για να δικαιολογήσει τις βρετανικές αεροπορικές επιδρομές κατά του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ.
Τα ξένα μέσα ενημέρωσης σε μεγάλο βαθμό έπαψαν να καλύπτουν τη Λιβύη, διότι δικαίως θεωρούν ότι είναι πολύ επικίνδυνο για τους δημοσιογράφους να πάνε εκεί. Ακόμα θυμάμαι μια στιγμή στις αρχές του καλοκαιριού του 2011 στην πρώτη γραμμή νότια της Βεγγάζης, όταν υπήρχαν περισσότεροι δημοσιογράφοι και τηλεοπτικά συνεργεία εκεί από ό,τι αντάρτες. Οι εικονολήπτες ζητούσαν από τους συναδέλφους ξένους δημοσιογράφους να κάνουν στην άκρη όταν γύριζαν, έτσι ώστε αυτό να μην είναι πολύ εμφανές. Στην πραγματικότητα, η ανατροπή του Καντάφι ήταν περισσότερο δουλειά του ΝΑΤΟ, με τις πολιτοφυλακές της Λιβύης να μαζεύουν τα συντρίμμια.
Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχαν πολύ καλύτερα αποτελέσματα στη Λιβύη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, από την έναρξη της εξέγερσης το 2011. Ανακάλυψαν ότι δεν υπήρχε καμία απόδειξη για τις πολυδιαφημισμένες φρικαλεότητες που υποτίθεται ότι έκαναν οι δυνάμεις του Καντάφι και που χρησιμοποιήθηκαν για να τροφοδοτήσουν τη λαϊκή υποστήριξη στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία και αλλού για τις αεροπορικές επιθέσεις. Σε αυτές περιλαμβάνεται και η ιστορία μαζικών βιασμών γυναικών από τα στρατεύματα του Καντάφι, που η Διεθνής Αμνηστία παρουσίασε ως αβάσιμη. Οι ένστολοι της κυβέρνησης περιγράφονταν από τους εκπροσώπους των ανταρτών ως άνδρες που πυροβολήθηκαν επειδή ήταν έτοιμοι να αυτομολήσουν στην αντιπολίτευση.
Οι ξένες κυβερνήσεις και τα μέσα ενημέρωσης έχουν έναν εξίσου καλό λόγο να ξεχάσουν ό,τι είπαν και έκαναν στη Λιβύη το 2011, επειδή ο απόηχος της ανατροπής του Καντάφι δεν ήταν τόσο τρομακτικός. Η έκταση της καταστροφής γίνεται σαφής από δύο εκθέσεις σχετικά με την παρούσα κατάσταση της χώρας, μία από τη Διεθνή Αμνηστία με τίτλο «Λιβύη, Ο νόμος των όπλων: απαγωγές, βασανιστήρια και άλλες παραβιάσεις πολιτοφυλακών στη δυτική Λιβύη» και μια άλλη από το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εστιάζει στα ανατολικά της χώρας και έχει τίτλο «Λιβύη: Οι δολοφονίες μπορεί να είναι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».
Η τελευταία είναι ένας μακάβριος αλλά συναρπαστικός απολογισμός γι’ αυτό που οι άνθρωποι στη Βεγγάζη αποκαλούν «Μαύρη Παρασκευή», που συνέβη στις 19 Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους, και ήταν η πιο θανατηφόρα μέρα σε ένα τριήμερο «ξεφάντωμα» δολοφονιών στην πόλη, στους νεκρούς της οποίας «περιλαμβάνονται δύο νέοι ακτιβιστές, μέλη των υπηρεσιών ασφαλείας, ένας ακτιβιστής κληρικός και πέντε άλλοι άμαχοι». Οι ακτιβιστές ήταν ο Ταουφίκ Μπεσάουντ και ο Σάμι Ελκαγουάφι, δύο άνδρες ηλικίας 18 και 19, οι οποίοι είχαν αγωνιστεί και διαδηλώσει κατά της βίας των πολιτοφυλακών. Μεταξύ άλλων που έχασαν τη ζωή τους, ήταν και ένας εξέχων κληρικός, ο Σεΐχ Ναμπίλ Σατί, ο οποίος δολοφονήθηκε, όπως και ένας νεαρός άνδρας, ο Αμπντουλραχμάν αλ-Μογκέρμπι, ο οποίος απήχθη στην κηδεία του κληρικού και αργότερα βρέθηκε νεκρός.
Οι δολοφονίες τους ανέβασαν στους 250 τον αριθμό των θυμάτων των δολοφονιών με πολιτικά κίνητρα φέτος στη Βεγγάζη και την Ντέρνα, τις δύο μεγάλες πόλεις στην ανατολική Λιβύη. Αυτό χωρίς να υπολογίσουμε και τον πολύ μεγαλύτερο αριθμό όσων έχασαν τη ζωή τους σε στρατιωτικές επιχειρήσεις μεταξύ των διαφόρων παραστρατιωτικών ομάδων ή στις μάχες που μαίνονται μέσα και γύρω από την Τρίπολη.
Χωρίς να δίνει ιδιαίτερη προσοχή ο υπόλοιπος κόσμος, ένας εμφύλιος πόλεμος μαίνεται στη δυτική Λιβύη από τις 13 Ιουλίου, μεταξύ του συνασπισμού πολιτοφυλακών Αυγή της Λιβύης, που βασιζόταν αρχικά στην Μισράτα, και μιας άλλης ομάδας πολιτοφυλακής με επίκεντρο την Ζιντάν. Ένας μεγάλος, ξεχωριστός εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των δυνάμεων του απόστρατου Στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ και του Συμβουλίου Σούρα των Επαναστατών της Βεγγάζης μαίνεται έξω στην πόλη. Η κυβέρνηση έχει καταρρεύσει. Η Αμνηστία υποστηρίζει ότι τα βασανιστήρια έχουν γίνει κοινός τόπος, με τα θύματα να «βασανίζονται με πλαστικές και μεταλλικές ράβδους ή καλώδια, να υπομένουν ηλεκτροσόκ και να παραμένουν επί ώρες σε καταστάσεις εξαιρετικής πίεσης, με κλειστά τα μάτια και αλυσοδεμένοι επί μέρες».
Είναι αρκετά εύκολο να χλευάζεις τη νεο-αυτοκρατορική στάση του Ντέιβιντ Κάμερον και του Νικολά Σαρκοζί, ή να περιγράφεις την άβυσσο στην οποία η Λιβύη έχει περιέλθει από το 2011. Οι άνθρωποι τους οποίους εκείνη η παρέμβαση προώθησε στην εξουσία έχουν φέρει μια χώρα που ήταν ειρηνική για περισσότερο από μισό αιώνα, σε ένα επίπεδο βίας που έχει αρχίσει να προσεγγίζει εκείνο της Συρίας, του Ιράκ και του Αφγανιστάν. Όποιες και αν ήταν οι προθέσεις των Δυτικών, το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Στη Λιβύη, όπως και στη Συρία σήμερα, η δυτική επέμβαση ήταν δήθεν για την υποστήριξη της δημοκρατίας, αλλά διεξήχθη σε συμμαχία με τις σουνιτικές απόλυτες μοναρχίες του Κόλπου που δεν είχαν τέτοιους στόχους.
Μπαίνουμε στον πειρασμό να πούμε ότι η εξωτερική παρέμβαση φέρνει πάντα καταστροφή στις χώρες παρέμβασης. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια: οι αμερικανικές αεροπορικές επιδρομές για την υπεράσπιση των Κούρδων της Συρίας στο Κομπάνι και των Ιρακινών Κούρδων στην πρωτεύουσά τους Ερμπίλ είναι δικαιολογημένες και αποτρέπουν τις σφαγές του Isis . Αλλά το μειονέκτημα είναι ότι η ξένη επέμβαση είναι πάντα προς το συμφέρον της χώρας που παρεμβαίνει. Αυτό μπορεί, για ένα χρόνο, να συμπίπτει με τα πραγματικά συμφέροντα της χώρας, όπου η ξένη επέμβαση λαμβάνει χώρα, αλλά σπάνια διαρκεί πολύ καιρό.
Αυτό είναι το δίδαγμα των τελευταίων ξένων επεμβάσεων στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία. Οι περισσότεροι Αφγανοί ήθελαν να διώξουν τους Ταλιμπάν από το 2001, αλλά δεν ήθελαν τους πολέμαρχους πίσω, κάτι που οι Αμερικανοί αποδέχτηκαν. Οι ΗΠΑ πολεμούσαν τους Ταλιμπάν, αλλά δεν αντιμετώπισαν τους χορηγούς του κινήματος στο Πακιστάν, με αποτέλεσμα να βυθίσουν το Αφγανιστάν σε ένα ατελείωτο πόλεμο. Στο Ιράκ το 2003, πολλοί Ιρακινοί χαιρέτισαν την υπό αμερικανική ηγεσία εισβολή επειδή ήθελαν το τέλος του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, αλλά δεν ήθελαν μια ξένη κατοχή. Οι Αμερικανοί δεν ήθελαν την πτώση του Σαντάμ προς όφελος του Ιράν, έτσι ώστε έπρεπε να καταλάβουν την χώρα και να εγκαταστήσουν τους δικούς τους υποψηφίους στην εξουσία.
Και στις τρεις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, η Δύση παρενέβη σε κάποιον εμφύλιο πόλεμο και προσπάθησε να υπαγορεύσει ποιος κέρδισε. Υπήρχε ένα πρόσχημα ότι οι Ταλιμπάν, ο Σαντάμ, ο Καντάφι ή ο Άσαντ ήταν δαιμονικοί και χωρίς πραγματική υποστήριξη. Αυτή η υποστήριξη από το εξωτερικό μπορεί να δώσει τη νίκη σε μία πλευρά του εμφυλίου, όπως στη Λιβύη, η οποία δεν θα μπορούσε να κερδίσει στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις. Στο Ιράκ, οι πολιορκούμενοι Σουνίτες δεν μπορούσαν να πολεμήσουν μια υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ κυβέρνηση Σιιτών, γι 'αυτό χρειάστηκε να επανέλθει η αλ-Κάιντα. Έτσι, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις που τελικά δημιούργησαν το Isis.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου