Εφιαλτικό είναι το σκηνικό που διαμορφώνεται αργά αλλά σταθερά στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής με επίκεντρο τη σπαρασσόμενη Συρία αλλά και το γειτονικό της Ιράκ, που, όπως φαίνεται, 11 χρόνια μετά την εισβολή και κατοχή του από Αμερικανούς και συμμάχους, δεν έχει καταφέρει ν’ αποκτήσει χαρακτηριστικά σταθερής και συγκροτημένης χώρας. Η κατάληψη της Μοσούλης, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης του Ιράκ μετά από την πρωτεύουσα Βαγδάτη, από ακραίους ισλαμιστές ενόπλους, μέλη της οργάνωσης «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε», την Τρίτη, επανέφερε στο προσκήνιο αυτό που τα μεγάλα ΜΜΕ ονομάζουν, πλέον «ξεχασμένο πόλεμο», καθώς τα βλέμματα είναι στραμμένα, τα τελευταία χρόνια στη Συρία, και πιο πρόσφατα στην Ουκρανία.
Αυτός ο πόλεμος, όπως φαίνεται, στην, πάλαι ποτέ, ευημερούσα Μεσοποταμία, όντως δεν τέλειωσε ποτέ. Μπορεί τα αμερικανικά στρατεύματα και οι σύμμαχοί τους να αποχώρησαν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, μετά από μια παρουσία περίπου 10 χρόνων, όμως άφησαν πίσω τους μόνο συντρίμμια και μια χώρα βυθισμένη στο εμφύλιο μίσος. Η στρατιωτική κατοχή που ακολούθησε την εισβολή του Μαρτίου του 2003 και την κατοχή της χώρας, πάντα υπό τον μανδύα της «ανθρωπιστικής» παρέμβασης για το καλό του ιρακινού λαού απέναντι στον, κατά κοινή ομολογία, αιμοσταγή Σαντάμ Χουσεϊν, και υπό τον έτερο «μανδύα» του «προληπτικού πλήγματος» για την αντιμετώπιση όπλων μαζικής καταστροφής, που ουδέποτε εντοπίστηκαν, έδωσε τη χαριστική βολή σε μια χώρα που παρέπαιε λόγω του παρατεταμένου εμπάργκο από το 1991 και μετά αλλά τουλάχιστον ζούσε.
Η παρέμβαση των ξένων στρατευμάτων δεν έφερε τίποτε από όσα ευαγγελιζόταν στο Ιράκ αλλά αντίθετα κατέστρεψε ό,τι είχε μείνει όρθιο από τις βασικές υποδομές (ύδρευση, αποχέτευση κλπ), από το σύστημα υγείας και παιδείας. Και κυρίως κατέστρεψε εκ βάθρων την εξαιρετικά ευαίσθητη εθνοτική συνοχή της χώρας, η οποία είχε, ήδη, πληγεί από την κυριαρχία του Σαντάμ Χουσεϊν και την αμέριστη στήριξή του προς την σουνιτική κοινότητα. Η ολική συμπόρευση των Κούρδων στο βορρά με τους κατακτητές του αποξένωσε εξαρχής από τον υπόλοιπο πληθυσμό και η, αρχικώς, σιωπηλή συναίνεση, ως ένα βαθμό, των σιιτών ενέτεινε το ρήγμα με τους σουνίτες.
Παρόλα αυτά, το καθοριστικό πλήγμα ήταν η ίδια η κατοχή, καθώς τα ξένα στρατεύματα προκειμένου να διασφαλίσουν την παρουσία και την εξουσία τους όσο ήταν εκεί αξιοποίησαν αυτές τις θρησκευτικές και εθνοτικές διαφορές, συμμαχώντας μία με τον έναν μία με τον άλλο, υποσχόμενα μία στον έναν μία στον άλλο, με αποτέλεσμα να καλλιεργήσουν το πρόσφορο έδαφος της εμφάνισης και ανάπτυξης ισχυρότατων ισλαμιστικών οργανώσεων που ευαγγελίζονταν, καταρχήν την εκδίωξη των ξένων, κατά δεύτερον την «ενότητα» του ιρακινού πληθυσμού, ενώ ουσιαστικά προπαγάνδιζαν τον ισλαμικό φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Το Κουτί της Πανδώρας άνοιξε και πλέον δεν φαίνεται να κλείνει εύκολα γιατί είναι γνωστό ότι με ορισμένα πράγματα, όπως ο θρησκευτικός φανατισμός καλό είναι να μην «παίζει» κανείς.
Το εκρηκτικό αυτό μίγμα καθώς και η ασυδοσία με την οποία σιιτικές πολιτικές δυνάμεις νέμονται την εξουσία υπό τον πρωθυπουργό Μάλικι από τις πρώτες εκλογές και μετά λειτουργώντας περισσότερο εκδικητικά απέναντι στους σουνίτες παρά ως πραγματική ενωτική κυβέρνηση, κατάφερε το ακατόρθωτο: σε μια χώρα με ισχυρό κοσμικό παρελθόν, ιδιαίτερα στη σουνιτική κοινότητα, το οποίο φάνηκε και τα πρώτα χρόνια της κατοχής όταν η πλειοψηφία των οργανώσεων που στάθηκαν απέναντι στα αμερικανικά στρατεύματα ήταν κοσμικές, εμφυτεύθηκε και θέριεψε ο ισλαμικός φανατισμός. Έτσι, σήμερα, παρατηρείται το θλιβερά ειρωνικό φαινόμενο σε περιοχές που έστησαν κοσμικές αντι-ισλαμιστικές οργανώσεις που πολέμησαν την αλ Κάιντα μαζί με τους Αμερικανούς, να κυριαρχούν οι ακραίοι ισλαμιστές.
Η Μοσούλη, από την οποία μόνο τα τελευταία 24ωρα, έφυγαν πανικόβλητοι 150.000 κάτοικοι για να αποφύγουν τον τρόμο των ακραίων, είναι μία από αυτές τις πόλεις. Πριν από τους κατοίκους, έφυγε ο ιρακινός στρατός, ο οποίος παρά τα αλλεπάλληλα «μαθήματα» από τους Αμερικανούς, ουδέποτε στάθηκε στα πόδια του μετά το 2003. Και έτσι το Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε ελέγχει από την Τρίτη την Μοσούλη. Και από τον Ιανουάριο ελέγχει τη Φαλούτζα, στο Ιράκ, όπου παρά τις απειλές της ιρακινής ηγεσίας, δεν έχει επιτευχθεί η ανακατάληψή της.
Και, ας μην ξεχνάμε, ότι η ίδια οργάνωση είναι αν όχι η σημαντικότερη, σίγουρα από τις σημαντικότερες, που δρουν στη γειτονική Συρία. Είναι η ισλαμιστική οργάνωση με τους περισσότερους ξένους εθελοντές. Σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι που έχουν εντοπιστεί να πολεμούν με τους ισλαμιστές στη Συρία, πολεμούν στις γραμμές του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στο Λεβάντε. Η διαρκώς εντεινόμενη δράση της συγκεκριμένης οργάνωσης, με τη διαρκή, προφανώς, χρηματοδότηση, την πιο άρτια στρατιωτική εκπαίδευση και τον πιο σύγχρονο στρατιωτικό εξοπλισμό (σύμφωνα με μαρτυρίες από τη Συρία) που προφανώς προέρχεται από τα γνωστά δίκτυα που παλιότερα στήριξαν και άλλους ισλαμιστές αλλά και τους Ταλιμπάν αρχικώς (Σ. Αραβία, Κατάρ και άλλες χώρες του Κόλπου μεταξύ άλλων) είναι προφανές ότι πλέον χτυπά καμπάνακι. Ένα καμπανάκι που ακούγεται πολύ μακρύτερα από τα όρια των Συρία και Ιράκ που, όπως κατρακυλούν μέρα με την ημέρα ολοένα περισσότερα προς την μετατροπή τους σε «αποτυχημένα κράτη», failed states όπως λένε και οι Αμερικάνοι. Και τα «αποτυχημένα κράτη», ή όσα κατέληξαν έτσι μετά από σειρά επεμβάσεων, συχνά εξελίσσονται σε ωρολογιακές βόμβες για ολόκληρες περιοχές.
Πηγές: bbc, reuters, al Arabiya
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου