Σε 35 χρόνια δουλειάς από όλους τους Έλληνες χωρίς ν’ αμείβονται και να εισπράττει αυτά τα χρήματα το κράτος, αντιστοιχεί η καταλεηλάτηση της χώρας μας από τη ναζιστική Γερμανία στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής. Σύμφωνα με εκτιμήσεις τόσο Ελλήνων όσο και ξένων ειδικών, μεταξύ των οποίων και Γερμανών, το Βερολίνο οφείλει ως αποζημιώσεις στην Ελλάδα ποσά που κυμαίνονται από 95 έως 160 δισ. ευρώ.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις, παρά τις συστηματικές προσπάθειες ομάδων πολιτών, κυρίως από χωριά και πόλεις που υπέστησαν ολοκαυτώματα, τα τελευταία 15 χρόνια, ουδέποτε διεκδίκησαν ούτε τις «πολεμικές αποζημιώσεις» ούτε το «κατοχικό δάνειο». Τώρα, λοιπόν, μετά την προσπάθεια το τελευταίο διάστημα να συγκεντρωθούν και να ταξινομηθούν τα τεράστια ελληνικά αρχεία που αφορούν το θέμα και με τη διαβίβαση του σχετικού πορίσματος από τον υπουργό Εξωτερικών Δημήτρη Αβραμόπουλο στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, το ελληνικό κράτος μπορεί, αφού τεκμηριώσει νομικά τις απαιτήσεις του, να προχωρήσει οργανωμένα απέναντι στη Γερμανία. Να σημειωθεί πως μεταπολεμικά, σειρά οικονομολόγων και παραγόντων της χώρας είχαν συντάξει επαρκώς τεκμηριωμένες μελέτες για το θέμα.
Από την πλευρά του, βέβαια, το Βερολίνο επαναλαμβάνει μονότονα ότι θεωρεί το θέμα των αποζημιώσεων λήξαν. Πέρυσι μάλιστα, το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε ότι «λυπάται βαθύτατα για την οδύνη των θυμάτων», πλην όμως, «μετά από 65 χρόνια το ερώτημα των αποζημιώσεων από τη σκοπιά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης δεν αποτελεί πλέον θέμα». Πρόκειται για τη γνωστή μέθοδο της Γερμανίας να ζητάει «συγγνώμη», όπως το ίδιο είχε κάνει και η εταιρία Siemens για το μέγα σκάνδαλό της, χωρίς ωστόσο να πληρώνει για τις ζημιές που προκαλεί.
Τεράστια μεγέθη
Μπορεί η έγερση της απαίτησης, δεκαετίες μετά από την Κατοχή, να χαρακτηρίζεται ως εξωπραγματική ή ως «καπρίτσιο» των Ελλήνων, επειδή βρίσκονται σε μεγάλη οικονομική κρίση, όμως ούτε μια χώρα ή λαός που υπέστη καταστροφές από το Γ’ Ράιχ εγκατέλειψε τις απαιτήσεις του απέναντι στη Γερμανία. Μέχρι πρότινος, μάλιστα, η Γερμανία πλήρωνε το Ισραήλ για το Ολοκαύτωμα.
Το μέγεθος της καταστροφής που υπέστη η χώρα μας από τους ναζί είναι τεράστιο. Ενδεικτικές είναι οι εκτιμήσεις, σύμφωνα με τις οποίες η επανόρθωση των καταστροφών θ’ απαιτούσε να διαθέσουν οι Έλληνες τον Προϋπολογισμό του 1946 επί 40 χρόνια και το εθνικό εισόδημα του 1946 επί 35 χρόνια.
Οι απαιτήσεις της Ελλάδας έχουν αναγνωριστεί διεθνώς. Σύμφωνα με το Εθνικό Συμβούλιο για τη Διεκδίκηση των Γερμανικών Οφειλών, «η Διασυμμαχική Επιτροπή 19 χωρών της Ευρώπης, στο Παρίσι, το 1946, καταλόγισε να πληρώσει η Γερμανία στην Ελλάδα για τις καταστροφές στην οικονομία της το ποσόν των 7.100 δισ. δολαρίων, αγοραστικής αξίας 1938, αντί του ποσού των 14.50 δισ. δολαρίων που ζητούσε η Ελλάδα. Δηλαδή, σε σημερινή αξία ευρώ, 108 δισ. χωρίς τους τόκους».
Εκτός αυτού, η Γερμανία οφείλει να αποπληρώσει δάνειο -και μάλιστα με τόκο- που συνήψε επίσημα, και με βάση τους διεθνείς κανόνες δανεισμού, με την Ελλάδα. Σύμφωνα με το Συμβούλιο, «το υπόλοιπο του αναγκαστικού δανείου (οι Γερμανοί πλήρωσαν στο τέλος της κατοχής δύο δόσεις), ύψους 3.500 δισ. δολαρίων, σημερινής αξίας 54 δισ. ευρώ, χωρίς τους τόκους».
Τα νούμερα αυτά συμμερίζονται και πολλοί Γερμανοί ειδικοί, επιστήμονες, πολιτικοί και κοινωνικοί παράγοντες, οι οποίοι δεκαετίες τώρα επισημαίνουν τις μεγάλες ηθικές ευθύνες της Γερμανίας να μην αποζημιώνει την Ελλάδα. Ενδεικτικό είναι ότι προ ετών η μεγάλη γερμανική εφημερίδα «Die Welt» είχε παραθέσει σχετικούς υπολογισμούς, σύμφωνα με τους οποίους, «χωρίς τόκους, το ποσό σε σημερινές τιμές αντιστοιχεί σε 14 δισ. δολάρια. Με τόκο 3% μέσα σε 66 χρόνια, ανέρχεται σε τουλάχιστον 95 δισ. δολάρια (σ.σ.: 73 δισ. ευρώ)».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του αείμνηστου ακαδημαϊκού Aγγελου Aγγελόπουλου, το «κατοχικό δάνειο» ανερχόταν στα 3,5 τρισ. δραχμές (10,2 δισ. ευρώ), ενώ κατ’ άλλους, Έλληνες και Γερμανούς ειδικούς, στα 5,4 τρισ. δραχμές (15,4 δισ. ευρώ χωρίς τόκους).
Ανυπολόγιστο το κόστος της αρχαιοκαπηλίας
ΤΟ «ΔΑΝΕΙΟ» είναι η αιτία που ο ελληνικός λαός καταδικάστηκε κατά την Κατοχή σε πείνα, εξαιτίας της οποίας, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, πέθαναν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων. Κι όμως, η Ελλάδα τότε αριθμούσε μόνο έξι εκατομμύρια ψυχές. Κόστος σε ζωές που δεν αποτιμάται σε χρήμα.
Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν οι χιλιάδες δολοφονημένοι από τα εκτελεστικά αποσπάσματα, τις ομαδικές σφαγές των Eς Eς, τους βομβαρδισμούς πόλεων και τις «εκκαθαριστικές» επιχειρήσεις. Ζωντανοί μάρτυρες, τα δεκάδες χωριά που ισοπεδώθηκαν από τη μανία των χιτλερικών. Καλάβρυτα, Κάνδανος, Δίστομο, Κομμένο, Χορτιάτης και πολλά άλλα χωριά και πόλεις έζησαν τη φρίκη του Γ’ Ράιχ. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν, χωριά έσβησαν από το χάρτη και περιουσίες χάθηκαν.
Ακόμα, σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές της ελληνικής Πολιτείας μεταπολεμικά, 200.000 σπίτια καταστράφηκαν ή υπέστησαν σοβαρές ζημιές, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός που μετά την απελευθέρωση είχε ανάγκη στέγασης να ξεπερνά το ένα εκατομμύριο.
Ανυπολόγιστο, τέλος, είναι το κόστος από τις λεηλασίες και τις κλοπές αρχαιολογικών θησαυρών. Όπως φαίνεται από τον τόμο που εξέδωσε το 1946 το υπουργείο Θρησκευμάτων και Παιδείας («Zημίαι αρχαιοτήτων»), λεηλατήθηκαν μουσεία με αρχαία έργα Tέχνης και αρχαιολογικοί χώροι, έγιναν δεκάδες λαθρανασκαφές, ενώ καταστράφηκαν 300 εκκλησιές και 36 μοναστήρια με μεγάλη ιστορία. Μέχρι και τα κανόνια του Μιαούλη από την Ύδρα πήραν. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές που υπέστη ποτέ η χώρα μας.
Έδωσαν «ψίχουλα»
ΓΙΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ η Γερμανία έχει καταβάλει ψίχουλα. Ειδικότερα, τα μοναδικά χρήματα που έδωσε, ήταν 115 εκατ. μάρκα που μοιράστηκαν το 1960 σε 90.000 θύματα ή συγγενείς τους, καθώς και σε συγγενείς εκτελεσμένων και ομήρων σε γερμανικά στρατόπεδα θανάτου. Aκόμη, δόθηκαν 4,8 εκατ. μάρκα για καπνά που είχαν κατασχεθεί στην Κατοχή. Παρ’ όλα αυτά, κυβερνητικοί κύκλοι στη Γερμανία ισχυρίζονται ότι έχουν δοθεί στην Ελλάδα περί τα 40 δισ. δολάρια (άνω των 30 δισ. ευρώ). Αν και κοινή πεποίθηση είναι ότι το ποσό αυτό δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ακόμα κι έτσι να ήταν, η Γερμανία οφείλει στη χώρα μας πολλές δεκάδες δισ. ευρώ επιπλέον.
Θανάσης Αργυράκης, στον Τύπο της Κυριακής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου